ΕΝΑΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ

“Λυπάμαι, έχεις λίγους μήνες ζωής” – Και τώρα;

"Λυπάμαι, έχεις λίγους μήνες ζωής" – Και τώρα;, Όλγα Μαύρου

Ένας σημαντικός στην ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Βοστώνη, δημοσιογράφος, που είχε κλειστεί επίτηδες στη φυλακή για να κάνει ρεπορτάζ για τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων και έμεινε επί μέρες αξύριστος στους δρόμους για να γράψει για τους άστεγους, έμαθε “μια ωραία πρωία”, σε ένα φαινομενικά απλό τσεκ-απ, ότι του απέμεναν λίγοι μήνες ζωής. Ήταν πια 83 ετών. Κάποιοι θα έλεγαν πλήρης ημερών.

Όμως όταν είσαι ο άμεσα ενδιαφερόμενος, οι μέρες δεν είναι ποτέ όσες θα ήθελες και αυτό το “πλήρης” ηχεί αυθαίρετο. Θέλεις απλά άλλη μια ανάσα, όσο άπληστο κι αν φαίνεται αυτό στα νιάτα. Επιπλέον, ανεξάρτητα από το αν «έζησες τη ζωούλα σου» και παρότι ξέρεις φυσικά ότι όλοι οι θνητοί πεθαίνουν, το να ξέρεις ποια ακριβώς είναι η δική σου ημερομηνία λήξης, δεν λειτουργεί οπωσδήποτε παρηγορητικά επειδή σου επιτρέπει να κλείσεις εκκρεμότητες. Ακόμα και με την ημερομηνία στο… χέρι, πολύ απέχουμε οι περισσότεροι από την ταινία “Bucket list”. Και όσοι αγαπούν εκείνο που φεύγει, δεν πονάνε λιγότερο, επειδή είχαν προετοιμασθεί επί μήνες.

Ίσως, είναι στην ουσία πιο τυχεροί όσοι δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει. Ο Τζακ Τόμας πάντως δεν το έβλεπε έτσι. Θεωρούσε ότι ήταν δώρο να προλάβει να κάνει μια αναδρομή και ίσως να τακτοποιήσει ζητήματα και να μην πεθάνει ξαφνικά. Έζησε τελικά έξι μήνες παραπάνω από όσους του… έταξαν οι γιατροί και έφυγε πριν από μια εβδομάδα. Όταν όμως είχε διαγνωσθεί, είχε γράψει πέρσι τον Ιούλιο ένα βαθιά ανθρώπινο άρθρο, που ίσως έχει ενδιαφέρον για πολλούς από εμάς. Μεταφέρουμε τις σκέψεις του, έτσι όπως τις εμπιστεύθηκε στους αναγνώστες της Boston Globe, στην οποία εργαζόταν επί δεκαετίες.

Πέρασε τον τελευταίο χρόνο για να στήσει μαζί με άλλους δύο συνταξιούχους συναδέλφους του ένα πρόγραμμα στήριξης για συγγραφείς και νέους δημοσιογράφους, στο Πανεπιστήμιο Northeaster, που προσφέρει υποτροφία σε όσους σπουδαστές ανήκουν σε κοινωνικές ομάδες που δεν εκπροσωπούνται επαρκώς στα μέσα ενημέρωσης, ή έχουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Λίγο προτού πεθάνει, τα παιδιά του βρήκαν την παλιά του γραφομηχανή, που την είχε πουλήσει σε ώρες ανάγκης και την έφεραν στο προσκεφάλι του «για να ακούει το κλικ κλακ της».

Τι έγραψε σε πρώτο πρόσωπο

«Ως έφηβος είχα αναρωτηθεί πόσο θα άλλαζε η ζωή μου αν ήξερα ότι θα πέθαινα σύντομα. Ήταν μια σκέψη μακάβρια, αλλά δεν είχα και εμμονή με αυτήν. Ήμουν απλά περίεργος, για το πώς ζει ένας άνθρωπος με την επίγνωση ότι επίκειται το τέλος. Αν ήμουν σε αυτή τη θέση, πώς θα το έλεγα στην οικογένεια και στους φίλους; Θα έπεφτα σε κατάθλιψη; Υπάρχει ζωή μετά τον θάνατο; Υπάρχει τελικά τρόπος να προετοιμαστεί κάποιος για το τέλος της ζωής του;

»Όταν συνταξιοδοτήθηκα πήρα μια σειρά μαθημάτων στο Harvard, σχετικά με την συγγραφή. Έπρεπε  να γράφουμε κάθε εβδομάδα μια έκθεση και να τη δίνουμε σε έναν συμφοιτητή μας –είμασταν 12 στο τμήμα. Έτσι κάθε γραφτό μας υποβαλλόταν στον εξονυχιστικό έλεγχο όχι μόνον του καθηγητή, αλλά και των υπόλοιπων 11 συμφοιτητών μας που ο καθένας επεδίωκε βεβαίως και την επιδοκιμασία του διδάσκοντα. Μία από αυτές τις εβδομάδες έγραψα μια έκθεση με το σενάριο ότι οι γιατροί μου είπαν ότι θα πέθαινα σε δυο-τρεις μήνες. Έβαλα τα δυνατά μου για να είναι τέλεια.

»Περιέγραψα ποιοι θα μου έλειπαν, τι θα μου έλειπε. Ήλπιζα σε μια καλή μεταθανάτια ζωή και αναρωτιόταν αν μετά το θάνατο θα εξακολουθούσα να μπορώ να ακούω τα αγαπημένα μου μουσικά κομμάτια, να διαλέγω λαχταριστά φαγητά – ακόμα κι αν θα έφτανε στην ώρα της η εφημερίδα. Το γραφτό μου έτυχε καλής υποδοχής, ίσως γιατί ήμουν ήδη 70 ετών και “δεινόσαυρος” για τους συμφοιτητές μου. Όταν πήγα την άλλη μέρα στην τάξη, μια νεαρή μου άνοιξε για πρώτη φορά την πόρτα για να περάσω και έκανε στην άκρη. Μπήκα τρέχοντας για να μην κρατάω την κοπέλα σε αναμονή.

»Κατάλαβα ότι είχε εκλάβει την έκθεση ως πραγματική ιστορία. Το ίδιο και οι άλλοι, και ήταν όλοι εγκωμιαστικοί και γεμάτοι διακριτική συμπόνοια. Σε όλο τον υπόλοιπο κύκλο των σπουδών αντιμετώπιζαν με συμπάθεια κάθε γραφτό μου, πιστεύοντας ότι πεθαίνω. Δεν βρήκα ποτέ το θάρρος να τους πω ότι ήμουν υγιέστατος. Όμως όλα εδώ πληρώνονται και η μοίρα μου την έφερε: ήρθε η ώρα που η διάγνωση έγινε πραγματικότητα, κατά λέξη.

»Μετά από μια εβδομάδα με ενέσεις, αιματολογικές εξετάσεις, τομογραφίες και τα λοιπά, διαγνώσθηκα με μη χειρουργήσιμο καρκίνο. Οι γιατροί μου είπαν ότι θα με ξεκάνει – όχι σε μερικά χρόνια, αλλά σε μερικούς μήνες. Οπότε τώρα αντιμετωπίζω το ερώτημα που με απασχολούσε από πιτσιρικά. Πώς ξοδεύει ένας άνθρωπος τους μήνες που ξέρει ότι θα είναι οι τελευταίοι του; Ξέρω ότι θα μου λείψει το χαμόγελο και η αγκαλιά της όμορφης γυναίκας μου, που ήταν η ευλογία της ζωής μου. Μισώ την ιδέα να ζήσω στην αιωνιότητα, χωρίς να ακούω το γέλιο των τριών παιδιών μου. Και οι σαράντα τριανταφυλλιές μου; Ποιος θα τις φροντίσει; Τι ζωή θα είναι αυτή χωρίς το άρωμα της κόκκινης και της κίτρινης τριανταφυλλιάς μου;

»Ανακοινώσαμε τα καθέκαστα σε κάθε παιδί χωριστά. Ο Τζον άρχισε τα αναφιλητά. Η Τζένιφερ έβαλε κι αυτή τα κλάματα και η σκυλίτσα της η Ρόζι πήγε και έγλυψε τα δάκρυά της, αλλά όχι και την θλίψη της. Αυτό πιστεύω ότι έγινε δηλαδή, γιατί της το είπαμε τηλεφωνικά. Θα αναρωτιόταν πώς θα ήταν η ζωή της χωρίς τον μπαμπά. Έμαθα ότι την βγάζει στο διαδίκτυο συνέχεια, αναζητώντας νέες θεραπείες, νέα φάρμακα, κλινικές έρευνες. Η γυναίκα μου βάζει τα κλάματα κάθε πρωί, και μετά ανασκουμπώνεται και αρχίζει τα τηλέφωνα στους γιατρούς.

»Μέχρι τώρα η ζωή μου ήταν θαυμάσια. Είχα την μεγάλη τύχη να γράφω σε εφημερίδα, να έχω μια καριέρα που μου πρόσφερε ικανοποίηση. Ήμουν έφηβος όταν πρωτοδούλεψα στην Boston Globe, πρώτα στο αθλητικό τμήμα και μετά στο αστυνομικό, το πολιτικό κ.λπ. Πέρασαν 60 χρόνια από το πρώτο μου άρθρο. Όπως σε κάθε εφημερίδα, έτσι και στη δική μας, ο θάνατος πρωταγωνιστεί. Σαν όλους τους ρεπόρτερς έγραψα πολλά για αυτόν, για φόνους, αυτοκτονίες, ατυχήματα και έγραψα και πολλούς επικήδειους για συγγενείς, φίλους και συναδέλφους.

»Όμως δεν ήταν καταθλιπτικά όλα τα ρεπορτάζ μου για το θάνατο. Είχα πάρει συνέντευξη από έναν άνδρα στη Φλόριντα θυμάμαι. Ήταν 104 ετών αλλά δεν τον βρήκα στο γηροκομεία όπως περίμενα, με μια ρόμπα να του τρέχουν τα σάλια. Τον βρήκα ντυμένο άψογα να διαβάζει ένα βιβλίο 1.680 σελίδων για τον αμερικανικό εμφύλιο. Δεν το διάβασα ποτέ, αλλά εκείνον τον θαύμασα. Θυμάμαι όμως και μια γυναίκα 101 ετών. Στη συνέντευξή της μου μίλησε για το θυμό της με τον Θεό, επειδή την άφησε να ζήσει τόσο ώστε να θάψει τους τέσσερις γιους της. “Δεν μπορώ να καταλάβω τι αμαρτία έκανα και έζησα για να τους δω να φεύγουν”, μου είπε. Και πήρε μια-μια τις φωτογραφίες των τεσσάρων παιδιών της από το τζάκι και τις φίλησε.

»Κάνω τώρα τις τελευταίες διορθωτικές κινήσεις στη ζωή. Όμως είναι πιο οδυνηρό απ’ ό,τι περίμενα, το να πετάω χαρτιά που θεωρούσα μόλις πριν από δυο εβδομάδες μεγάλης σημασίας, όπως το φύλλο οδηγιών για την τηλεόραση που χάλασε πριν από τέσσερα χρόνια, κείμενα για ιστορίες που δεν θα γράψω ποτέ, επιστολές από πρώην φιλενάδες μου, γράμματα με τόση αξία άλλοτε, που θα την χάσουν κατακόρυφα μόλις πεθάνω. Καθώς γεμίζω σακούλες σκουπιδιών τη μία μετά την άλλη αισθάνομαι ότι σπατάλησα ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου σε ασήμαντα μικροπράγματα.

»Οι τελευταίοι μήνες θα ήταν πολύ πιο εύκολοι αν κάποιος με διαβεβαίωνε ότι μετά το θάνατο θα μπορούσα να ξανασυναντήσω αγαπημένους φίλους που έχασα, να σφίξω ξανά στην αγκαλιά μου τον πατέρα μου που πέθανε πριν από πενήντα χρόνια και που από τότε μου λείπει κάθε μέρα. Του χρωστώ και μια συγγνώμη. Όταν ήμουν 12 χρονών του έκλεψα 50 σεντς από το παντελόνι. Η ενοχή με έπνιγε και δέκα μέρες αργότερα τα έβαλα πίσω και πρόσθεσα και ένα 25άρι ως τόκο και εξιλέωση. Μόνο για τα πολιτικά τσακωνόμασταν.

»Ήταν ένθερμος υποστηρικτής των Ρεπουμπλικάνων ενώ εγώ είμαι ένας βαρετός φιλελεύθερος. Όταν γεννήθηκε ο γιος μου το 1994, ο γιατρός τον κράτησε από τους αστράγαλους ανάποδα όπως στις ταινίες και ανακοίνωσε “αγόρι!” Του είπα “αυτό το βλέπουμε –είναι Ρεπουμπλικάνος ή Δημοκρατικός;”. Αργότερα εκείνη τη χρονιά στο νοσοκομείο ήμουν με την ετοιμοθάνατη μάνα μου. Τη ρώτησα: “Πού πιστεύεις ότι πηγαίνει η ψυχή μας όταν πεθαίνουμε;” Με τρεμάμενη φωνή μου είπε “δεν ξέρω, αλλά πιστεύω ότι φεύγω για ένα μακρύ ταξίδι και ότι θα δω τον μπαμπά σου”. Της είπα “αν τον δεις, πες του ότι επιτέλους ξεφορτωθήκαμε αυτό τον καριόλη τον Νίξον”. Και όπως πάντα πήρε έμμεσα το μέρος του: “Μη μιλάς έτσι και θίγεις τον πατέρα σου”.

»Ήμουν τόσο τυχερός που τρύπωσα στη δημοσιογραφία από μικρό παιδί, παρότι ο πατέρας μου δεν τελείωσε ούτε γυμνάσιο και δούλευε μέρα νύχτα ως χειριστής μηχανημάτων για ψίχουλα, ενώ η μάνα μου μεγάλωσε πέντε παιδιά σφουγγαρίζοντας και ξενοπλένοντας. Παρότι ίσα που τα βγάζαμε πέρα και φορούσαμε πάντα ρούχα που μας χάριζαν από δεύτερο χέρι, από το σπίτι μας δεν έλειψε ποτέ η εφημερίδα. Ο μπαμπάς έπαιρνε τέσσερις την ημέρα.

»Ζούσαμε σε εργατική συνοικία στη Βοστώνη και στα 14 βρέθηκα να μοιράζω εφημερίδες. Έβγαζα 1,6 σεντς για κάθε φύλλο που έδινα, γιατί το αγόραζα 3,4 και το πουλούσα 5 συν τα πουρμπουάρ. Έκανα πρόβες με τον μπαμπά μου να τις τυλίγω σωστά, ώστε πετώντας τες στο κατώφλι των σπιτιών να ανοίγουν με τον τίτλο να διαβάζεται από την εξώπορτα. Την ημέρα που πέθανε ο Στάλιν θυμάμαι ότι ο κόσμος περίμενε στις αυλές για να τους πάω το βραδινό φύλλο με τα νεότερα.

»Η ένταση μιας μοιραίας ασθένειας μπορεί να κάνει πιο ξεκάθαρα κάποια πράγματα; Κάθε μέρα κοιτάζω το πρόσωπο της γυναίκας μου με όλο και περισσότερο θαυμασμό και στον κήπο κοιτώ τις ορτανσίες με περισσότερη ευγνωμοσύνη από ποτέ. Και τα εκατοντάδες τριαντάφυλλα που άνθισαν φέτος μου έδωσαν κι αυτά μεγαλύτερη χαρά από ποτέ. Τα πέταλά τους, αλλά και τα φυλλαράκια τους, το άρωμά τους που μου θύμιζε τα μικράτα μου.

»Όμως οι αναταράξεις στην Κούβα και στην Αϊτή, τα δικαιώματα ψήφου και η ανεξήγητη ξεροκεφαλιά των Ρεπουμπλικάνων που αρνούνται ένα εμβόλιο το οποίο θα μπορούσε να τους σώσει τη ζωή, όλα αυτά τα θέματα έμεναν ανερμήνευτα, δεν είχα καμία επιφοίτηση – παραμένω αδαής.

»Είμαι νεοφερμένος στην κόλαση που αντιμετωπίζω κι ακόμα δεν πονάω, όμως ξέρω ότι θα έρθει σίγουρα κι ο πόνος. Δεν έχω συμπτώματα εκτός από στιγμές τρομερής κόπωσης. Μέσα σε τρεις μήνες έχασα 10 κιλά. Ενώ επί δεκαετίες αρνιόμουν το γλυκό ως επιδόρπιο και τις καραμέλες και τις λαχταριστές πάστες για να μην παχύνω, τώρα μου φαίνεται σκληρό που με πιέζουν να φάω κάτι για το οποίο δεν νιώθω καμία όρεξη.

»Όσο πλησιάζει το τέλος, η λίστα με όσα θα μου λείψουν, μεγαλώνει. Μου λείπουν τα σπίτια στα οποία έζησα σε άλλες πόλεις. Δεν θα ξαναδώ ποτέ τον ήλιο να ανατέλλει πάνω από το τέλμα του Vineyard Sound, ούτε την καρδερίνα που ερχόταν στο παράθυρο πότε-πότε και χαζεύαμε μαζί τα νερά που ανέβαιναν με την πλημμυρίδα. Δεν θα ξαναξαπλώσω σε αμμουδιά με ένα ποτό στο χέρι, χαζεύοντας τον ουρανό να γεμίζει με αστέρια. Πώς γίνεται να υπάρχουν πάνω από 100 τρισεκατομμύρια άστρα στο γαλαξία μας και ποιος ξέρει πόσα άλλα σε άλλους γαλαξίες, και όμως, μέσα σε όλα αυτά, να μην υπάρχει ένας πλανήτης με ζωή; Για φαντάσου πώς θα προέβαλαν οι εφημερίδες την ανακάλυψη ζωής σε άλλο πλανήτη!

»Όσοι είναι στην κατηγορία μου, δηλαδή είχαμε την ευλογία μίας ανάπαυλας προτού πεθάνουμε, ξοδεύουμε χρόνο για να ξαναζήσουμε τις καλύτερες στιγμές μας. Όταν πεθάνω δεν περιμένω τα πάντα, αλλά όλη αυτή η υπόθεση με την μετά θάνατο ζωή είναι πιο περίπλοκη από όσο περιγράφεται στη Βίβλο. Έχουν πεθάνει πάνω από 100 δισεκατομμύρια άνθρωποι στη γη. Αν ψάχνεις ένα φιλαράκι για να πιείς μια μπίρα, πώς θα το βρεις σε ένα όχλο τέτοιου μεγέθους; Ξέρω ότι όταν πεθάνω κατά πάσα πιθανότητα θα πρέπει να ξεχάσω όλες τις χαρές της ζωής.

»Όσο με πλησιάζει ο θάνατος, νιώθω την ίδια αμήχανη μετάβαση που βίωσα ως έφηβος σε μια κατασκήνωση, όταν ετοίμαζα με βαριά καρδιά τις βαλίτσες μου για να γυρίσω σπίτι μετά από ένα εξαίσιο καλοκαίρι. Δεν ξέρω τι με περιμένει όταν γυρίσω σπίτι, αλλά η ζωή μου ήταν πάντως μια εξαίσια εμπειρία. Είχα μια οικογένεια γεμάτη αγάπη, μια πολύ καλή δουλειά, συνάντησα σαγηνευτικές προσωπικότητες και έζησα φοβερά γεγονότα σε όλο τον κόσμο. Ήταν μια ζωή που είχε αρκετή διασκέδαση και γέλιο. Απλά θα ήθελα να κάτσω εδώ λιγάκι ακόμη».

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι