Ρομά: Ανάμεσα στον ρατσισμό και την παραβατικότητα
15/12/2022Δεν αμφιβάλλει κανείς, νομίζω, ότι η οικογένεια (η μικρή κοινωνία ανθρώπων που περιβάλλει ένα παιδί από τη γέννησή του) ”σφραγίζει” τον τρόπο επικοινωνίας του με τους άλλους και βάζει τις βάσεις για την γνωστική και κοινωνική του ανάπτυξη. Προπάντων, όμως, για την αγωγή του, η οποία διαμορφώνει τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του. Αυτό ισχύει κατά κανόνα για κάθε παιδί και για τα παιδιά Ρομά.
Στην ολοκλήρωση της προσωπικότητας του παιδιού, στην πολύπλευρη καλλιέργειά του που θα το βοηθήσει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής, ασκούν επιρροή -πέρα απ’ την οικογένεια- και το σχολείο (μέσω της παιδείας που του παρέχουν τα σχολικά προγράμματα). Συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία εξέλιξής του έχουν, επίσης, τα ΜΜΕ, η Εκκλησία, η Πολιτεία και το εν γένει περιβάλλον όπου ζει και αναπτύσσεται το παιδί. Όταν κάτι από αυτά ή μέρος αυτών ασκεί αρνητική επιρροή στην πορεία ανάπτυξης και διαπαιδαγώγησής του, τότε ανακόπτεται η ομαλή διαδικασία (που σκοπό έχει να δημιουργήσει έναν πολυδιάστατο και ισορροπημένο άνθρωπο) και στη θέση αυτής εκδηλώνεται η ροπή προς την παρανομία και το έγκλημα.
Όταν φτάσει σ’ αυτό το επίπεδο το παιδί, δεν αρκούν ούτε οι οικογενειακές νουθετήσεις ούτε τα κηρύγματα της Εκκλησίας ούτε η σύμπραξη ψυχολόγων και ψυχιάτρων με παρέμβαση της οικογένειας (αν και η συμβολή των τελευταίων μπορεί να αποβεί θετική ως προς τα αποτελέσματά της, με την προϋπόθεση να είναι έγκαιρη και να μην προσκρούει στις προκαταλήψεις και τα στερεότυπα του συγγενικού περιβάλλοντος του παιδιού. Με τα δεδομένα αυτά, το ξεστράτισμά του, η παραβατική δηλαδή συμπεριφορά του, δείχνει να είναι ”φυσιολογική” συνέπεια της μέχρι τότε ζωής του, πολύ περισσότερο όταν έχει μεγαλώσει σε οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον βίας που του ανοίγει τον δρόμο για την παρανομία και το έγκλημα.
Κάλλιον το προλαμβάνειν
Με αφορμή μια σειρά ειδεχθών εγκλημάτων, τα οποία κορυφώθηκαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας συγκλονίζοντας την κοινή γνώμη, ακούω να αποδίδεται σε ευρεία κλίμακα -ως κύρια αιτία έξαρσης της εγκληματικότητας- η κοινή ή ατελής αστυνόμευση στα μεγάλα αστικά κέντρα με επίκεντρο την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη.
Ακούω, επίσης, ότι υπάρχει διάχυτη εντύπωση πως η έξαρση αυτή μπορεί να περιοριστεί με καλύτερα μέτρα φύλαξης, με πιο αυστηρές ποινές και αποτελεσματικότερη λειτουργία των μηχανισμών καταστολής. ”Αποτελεσματικότητα”, όμως, όχι σαν αυτή που επιδείξαμε τελευταία στην περίπτωση του 16χρονου Ρομά, ο οποίος δέχθηκε σφαίρα στο κεφάλι από αστυνομικό όταν διέφυγε χωρίς να πληρώσει τα καύσιμα σε βενζινάδικο της περιοχής Μοναστηρίου στη Θεσσαλονίκη…
Είναι λάθος να επενδύουμε κυρίαρχα και αποκλειστικά στους μηχανισμούς αστυνομικής βίας και καταστολής (τους οποίους δεν αποκλείω σε ακραίες περιπτώσεις) ξεχνώντας ότι ”κάλλιον το προλαμβάνειν ή το θεραπεύειν”, όπως είπε ο πατέρας της Ιατρικής Ιπποκράτης (5ος-4ος αι π Χ). Και το ”προλαμβάνειν”, εν προκειμένω, είναι η Εκπαίδευση και η κοινωνική μέριμνα του κράτους για τους περιθωριοποιημένους πολίτες του, όπως οι Ρομά της Ελλάδας.
Οι γενικεύσεις και οι ετικέτες
Ότι είναι λάθος να ετικετάρουμε αποκλειστικά ως κύρια πηγή εγκληματικότητας το ”άβατο” της ”μαφίας των Ρομά”, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το όλο περιβάλλον ζωής τους δεν καλλιεργεί την ροπή προς την εγκληματικότητα. Η δυστυχία σε πολλές περιοχές εγκατάστασής τους διαιωνίζεται, κι ας συνυπάρχουν συχνά πολυτελείς κατοικίες και τρώγλες στον τόπο διαβίωσής τους (βλ. ”Τα παιδιά κανενός Θεού”, Δενδροπόταμος Θεσσαλονίκης). Για τον λόγο αυτό, οι σχέσεις των ”μπαλαμών” με τους Ρομά μετατρέπονται εύκολα απ’ τη δεκαετία του ’50 και εντεύθεν σε πεδία πετροπόλεμου, τα οποία διαχωρίζουν τις γειτονιές τους από εκείνες των ντόπιων και των παλιννοστούντων Ποντίων της πρώην ΕΣΣΔ (δεκαετία ’90).
Ωστόσο, όπως προείπα, δε είναι ”οι γειτονιές των γύφτων” αποκλειστικά εστίες εγκληματικότητας, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν προωθούν μόνο αυτοί (κι αυτό όχι στην ολότητά τους, γιατί υπάρχουν και φιλήσυχοι που εργάζονται ως γυρολόγοι, σε λαϊκές αγορές κλπ) το άναρχο, ανυπότακτο και παραβατικό ”μοντέλο” ζωής.
Δεν είναι μόνο αυτοί (οι αμαθείς ή ημιμαθείς ”φτωχούληδες του Θεού”) αντικοινωνικοί και επιθετικοί, επιρρεπείς στην κατολίσθηση των παραδοσιακών αξιών και τη διαφθορά του ήθους. Την εγκληματικότητα τη συναντάμε και σε ”καλές γειτονιές” πλούσιων και μορφωμένων Ελλήνων. Ελλήνων, που κρύβουν στις βίλες τους ενόχους οικονομικών σκανδάλων και δράστες κακοποιητικών και τρομοκρατικών ενεργειών (βλ. ανθρωποκτονίες, εγκλήματα της ”Σέχτας Επαναστατών” και της 17 Ν, παραβατικότητα κουκουλοφόρων, αντιεξουσιαστών και αναρχικών με μόνιμο στόχο τους αστυνομικούς-φύλακες).
Κοινωνικά προβλήματα και πολιτική
Άρα, ναι μεν οι κοινωνίες των Ρομά είναι μόνιμα επαναστατημένες και παραβατικές, αλλά δεν είναι μόνο αυτές που φοβίζουν και κάνουν τους υπόλοιπους των περιοχών εγκατάστασής τους να αισθάνονται ανασφαλείς (βλ. Εξάρχεια κλπ). Ως εκ τούτου, με αφορμή το τελευταίο τραγικό συμβάν με παραβάτη και θύμα τον 16χρονο Ρομά, καλό είναι η Πολιτεία να αναπροσαρμόσει την πολιτική της για την εγκληματικότητα και να δείξει διαρκές και ουσιαστικό ενδιαφέρον για τους Έλληνες αθίγγανους ενσωματώνοντάς τους δια της εκπαίδευσης στην ελληνική κοινωνία.
Καλό είναι να μην περιορίζεται δηλαδή μόνο (κι αυτό ευκαιριακά) σε ευρύτατης κλίμακας εκκαθαρίσεις στις τσιγγάνικες γειτονιές (όπου διακινούνται ναρκωτικά, όπλα και είναι καθημερινότητα η εγκληματική δράση), αλλά να κοιτάξει να σώσει τα τσιγγανόπαιδα, πριν να είναι αργά. Να τα εντάξει απ’ την τρυφερή ηλικία στο μαθητικό δυναμικό των σχολείων της και να τα βοηθήσει να ενταχθούν αργότερα στην κοινωνία, χωρίς το άχθος των ρατσιστικών στερεοτύπων που τα βαρύνουν από τη γέννησή τους και τα κάνουν να βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα παραβατικότητας.
Γιατί, αν συνεχίσει το ελληνικό κράτος να κλείνει τα μάτια και να συναινεί σιωπηλά στον άθλιο τρόπο ζωής των τσιγγάνων (με διαλείμματα για την αποκατάσταση των προβλημάτων τους κατά τις προεκλογικές μόνο περιόδους), τότε θα φέρει αποκλειστικά την ευθύνη για την… ”εκπαίδευσή” τους στην παραβατικότητα και την περιθωριοποίηση, οι οποίες θα τους στερούν μόνιμα τη δυνατότητα κοινωνικής ένταξης καθιστώντας απαγορευτικά γι’ αυτούς τα όνειρα και τις φιλοδοξίες…