Σουηδέζα 1,75m χωρίς τακούνια με ρετσινάτα μάτια…
02/12/2022Στη Σουηδία έφτασα μ’ ένα μελί Sunbeam, με εγγλέζικες πινακίδες, αρχές Δεκεμβρίου του 1973 και έμεινα ως τον Μάιο του 1986, δηλαδή δωδεκάμισι χρόνια! Ήταν, από κάθε άποψη, τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου, μέχρι σήμερα! Τότε, η Σουηδία ήταν στα πολύ πάνω της, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά! Προφανώς έζησα πάμπολλα περιστατικά, τα οποία απήλαυσα ποικιλοτρόπως!
Η κορυφαία απόλαυσή μου ήταν το γέλιο -και λέγε εσύ, καημένε κουλτουριάρη, “ο πνευματώδης αστεϊσμός”. (Άσε ρε! «Το γέλιο είναι υποκινητής της αμφιβολίας και απελευθέρωση από το φόβο του Διαβόλου», λέει ο Umberto Eco, στο “Ρόδο”). Επειδή, δε, έτυχε να τακιμιάσω με κάποιους “γελαστούς” ανθρώπους εκεί, Σουηδούς τε και Έλληνας, το “γλυκό” έδεσε μερακλαντάν! Αυτά τα ολίγα, σαν μία εισαγωγή για τη σημερινή ιστορία, αλλά και για τις άλλες που θα ακολουθήσουν σιγά-σιγά, ανάλογα με τα κέφια και τα χουνέρια της …προσωπικής μου μνήμης!
Νίκωφ, ο πολυπράγμων, με εκτόπισμα 110 κιλά!
Δίπλα στον Κεντρικό Σιδηροδρομικό Σταθμό της Στοκχόλμης, υπήρχε ένα “καφέ” με πολυεθνικό κοινό πελατών, αλλά με σαφώς ελληνική απόχρωση. Σύχναζαν διάφοροι τύποι, από “βαρεμένους”, έως και… φλερτάροντες προσεκτικά με την παρανομία! (γιατί η σουηδική αστυνομία δεν αστειεύεται, σαν τη δική μας, που δεν ασχολείται καν’ μ’ αυτούς που έφαγαν τον ξεσκεπαστικό Καραϊβάζ!).
Πήγαινα εκεί, αραιά και πού, 2-3 φορές το χρόνο! Εκεί γνώρισα και τον Νίκωφ, έναν τριανταπεντάρη, 110 χιλιόγραμμων, με κοκκινότριχη ρωσο-ιρλανδική φάτσα και μεγάλα μουστάκια! Του ήρεσαν οι ιστορίες μου απ’ τη Θεσσαλονίκη κι έτσι ερχόταν στο τραπεζάκι μου. Μία φορά, μου πέταξε άσχετα, την ατάκα:« Εγώ, Πάνο, δύο πράγματα δε δανείζω ποτέ στη ζωή μου. Νυχοκόπτη και εφημερίδα…».
Δεν κατάλαβα γιατί το είπε, αλλά εννόησα ότι έπεσα σε χρυσοφόρο φλέβα παρωδίας! Και κάποια μέρα, με κάλεσε να πάω (το επόμενο Σαββάτο) στη “Dalasanda”, το μέρος που δούλευε. Μου είπε ότι θα με κερνούσε φαγητό και μετά θα με κατέβαζε στη ντίσκο, όπου από καμάκι, γινόταν το έλα να δεις και το σήκω να φύγεις… Και μετέβην τρέχων, αλλ’ ουχί ασθμαίνων!
Χώρος αισθήσεων και ανείπωτων παραισθήσεων…
Δεκαεφτά χιλιόμετρα ΒΑ της Στοκχόλμης, στην κώμη Jakobsberg, υπήρχε η “Dalasanda”, ένα παλιό κέντρο διασκέδασης (krog), με εστιατόριο στο ισόγειο και ντίσκο στο υπόγειο. Τις Παρασκευές και κυρίως τα Σάββατα, ήταν τίγκα από κόσμο. Ο Νίκωφ, ήταν “στέλεχος” της “Dalasanda”, αφού τα καθήκοντά του ήταν: ντράμερ της ορχήστρας που έπαιζε σουηδικές σαχλαμάρες στο εστιατόριο, φρουρός για άτακτους και μέθυσους πελάτες, ωσαύτως εραστής και προστάτης, της ιδιοκτήτριας του κέντρου, της ευτραφούς και αεί μελανοχίτωνος πεντηκοντούτιδος, της Σίβας. Ο Νίκωφ δε φοβόταν τίποτ’ άλλο, εκτός από τα φαντάσματα.
Κάποια νύχτα, όταν άκουσε φασαρία στο υπόγειο, έτρεξε να πιάσει τους κλέφτες που στόχο είχαν τον κουλοχέρη της ντίσκο! Έτσι βρέθηκε μπροστά σε τρία “φαντάσματα”, δηλαδή τρεις εισβολείς, που ήξεραν το κουσούρι του με τα ξωτικά και μπήκαν, ο καθένας μ’ ένα φακό αναμμένο λίγο πιο κάτω από το πηγούνι και με κατεύθυνση της δέσμης του φωτός προς τα πάνω, κάτι που μέσα στο σκοτάδι (και με την ανάλογη γκριμάτσα) έδειχνε σα …φάντασμα!
Αυτός τρέμοντας φώναξε την Σίβα, η οποία κατέβηκε, άναψε το φως κι όταν ο Νίκωφ είδε τι ήταν τα φαντάσματα, τους τσάκισε στο ξύλο -πού σε πονεί και πού σε καρατομεί-, ήρθε η αστυνομία και τους μάζεψε, μάλιστα ευχαρίστησε τον Νίκωφ! Κρατούσε πάντα μία μαύρη τσάντα και διέδιδε ότι είχε όπλα, για την προστασία του. Κανένας δεν είχε δει το περιεχόμενό της. Ήταν πασίγνωστος στην ευρύτερη περιοχή και η …λαϊκή μούσα τον έκανε χασαποσέρβικο! Ένα στιχάκι έλεγε: «Έχει τη Σίβα γκόμενα, που ‘χει τη Dalasanda, χειροβομβίδες κουβαλάει σε μία μαύρη τσάντα».
Στο ημίωρο διάλειμμα της ορχήστρας, ανέβαινε με τη στενή του παρέα στην ευρύχωρη σοφίτα κι εκεί συνέβαιναν απίστευτα πράγματα, που είχα την μεγάλη τύχη να απολαύσω, την πρώτη-πρώτη κιόλας βραδιά που βρέθηκα εκεί. Λοιπόν, άνοιξε μία μεταλλική ταμπακιέρα κι έβγαλε ένα στριμμένο τρίφυλλο τσιγάρο με μαύρο χασίσι “αφγάνι” (εξ Αφγανιστάν) κι άρχισε να φουμέρνει με μουγκρητά! Μετά από πεντέξι βαθιές ρουφηξιές …διέταξε τον Γ.Ζ.(+) της παρέας, να διηγηθεί την πρόσφατη ερωτική του ιστορία με μία Σουηδέζα! Ταυτόχρονα, απαίτησε απόλυτη σιγή, διέταξε να χαμηλώσει το φως και ρώτησε χαμογελώντας «Μπορώ να κάνω ένα παιχνιδάκι;»
Κι αμέσως, χωρίς απάντηση, άρχισε να αυνανίζεται, φόρα παρτίδα στο μεικτό κοινό, ακούγοντας τη λάγνα ιστορία, κάνοντας μάλιστα και σχόλια με τη στεντόρεια φωνή του, σχόλια του τύπου: «Μπράβο! Δείξ’ της πώς πολεμάνε οι Έλληνες!», «Μην την αφήνεις να πάρει ανάσα!» «Δος της να καταλάβει τι θα πει ελληνικό ντουφέκι!» και άλλα… (Τις λεπτομέρειες της ιστορίας, επιβεβαίωσα πριν 2-3 εβδομάδες, από τον Θ.Α. που ήταν παρών εκείνο το βράδυ, έχει μνήμη ελέφαντα και τώρα ζει στο Αίγιο…).
Ντίσκο, με νύμφες θεόκορμες, σουηδικής πατέντας!
Κατεβήκαμε από τη σοφίτα, μου έδωσε ένα ποτήρι με χερούλι και με μισό λίτρο μπίρα και μου ‘δειξε πώς να πάω στη ντίσκο… Η πίστα ήταν γεμάτη με ζευγάρια, αλλά και μοναχικούς χορευτές! Τα περισσότερα κορίτσια χόρευαν με την τσάντα περασμένη διαγώνια απ’ τον ώμο, για να μην κάνει φτερά. Κάποια άτομα χόρευαν με την μπίρα στο χέρι, μπας και τους τη ρουφήξει κάνας άφραγκος! Φυσικά, όλοι ήταν πιωμένοι ξέχειλα! Η “Dalasanda” είχε φήμη, γιατί εκεί την πρόταση για χορό την έκαναν τα κορίτσια! Τα αγόρια “εκδικιόντουσαν”, με το να προφασίζονται δυσκολίες, αλλά στο τέλος …τραβάτε με (φέσι…) κι ας κλαίω!
Ήταν ωραία στημένο το παιχνιδάκι και μοι ήρεσεν! Είχα μάλιστα ξεχωρίσει κάποια Σουηδέζα, κάπου 1,75 χωρίς τακούνια, με ρετσινάτα ματάκια και ηλικίας 22-24 καρατίων! Φαινόταν έτοιμη για άμεση …κατανάλωση! Τριγύριζε κι έκοβε φάτσες, σα να ‘ψαχνε κάναν ξεμέθυστον, για χορό. Όμως η ίδια, άμα περπατούσε, έκανε οχτάρια… Γι’ αυτό, όταν κατέβηκε ο Νίκοφ για να δει πώς περνάω, του την έδειξα κι αμέσως την ονόμασα “ο καπετάν τρικυμίας” λόγω του λικνιστικού, ένεκα το αλκοόλ, βαδίσματός της.
Ο Νίκωφ μου είπε ότι τη γνωρίζει, τη λένε Agneta, είναι απ’ τα ήσυχα κορίτσια, χωρίς τσακωμούς από το ποτό, πάντα ευχάριστη και επίσης ότι είναι υπεύθυνη στο τμήμα νεότητας της κοινότητας Jakobsberg. Το ρίχνει έξω, μόνο τα Σάββατα! Φεύγοντας από μένα ο Νίκοφ, την πλησίασε και δείχνοντάς με, της είπε κάτι στο αφτί. Αυτή ήρθε μπροστά μου, είπε «Hej» και συμπλήρωσε «Ο Νίκωφ μου είπε ότι λες ωραίες ιστορίες». «Κάτσε» της είπα κι έκατσε δίπλα, με ύφος …αγωνίας. Μετά τις βασικές συστάσεις, άρχισα να της διηγούμαι την ιστορία «Το πετρωμένο φυγείν αδύνατον», που σας έχω ήδη διηγηθεί, εδώ στο Slpress!
Άκουγε με το στόμα ανοιχτό, αφού φαίνεται ότι ποτέ δεν είχε ξανακούσει τέτοιου είδους αφήγηση! Φύγαμε τελευταίοι από τη “Dalasanda”, ευχαριστώντας αμφότεροι τον Νίκωφ για την γνωριμία μας.
Και βόλτα στο δρόμο, που είχαν στέκι οι πόρνες
Έτσι ξεκίνησε ένα ωραίο ανοιξιάτικο νταραβέρι με την Αgneta, το οποίο με ευχαριστούσε περισσότερο σα συναναστροφή, αλλά δεν περιφρονούσα και τα αποδέλοιπα! Την έβλεπα ή Τετάρτη και Σάββατο ή Πέμπτη και Κυριακή! Το κορίτσι δεν είχε απαίτηση για κάτι “κλειστό”, την ευχαριστούσε να βλεπόμαστε και το απολαμβάναμε τρυφερά. Εγώ, ήμουν πάντα ενάντια στις κολλητές σχέσεις, γιατί με κάνουν καχύποπτο και (θάττον ή βράδιον) οδηγούν στην πλήξη και στα ψέματα. (Ο γάμος, πάντως, είναι ιερός…). Και με αηδιάζει να συστήνει ο εις τον έτερον ως “σύντροφο”, γι’ αυτό από μέσα μου το μεταφράζω πάντα ως “το βαρίδι μου” (Δε μπορούν να πουν “αγαπημένος -η”;).
Αν και κάπως εσωστρεφής, η Αgneta, της άρεσαν τα αστεία με ανθρώπους, ακόμα κι αν ήταν λίγο τραβηγμένα. Όπως, για παράδειγμα, όταν ένα βράδυ που βγαίνοντας στις 22:30 από κινηματογράφο στο κέντρο της Στοκχόλμης, της πρότεινα να περάσουμε από τον δρόμο Malmskillnadsgatan, εκεί που τότε έκαναν πεζοδρόμιο τα άγια κορίτσια που εκδίδονταν. Πήγαμε λοιπόν χεράκι-χεράκι και περνάγαμε δίπλα απ’ τις στημένες Λαΐδες, ώσπου μία απ’ αυτές ρώτησε την Αgneta: «Εσύ καινούργια είσαι;» Κι εγώ αγκαλιάζοντας την Αgneta, γύρισα και της είπα χαμογελαστά: «Είναι καινούργια και ντρέπεται, γι’ αυτό της κάνω τον ξεναγό…». Πολύ γελάσαμε και ιδιαίτερα η Αgneta που ήταν άπειρη σε τέτοια καλαμπούρια, σε σχέση με μένα τον αδίστακτο και αλητήριο…
“Ο πειρασμός του Γιαννόπουλου”…
Μετά από δύο-τρεις μήνες γνωριμίας, μου είπαν τα …ρετσινάτα ματάκια ότι το επόμενο Σάββατο, μας καλούσε η μητέρα της στο εξοχικό σπίτι τους, το οποίο βρισκόταν σ’ ένα δασάκι ενός μικρού νησιού, από τα πάμπολλα που αποτελούν την ευγενική οικογένεια των νησιών του Αρχιπελάγους της Στοκχόλμης. Συμπλήρωσε δε, ότι η πρόταση είναι να φάμε βραδινό, να κοιμηθούμε, να πάρουμε το πρωί της Κυριακής πρόγευμα με καφέ και μετά να φύγουμε, όπως φυσικά θα έκαναν και οι γονείς της!
Την έκπληξη την άφησε στο τέλος! Ότι δηλαδή η μαμά της θα μαγείρευε, για μένα, το εθνικό φαγητό της Σουηδίας στο οποίο ήταν σπεσιαλίστα και το οποίο ονομάζεται “Janssons frestelse”, δηλαδή “Ο πειρασμός του Γιαννόπουλου”. Φυσικά και ευχαρίστησα θετικά. Τα ελληνικά κωλόπαιδα της παρέας μου, λέγανε διάφορα ζηλιάρικα, του τύπου «Ρε μαλάκα σε πάνε για σώγαμπρο… Αυτή ρε θα σε βάλει σε αμερικλάνικο καλαπόδι…».
Το ραντεβού ορίστηκε ώρα 19:00, τη συνήθη ώρα του δείπνου των Σουηδών. Εγώ, από το όνομα του εδέσματος, σκέφτηκα αμέσως το δικό μας “Ιμάμ μπαϊλντί” (λιπόθυμος ιμάμης) κι έτσι για μεσημεριανό έφαγα μία σαλατούλα! Οπότε στις 18:00 που πήγα και πήρα το κορίτσι, ήδη πεινούσα! Στο νησάκι περάσαμε φορτώνοντας εύκολα το αυτοκίνητο πάνω σε μία πλωτή ορθογώνια σχεδία, η οποία λειτουργούσε αυτόματα με κουμπιά και καθοδηγούνταν από δύο χοντρά σιδερένια καλώδια.
Έκανα τον παππού μου, εισαγωγέα πιπεριού…
Φτάνοντας, συνάντησα μία πολύ αλέγρα μαμά κι έναν γλυκό μπαμπά, σε στυλ αμίλητου Max von Sydow. Στο φούρνο ήταν ένα ταψί γυάλινο με μπεσαμέλ από πάνω, του οποίου η μυρωδιά μού αύξησε την πείνα… Το δείπνο αποτελούνταν από το “Janssons frestelse”, ένα πιάτο με βραστές πατάτες ξεφλουδισμένες, σκέτες και καμιά δεκάρια μαρουλόφυλλα -κι αυτά σκέτα. Κρασί άνοιξαν, αυτό που τους πήγα. Τα συστατικά του εθνικού φαγητού, απ’ ό,τι πληροφορήθηκα, ήταν μία χαρά κι απ’ αυτά που συνηθίζω να τρώω, όμως οι πολλές (και γλυκές με ζάχαρη) αντζούγιες το έκαναν απαίσιο, για τη δική μου γεύση…
Σημειώστε, ότι είμαι άνθρωπος που τρώω τα πάντα και δεν έχω καμία απολύτως ιδιοτροπία. Μόλις όμως έβαλα την πρώτη μπουκιά στο στόμα, νόμιζα ότι μασούσα σκουληκαντέρα… Έπινα και κρασάκι ταυτόχρονα και το μυαλό μου δούλευε με όσες στροφές είχε, ώστε να βρω λύση στο γευστικό …δράμα μου! (Να έλεγα ότι δε μου αρέσει, δεν υπήρχε περίπτωση, γιατί θα τους χάλαγα την ωραία λαχτάρα τους). Τελικά, βρήκα τη λύση. Ρώτησα, λοιπόν, αν υπάρχει χοντρό πιπέρι στο σπίτι και μου έφεραν αμέσως έναν μεγάλο ξύλινο μύλο. Άρχισα να τρίβω το πιπέρι πάνω στην μπεσαμέλ, τόσο, που έγινε μαύρη…
Η χαρωπή μαμά με ρώτησε γιατί βάζω τόσο πιπέρι κι εγώ παίρνοντας όσο μπορούσα αυτοκρατορικό ύφος, τους είπα ότι ο παππούς μου ήταν γενικός εισαγωγέας πιπεριού στην Ελλάδα για πολλά χρόνια και έχουμε συνηθίσει να καταναλώνουμε πολύ πιπέρι! Άλλωστε είναι και καλό για την υγεία. Κι επειδή το φάγανε το παραμύθι (ακριβώς όπως ό λαός μας τρώει τα παραμύθια ΟΛΩΝ των πολιτικών), προχώρησα και τους είπα «φανταστείτε ότι και στον καφέ μας βάζουμε πιπέρι…».
Ωραία πέρασε το βράδυ, κοιμηθήκαμε στο παιδικό δωμάτιο της Agnetaς, με διπλό κρεβάτι φυσικά και το πρωί ξυπνήσαμε για να πάρουμε πρωινό έξω στο γρασίδι, ξυπόλυτοι. Στο τραπέζι ήταν όλα έτοιμα, ο καφές έσπαγε μύτη, όπως και τα φρεσκοψημένα ψωμάκια και δίπλα στην κούπα μου, ήταν ο μύλος του πιπεριού! Χωρίς να πει τίποτα, η αλέγρα μαμά, μου έδειξε το πιπέρι για να βάλω στον καφέ, όπως συνηθίζαμε στην οικογένεια… Δεν τα ‘χασα, ευτυχώς, και είπα ότι επειδή εγώ είμαι πλέον …κοσμοπολίτης, έχω σταματήσει από χρόνια να βάζω πιπέρι στον καφέ μου! Τελικά όλοι μείναμε ευχαριστημένοι από την επίσκεψη, τη φιλοξενία, τη φύση και τα 175 εκατοστά! Ευτυχώς, προσέξαμε και δε “μπουκώσαμε”, μένοντας με μέτρο στο “ηδύ”!
Υ.Γ. -1 (Για …αδημονούντες) Είχα αποφασίσει να μην κάνω διακοπές στην Ελλάδα με την Agneta, γιατί ήμουν βέβαιος ότι η “μαγεία” θα μαραινόταν από τη συνεχή συμβίωση, αντί για τις συναντήσεις δις της εβδομάδος! (Και εκτός από ένα σωρό άλλα πρακτικά μειονεκτήματα…). Με ξάφνιασε όταν με ρώτησε, μερικές μέρες πριν να φύγω: «Πλησίασα πολύ;». Δεν απάντησα κι από τότε έχω να τη δω!
(Λέω, να μην ξεπετάξτε την τελευταία κάρτα με τον “πυρήνα και την υπόσταση” του αφηγήματος)
Υ.Γ.-2 Σας αποχαιρετώ, με το άσμα των Σεφέρη – Θεοδωράκη “Ο ύπνος σε τύλιξε”, όπως το μετέφρασα στα σουηδικά, με την ελληνοσουηδική μαθητική μου χορωδία κι εμένα στο πιάνο.