Στο στόχαστρο εκκλησίες και χριστιανοί στην Τουρκία – Διεθνείς καταγγελίες
04/02/2021Υπήρξε σημαντική αύξηση των αναφερθεισών παραβιάσεων της θρησκευτικής ελευθερίας στην Τουρκία το 2020, ενώ οι αρχές δείχνουν απροθυμία να εξετάσουν υποθέσεις στις οποίες θύματα είναι χριστιανοί, αλλά και πράξεις κατά εκκλησιών. Αυτό προκύπτει από την έρευνα του International Christian Concern (ICC) που εδρεύει στην Ουάσιγκτον.
Τον περασμένο Απρίλιο, η αμερικανική Επιτροπή για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία (USCIRF) είχε δημοσιεύσει την ετήσια έκθεσή της συστήνοντας στην κυβέρνηση των ΗΠΑ να συμπεριλάβει την Τουρκία στον “Ειδικό κατάλογο παρακολούθησης” του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για «εμπλοκή ή ανοχή σε σοβαρές παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας». Αυτό χαρακτηρίζει την Τουρκία ως τη μόνη χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ με τέτοιο παραβατικό ρεκόρ σχετικά με την ελευθερία θρησκείας ή πεποιθήσεων.
Η εν λόγω αμερικανική Επιτροπή ιδρύθηκε το 1998 και σε έκθεσή της το 2009 συνέστησε για πρώτη φορά την προσθήκη της Τουρκίας στη λίστα παρακολούθησης μαζί με δέκα άλλες χώρες. Τρία χρόνια αργότερα, υποβάθμισε την Τουρκία, χαρακτηρίζοντάς την «χώρα ιδιαίτερης ανησυχίας» μια κατηγορία που προορίζεται για τους κορυφαίους παραβάτες θρησκευτικών ελευθεριών παγκοσμίως, εκεί δηλαδή που οι παραβιάσεις είναι «συστηματικές, συνεχιζόμενες και διαβόητες».
Οι κυβερνητικοί κανονισμοί στην Τουρκία εμποδίζουν την πρόσβαση χριστιανών σε εκκλησίες, τα δε κτίρια θεωρούνται πηγή εισοδήματος, ενώ ορισμένα έχουν μετατραπεί σε τζαμιά, αναφέρει η International Christian Concern (ICC) σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στον ιστότοπό του. Τον περασμένο Ιούλιο, η Τουρκία μετέτρεψε την Αγία Σοφία, μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς, σε μουσουλμανικό τέμενος.
Έξαρση παραβιάσεων θρησκευτικής ελευθερίας
Εκείνη η πράξη είχε προκαλέσει παγκόσμια αίσθηση και αντιδράσεις, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο με άλλες εκκλησίες. Το τουρκικό κράτος κινείται αθόρυβα αλλάζοντας χρήση σε άλλες εκκλησίες και ιστορικά χριστιανικά ιδρύματα. Μετά τις εργασίες αποκατάστασης, η εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ στην Τραπεζούντα θα μετατραπεί σε μουσείο. Η αρμενική Εκκλησία του Αγίου Τορού στην Κιουτάχεια καταστράφηκε, ενώ η αρμενική Εκκλησία της Αγίας Τριάδας στο Ικόνιο θα μετατραπεί σε κέντρο τεχνών.
Εν τω μεταξύ, δικαστικές υποθέσεις σχετικές με εγκλήματα και βιαιοπραγίες κατά μελών της χριστιανικής μειονότητας έχουν μπει στο ράφι. Ταυτόχρονα, μέλη θρησκευτικών μειονοτήτων υφίστανται διώξεις με κατασκευασμένες κατηγορίες. Ο Ασσύριος μοναχός Σέφερ Μπιλετζέν δικάζεται με την κατηγορία της υποστήριξης της τρομοκρατίας, επειδή έδωσε ψωμί σε μέλος του PKK! Η δίκη του καθυστερεί με τον ίδιο να παραμένει προφυλακισμένος για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Μπιλετζέν αντιμετωπίζει φυλάκιση μεταξύ δύο και 15 ετών, εάν κριθεί ένοχος.
Στην υπόθεση της εξαφάνισης ενός ηλικιωμένου ζευγαριού Ασσυρρίων Χριστιανών του Χουρμούζ και της Σιμόνι Ντιρίλ, δεν έχει γίνει σοβαρή έρευνα από τις τουρκικές αρχές για τον εντοπισμό των ενόχων. Το ζευγάρι, που κατοικούσε στο μοναδικό χριστιανικό χωριό της πόλης Μπεϊτουσεμπάπ, Κονβακάγια , εξαφανίστηκε στις 7 Ιανουαρίου 2020. Οι τουρκικές αρχές ξεκίνησαν μια υποτονική αναζήτηση και μετά από δύο μήνες, στις 20 Μαρτίου 2020, βρέθηκε το διαμελισμένο σώμα της γηραιάς γυναίκας. Παραμένει ακόμη άγνωστη η τύχη του άντρα της.
Στο στόχαστρο χριστιανοί και εκκλησίες
Στην ετήσια έκθεση, η αμερικανική Επιτροπή για τη Διεθνή Θρησκευτική Ελευθερία τόνισε την ανάγκη το Στέιτ Ντιπάρτμεντ να παρακολουθεί τις προσπάθειες των θρησκευτικών μειονοτικών κοινοτήτων για «άνοιγμα, ανάκτηση, ανακαίνιση και προστασία χώρων λατρείας και άλλων θρησκευτικών τόπων πνευματικής, πολιτιστικής ή ιστορικής σημασίας».
Η Επιτροπή δίνει έμφαση στις προσπάθειες των τουρκικών αρχών από το 2015 να οικειοποιηθούν, ή να καταστρέψουν χριστιανικούς ναούς και χριστιανικές περιουσίες στις ανατολικές επαρχίες της χώρας. Παράδειγμα αποτελεί η αποκατεστημένη εκκλησία Σουρπ Γκιράγκος στο Ντιγιαρμπακίρ, η μεγαλύτερη αρμενική Εκκλησία στη Μέση Ανατολή. Καταστράφηκε και βεβηλώθηκε κατά τη διάρκεια συγκρούσεων μεταξύ των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας και μαχητών του PKK.
Εκτός από τα προαναφερθέντα έχουν καταγραφεί τα εξής:
- Οι συχνές ανασκαφές από κυνηγούς θησαυρών οδήγησαν στην κατάρρευση του μοναδικού επιζώντος παρεκκλησιού της Μονής Αγίου Δημητρίου στην επαρχία Μπαλίκεσιρ που είχε μείνει όρθιο.
- Λεηλατήθηκε η Εκκλησία της Αγίας Γιάν στην επαρχία της Προύσας, παρά το γεγονός ότι είχε κηρυχθεί διατηρητέα.
- Η Εκκλησία της Παναγίας στο Γερμασό υπέστη ζημιές από οργανωμένο πάρτι μπάρμπεκιου στην επαρχία Σανλιούρφα.
- Η αρμενική Εκκλησία στην Προύσα είναι προς πώληση προς 800.000 δολάρια, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε περιοχή που θεωρείται ιδιαίτερης ιστορικής κληρονομιάς.
- Σε πρόσφατη επίσκεψη σε τζαμί ο Ερντογάν ευχήθηκε στη χώρα μια ευλογημένη Παρασκευή, κοινοποιώντας μια εικόνα αρμενικού καθεδρικού ναού που μετατράπηκε σε τζαμί.
Από το κεμαλικό κράτος στο νεοοθωμανισμό
Στις 18 Ιανουαρίου, το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών δημοσίευσε μια δήλωση που προκάλεσε ανησυχία στις θρησκευτικές μειονότητες της Τουρκίας. Η δήλωση, που περιείχε και επίθεση εναντίον του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, περιέγραψε το Ισλάμ ως «θρησκεία μας». Η φράση αυτή έχει τη σημασία της, επειδή το Σύνταγμα της Τουρκίας είναι απολύτως σαφές όσον αφορά στον κοσμικό χαρακτήρα.
Η έννοια της κοσμικότητας (Λαϊκλίκ στα τουρκικά) υπάρχει στο 2ο άρθρο του τουρκικού Συντάγματος από τις 5 Φεβρουαρίου 1937. Το ισχύον Σύνταγμα του 1982 δεν αναγνωρίζει καμία επίσημη θρησκεία. «Από όσο γνωρίζουμε, η Τουρκική Δημοκρατία δεν έχει επίσημη θρησκεία. Το κράτος είναι κοσμικό», έγραψε ο μελετητής διεθνών σχέσεων Ixσάν Νταγκί. «Η φράση “Η κρατική θρησκεία της Τουρκίας είναι Ισλάμ” αφαιρέθηκε (από το σύνταγμα) το 1928. Είναι δυνατόν να μην το γνωρίζουν;»
Υπεραφθονούν τα στοιχεία ότι οι Τούρκοι πολίτες που δεν είναι Σουνίτες υφίστανται διακρίσεις εδώ και δεκαετίες, μετά τις σφαγές 1913-1923, ακόμη και κατά τη διάρκεια της περιόδου Ατατούρκ. Μέχρι πρόσφατα, τα τουρκικά δελτία ταυτότητας ανέγραφαν εμφανώς τη θρησκευτική πίστη των κατόχων τους. Προς το παρόν, η κατηγορία παραμένει σε μια βάση δεδομένων, αλλά οι πληροφορίες δεν είναι ορατές στις ταυτότητες.
Εκτός κρατικών μηχανισμών οι μη μουσουλμάνοι
Η Τουρκία έχει από καιρό εφαρμόσει μια ανεπίσημη πολιτική θρησκευτικού-εθνοτικού απαρτχάιντ, σύμφωνα με το οποίο καταγράφονται μη μουσουλμανικές ομάδες και εμποδίζονται να αποκτήσουν θέσεις στους κρατικούς μηχανισμούς. Σύμφωνα με τον Ορχάν Κεμάλ Τζενγκίζ, το τουρκικό κράτος χρησιμοποιεί “κωδικούς καταγωγής” από την ίδρυσή του το 1923 για να εντοπίσει σε ποια εθνοτική ομάδα ανήκουν οι μη-σουνίτες: 1 για Έλληνες, 2 Αρμενίους, 3 Εβραίους, 4 Ασσυρίους και 5 για άλλες μη μουσουλμανικές ομάδες.
Ο Τζενγκίζ έγραψε το 2013 ότι «Αυτό είναι μια πρακτική που ορισμένοι υποπτεύονται ότι υπάρχει, αλλά δεν μπορούσαν να αποδείξουν. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει κανένας μη μουσουλμάνος στις τουρκικές στρατιωτικές υπηρεσίες ή υπηρεσίες ασφαλείας σήμερα. Η Τουρκία δεν είχε Εβραίο συνταγματάρχη, αξιωματικό αστυνομίας ελληνικής καταγωγής ή δικαστή Αρμένιο. Φαίνεται ότι η εμπιστευτική κωδικοποίηση της καταγωγής έχει χρησιμοποιηθεί για να διασφαλίσει ότι εάν οι μη μουσουλμάνοι αλλάξουν την ταυτότητά τους, εξακολουθούν να μπορούν να αποκλειστούν από τη δημόσια υπηρεσία».
Ο Δρ Τούγμπα Τανιερί Ερντεμίρ (Tanyeri Erdemir), ερευνητής του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ, δήλωσε ότι η Τουρκία «είχε πάντα μια ατελή κατανόηση της κοσμικότητας», αλλά από την άνοδο στην εξουσία του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), αυτό εντάθηκε και θεσμοθετήθηκε περαιτέρω. Είναι, μάλιστα, προφανές από τον τρόπο που το κράτος αντιμετωπίζει τους διαφορετικούς χώρους λατρείας.
Στο στόχαστρο και οι Αλεβίτες
Οι χώροι που ανήκουν σε θρησκευτικές μειονότητες, συμπεριλαμβανομένων των Αλεβιτών, των Χριστιανών και των Εβραίων, έχουν διαφορετική μεταχείριση από κρατικές υπηρεσίες. Για παράδειγμα, στο ιερό του Χατζή Μπεκτάς Μπελί, το οποίο λειτουργεί ως μουσείο από το 1964, οι επισκέπτες πρέπει να αγοράσουν ένα εισιτήριο για να επισκεφθούν το ιερό του αλεβίτη Αγίου, αλλά δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στο τζαμί του συγκροτήματος για καθημερινές προσευχές. Η λογική πίσω από τέτοιες πρακτικές διακρίσεων αντικατοπτρίζεται και στη ρητορική της κυβέρνησης.
Η θρησκευτική ανελευθερία εφαρμόζεται και κατά των Αλεβιτών, οι οποίοι αριθμούν 12-15 εκατομμύρια. Τα ιερά τους δεν θεωρούνται ως τέτοια από το καθεστώς Ερντογάν, ο οποίος τους κάλεσε να προσεύχονται σε σουνιτικά τεμένη. Επίσης οι προσπάθειες αποκλεισμού τους από την δημόσια διοίκηση σημαίνει ότι και αυτή η πρώην ακμάζουσα αστική μειονότητα σταδιακά περιθωριοποιείται από το καθεστώς.
«Έχουμε παρατηρήσει ότι οι παραβιάσεις της θρησκευτικής ελευθερίας στην Τουρκία αυξάνονται με την πάροδο των ετών», ανέφερε η Περιφερειακή Διευθύντρια του ICC για τη Μέση Ανατολή Κλερ Έβανς,. «Η ταχεία κλιμάκωση αυτών των παραβιάσεων τον τελευταίο καιρό είναι πολύ ανησυχητική και εξελίσσεται παράλληλα με συγκρίσιμες κλιμακώσεις σε χώρες όπου η Τουρκία έχει στρατιωτική παρουσία».