Τα αναχώματα για να σπάσει ο φαύλος κύκλος της σχολικής βίας
31/08/2024Ήταν δεν ήταν 25 ετών η νεαρή καθηγήτρια που είχε πρωτοδιοριστεί στο σχολείο μας εκείνη τη χρονιά. Έδειχνε πολύ ρομαντική, φορτωμένη με όνειρα και ιδέες. Ιδέες για έναν δικαιότερο κόσμο και ένα καλύτερο εκπαιδευτικό σύστημα…
– Αχ, καημένη, πού ζεις; Τι αθώα που είσαι…, της έλεγαν οι παλιοί συνάδελφοι κοιτώντας την λυπημένα. Όμως εκείνη, κεφάλι αγύριστο, ένιωθε τέτοια δύναμη μέσα της που ήταν αποφασισμένη να ανταποκριθεί στο διάγραμμα του καλού εκπαιδευτικού όπως το είχε χαράξει η Κατίνα Παπά πριν από χρόνια (βλ. ”Σ’ ένα Γυμνάσιο Θηλέων”):
«Ο καλός εκπαιδευτικός πρέπει να είναι φυσικός και ανυπόκριτος άνθρωπος, δίχως καμιά απολύτως πόζα, δίχως υποκριτικές γλύκες και δίχως επίδειξη εμβρίθειας. Να φέρνεται στα παιδιά όπως θα φερνόταν και στα δικά του, αν είχε, ή στους καλύτερους φίλους του: με στοργή, καλοσύνη και ευγένεια. Τότε γίνονται αμέσως και τα παιδιά καλά και ευγενικά και αφήνονται στα χέρια του έτσι όπως αφήνονται και στα χέρια της μητέρας τους ή της μεγαλύτερης αδελφής τους».
Με δεδομένα αυτά μπήκε στην τάξη η νεαρή καθηγήτρια και κάθισε στην ψηλή καρέκλα της έδρας. Στη σκέψη της ήταν κυρίαρχη η αποφασιστικότητά της να αλλάξει πολλά από τα κακώς κείμενα της Εκπαίδευσης στα όρια της αρμοδιότητάς της. ”Η πρώτη εντύπωση είναι το παν”, έλεγε μέσα της. Γι’ αυτό έβαλε τα δυνατά της να ανταποκριθεί απόλυτα στις προσδοκίες των μαθητών. Των μαθητών που την κοίταζαν με ανηλεή μάτια από την πρώτη κιόλας γνωριμία τους κάνοντάς την να τρέμει στην ιδέα ότι μπορεί να χάσει τα λόγια ή τον ειρμό των σκέψεών της. Και ήταν τόσο ωραία αυτά τα λόγια που είχε ετοιμάσει να τους πει: Για τη σημασία των γραμμάτων, της εργατικότητας και της αγάπης στην οικογένεια, το σχολείο και την κοινωνία. Για τη σημασία της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ίσων δικαιωμάτων και τη λύση των διαφορών με τον διάλογο κι όχι τη βία…
Η βία και τα “άνθη του κακού”
Τη βία που γεννούσε ασταμάτητα ”άνθη κακού” και γέμιζε, συν τω χρόνω, με αίσθημα ασφυξίας την ψυχή της όσο την αναγνώριζε και μέσα στους μαθητές της. Το αίμα ανεβοκατέβηκε έκτοτε στο κεφάλι της άπειρες φορές μέσα στα χρόνια που πέρασαν εδραιώνοντας την πικρή διαπίστωση της ύπαρξης μικρών ”συμμοριών” ανάγωγων ανηλίκων. Ανηλίκων οι οποίοι ασκούσαν ψυχική και σωματική κακοποίηση σε φιλήσυχους συμμαθητές τους (εκφοβισμός, ”bullying”) έχοντας μέσα τους, λόγω έλλειψης οικογενειακής και κοινωνικής αγωγής, την εκβιαστική διάθεση που κατέληγε στην άσκηση βίας. Έτσι έγινε και την ορμή της πρώτης της νιότης την αναχαίτισε στα χρόνια της ωριμότητας η πικρή εμπειρία του μυστικού πολέμου που διεξάγεται ανάμεσα στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές-θύτες οι οποίοι ασκούν βία μέσα και έξω απ’ το σχολικό περιβάλλον με ή χωρίς αιτία.
Τους μαθητές-θύτες των οποίων την επιθετικότητα αδυνατεί να διαχειριστεί (χωρίς παρέμβαση των Αρχών) η εκπαιδευτική κοινότητα και η κοινωνία. Κι αυτό γιατί η σχολική βία και επιθετικότητα αποτελεί πρόβλημα που δεν έχει να κάνει με τη δικαιοσύνη και τον κοινωνικό έλεγχο, αλλά με το επίπεδο εκπαίδευσης των οικογενειών των μαθητών, την αγωγή και τις διαπροσωπικές σχέσεις των μελών μεταξύ τους και με την κοινωνία στην οποία είναι ενταγμένα αυτά. Σχέσεις νοσηρές ενίοτε ή απλά προβληματικές που καταλήγουν να γίνουν νοσηρές αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα η εφηβική επιθετικότητα. Η επιθετικότητα που έχει θύματα άτολμα και ντροπαλά παιδιά, τα οποία υποφέρουν μακροχρόνια από τις συνέπειες της θυματοποίησής τους.
Παιδιά με ανοιχτές τις ψυχικές τους πληγές, αφού αγόρια και κορίτσια υφίστανται προκαταβολικά λεκτικές και έμμεσες μορφές παρενόχλησης (πειράγματα, προσβολές, κουτσομπολιό κλπ) για καιρό, πριν καταλήξουν να πέσουν θύματα σωματικής (συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής) βίας στο σχολικό περιβάλλον ή έξω από αυτό. Έτσι εξηγείται γιατί παρουσιάζουν επί μακρόν μοναξιά, κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, νευρωσιακό άγχος και υπερβολική αναστολή κατά την παιδική, την εφηβική και την ενήλικη ζωή τους. Ψυχοσωματικά συμπτώματα και διαταραχές που αφήνουν αδιάφορη συνήθως την μεγάλη μερίδα των θεατών-συμμαθητών τους, οι οποίοι παρακολουθούν αμέτοχοι (χωρίς επίδειξη κατανόησης) τους θύτες να εκβιάζουν, να απειλούν και να δέρνουν τα θύματα βίας (η οποία παίρνει ενίοτε και έμφυλες διαστάσεις).
Κι αυτή η αδιαφορία πιστοποιεί ότι η βία στο σχολείο (λεκτική, ψυχολογική και σωματική) είναι μια συλλογική διεργασία που έχει να κάνει με τον τρόπο αντίδρασης των συνομηλίκων στις διαδικασίες θυματοποίησης, αλλά και την ανοχή την οποία επιδεικνύουν εκπαιδευτικοί και γονείς των παιδιών-θυτών (Καλλιόπη Κουνενού, Καθηγήτρια Παιδαγωγικού Τμήματος ΑΣΠΑΙΤΕ με γνωστικό αντικείμενο ”Συμβουλευτική Ψυχολογία”). Εκπαιδευτικοί που κρατούν στάση γεφυροποιού στην προσπάθειά τους να μην οδηγήσουν στα άκρα τους επιθετικούς μαθητές με κίνδυνο τον κοινωνικό στιγματισμό τους, αν και συχνά η ήπια τιμωρητική διάθεση των δασκάλων απέναντι στους θύτες εκλαμβάνεται από τους γονείς των θυμάτων ως ποντιοπιλατική.
Σημειωτέον ότι οι ”αντιήρωες” θύτες μαθητές δεν σωφρονίζονται, στην πλειοψηφία τους με τη λήψη σχολικών τιμωρητικών μέτρων και γι’ αυτό συνεχίζουν να εκφράζουν την επιθετικότητά τους μετά το σχολείο, ειδικά όταν εντάσσονται σε ομάδες παρανομίας οι οποίες ξεκινούν εκδηλώνοντας την αντικοινωνική και ενίοτε εγκληματική συμπεριφορά τους ως μέλη οργανωμένων χούλιγκανς (επικίνδυνων συνδέσμων οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων) ή αναρχικών ομάδων.
Η ευθύνη των εκπαιδευτικών
Όσο είναι στο σχολείο, φυσικά, ευθύνη των εκπαιδευτικών είναι ο έλεγχός τους. Αυτοί πρέπει να βρουν τρόπο να επικοινωνήσουν μαζί τους απ’ τις πρώτες εκδηλώσεις επιθετικότητας, σε συνεργασία με τους γονείς τους. Πρέπει να βρουν τρόπο να μετατρέψουν την ανομοιογενή τάξη τους (λόγω της επιθετικής συμπεριφοράς μαθητών τους, που χαλάνε το κλίμα) σε ομοιογενή. Για να το πετύχουν αυτό προλαβαίνοντας τα χειρότερα στο σχολικό περιβάλλον, πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλία για δυναμική παρέμβαση πρόληψης στο επίπεδο εκτόνωσης της επιθετικότητάς τους με προσανατολισμό τη γνώση και τη δημιουργικότητά τους.
Η συμβολή του δασκάλου/καθηγητή στην πρόκληση ενδιαφέροντος των ταραχοποιών μαθητών (από ανάθεση ρόλου ”βοηθών” μέχρι επιμελητών… διαρκείας) και ο μη αποκλεισμός τους από τη συμμετοχική εκπαιδευτική διαδικασία, μπορεί να αποδειχθούν ”θεραπευτικά” στο θέμα αντιμετώπισης της βίαιης συμπεριφοράς τους με παρεμβάσεις ενίσχυσης των θετικών στοιχείων του χαρακτήρα τους τα οποία βρίσκονται εν υπνώσει.
Κι αυτή δεν είναι θεωρητική μέθοδος, αλλά δοκιμασμένη στην πράξη. Δοκιμασμένη λύση στην ”κινούμενη άμμο” της τάξης, όταν όλες οι άλλες έχουν αποτύχει στο ζήτημα διαχείρισης της μαθητικής απειθαρχίας, η οποία μπορεί να εξελιχθεί σε σχολικό εκφοβισμό και βία συμμοριών ανηλίκων που εκφοβίζουν συμμαθητές τους μέσα και έξω από το σχολείο. Σε κάθε περίπτωση ο εκπαιδευτικός, σε ανάλογες περιπτώσεις, πρέπει να συμπεριφερθεί ψύχραιμα και διορατικά. Να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και να μην αντιδράσει παρορμητικά στις προκλήσεις των επιθετικών μαθητών, ώστε – όχι μόνο να αποσοβήσει το ”χάος” στην αίθουσα – αλλά και να διαχειριστεί έξυπνα τον θυμό τους βοηθώντας τους να εκφράσουν τα συναισθήματά τους προς τους στοχοποιημένους από τους ίδιους συμμαθητές τους.
Αν επιλέξει αντ’ αυτών την τιμωρία χωρίς προσπάθεια να τους συνετίσει με έξυπνο τρόπο, τότε θα εντείνει την επιθετική τους συμπεριφορά και θα αποδείξει ότι είναι αδύναμος να αντιμετωπίσει με αναχώματα τον φαύλο κύκλο της σχολικής βίας λόγω και δικών του αυταρχικών και βίαιων πρακτικών, που ακυρώνουν τον ρόλο του σχολείου ως φορέα κοινωνικοποίησης και κοινωνικού ελέγχου των μαθητών.