ΓΝΩΜΗ

Ten years later η Αύρα Γρηγορίου

Ten years later η Αύρα Γρηγορίου, Ευγενία Σαρηγιαννίδη

Τον Ιούλιο του 2015 στην στήλη Συν-δια-μόρφωση της εφημερίδας “Ποντιακή Γνώμη” είχα δημοσιεύσει ένα άρθρο με τίτλο “Μικρές (αν)αγγελίες επικείμενων θανάτων”. Είχε μόλις προηγηθεί η αυτοπυρπόληση (Ιούνιος 2015) ενός συνταξιούχου, δημοσιογράφου κάποιας τοπικής εφημερίδας της Πελοποννήσου, του Η.Φ. 78 ετών. Το άρθρο ξεκίναγε με το ιδιόχειρο σημείωμα που είχε αφήσει: «Δεν μπορώ να αντέξω άλλο την οικονομική ανέχεια. Δεν μπορώ να αντέξω άλλο την κατάσταση που έχει περιέλθει η χώρα μου. Δεν βλέπω καμία ελπίδα. Σας αποχαιρετώ.».

Πέρασαν δέκα χρόνια… Ξανά εδώ… Σαν να μην πέρασε μια μέρα… Έρχεται για μια ακόμα φορά η επικαιρότητα με ομοιότητες και αναλογίες να διαταράξει την θερινή ραστώνη: Η Αύρα Γρηγορίου, δημοσιογράφος, 67 ετών αυτοπυρπολείται το πρωί της Τετάρτης 30 Ιουλίου 2025 στην Αίγλη Ζαππείου, υπενθυμίζοντας μας πως ο χρόνος είναι αμείλικτος και αν ακόμα οι άνθρωποι περιφρονούν την ιστορία εκείνη δεν τους περιφρονεί καθόλου και γι’ αυτό θα τους θυμίζει διαρκώς, όλα εκείνα που προσπαθούν να ξεχάσουν.

Γιατί βεβαίως, «οι συνθήκες ύπαρξης καθορίζουν την συνείδηση»… Γιατί βεβαίως, η οικονομική κρίση απειλεί με ασφυξία όλο και περισσότερες κοινωνικές ομάδες. Γιατί βεβαίως, η ανάπτυξη και η παραγωγική ανασυγκρότηση μοιάζουν σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη περίοδο, τα πιο σύντομα ανέκδοτα. Γιατί βεβαίως, η πολιτισμική ισοπέδωση δύσκολα κρύβεται πίσω από τα διάφορα φεστιβαλικά πανηγυράκια. Γιατί βεβαίως, η διεθνής γεωπολιτική συνθήκη μας θυμίζει διαρκώς ότι ζούμε σε μια εύφλεκτη πυριτιδαποθήκη, ενώ εμείς διακρινόμαστε από δουλικότητα και ενδοτισμό.

Γιατί βεβαίως, ο χώρος που κάποτε θα λέγεται Ελλάδα, μετατρέπεται σε αποθήκη πολιτισμικά ετερόκλητων ψυχών. Γιατί βεβαίως, η ελληνική κοινωνία μοιάζει να βιώνει με απάθεια, αν όχι μερικές φορές με μια νοσηρή καρτερικότητα, τον επερχόμενο αφανισμό της. Γιατί βεβαίως, η δικαιοσύνη και η δημοκρατία, αφού κακοποιήθηκαν συστηματικά, θανατώθηκαν δημοσίως προς παραδειγματισμό και μιμητισμό της κοινωνίας, όπως έδειξαν τα Τέμπη, το Μάτι και τόσα άλλα εγκλήματα. Γιατί βεβαίως, η χώρα μετατρέπεται σε χώρο, για να θυμίζει τους στίχους του Σεφέρη από το ποίημα “Τελευταίος Σταθμός”: «τις μεγάλες πολιτείες που έζησαν χιλιάδες χρόνια και έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες, χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια»…

Αλλά δεν φτάνουν αυτά για να απωλέσουμε ατομικά και κατ’ επέκταση συλλογικά, το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Γιατί ίσως η αγέρωχη και αισιόδοξη φράση του Χαρίλαου Τρικούπη σύμφωνα με την οποία η πτωχευμένη και τότε Ελλάδα «θέλει να ζήσει και θα ζήσει» να φαίνεται δύσκολο να επιβεβαιωθεί στις μέρες μας… Γιατί ίσως, στους σημερινούς καιρούς να επιβεβαιώνεται περισσότερο ο προφητικός τίτλος του βιβλίου του Δημήτρη Δημητριάδη “Πεθαίνω σαν Χώρα”…

Το υπαρξιακό κενό μας

Γιατί η απελπισία, όπως γράφαμε στο προαναφερόμενο άρθρο του 2015 «ξεπερνά κατά πολύ τα οικονομικά και πολιτικά αδιέξοδα. Προσιδιάζει περισσότερο σε μια ευρύτερη υπαρξιακή κρίση νοήματος των πραγμάτων. Συνδέεται περισσότερο με μια απόγνωση που κινείται πέραν από τις διαδικασίες φτωχοποίησης σε όλα τα επίπεδα και συνοδεύεται από την ματαίωση και την απορία για την ακατανόητη κατάρρευση των αυτονόητων μέχρι σήμερα αξιών. Ίσως και ακόμα παραπέρα, από την πραγματική έλλειψη συμπόνιας και καλοσύνης στις ανθρώπινες σχέσεις».

Εκείνης της συμπόνοιας και καλοσύνης που βιωματικά και από γενιά σε γενιά, εγχαρασσόταν στον λαό μας και περιγράφεται περίφημα από τον Παπαδιαμάντη στο διήγημα του «ο Χριστός στο Κάστρο» με τα ακόλουθα λόγια: «Ουχ ήττον οι άξεστοι εκείνοι άνθρωποι, εκ της αυθορμήτου εκείνης φιλανθρωπίας, ήτις είναι οιονεί φυσική ορμή, ως συμπάθεια της σαρκός προς την σάρκα, και είναι το πρώτον και τελευταίον αίσθημα το συγκινούν την καρδίαν, μετά την πρώτην έκπληξιν, και πριν προφθάσασα πνεύση η παγερά πνοή της φιλαυτίας και αδιαφορίας».

Διότι τελικά, μας έμεινε η φιλαυτία και η αδιαφορία, την οποία διακαώς προσπαθούμε να κουκουλώσουμε με αγαπησιάρικες, γλυκανάλατες φούσκες σε σχήμα καρδιάς που σκάνε όπως οι τσιχλόφουσκες, αφήνοντας πίσω να μοιραζόμαστε μόνο το «κοινό κενό των κοινών σημασιών και αξιών». Διότι αφού τελειώσουν τα «διάφορα share» των πολυάριθμων «ενσυναισθητικών» αναρτήσεων, δηλώσεων κλπ, το μόνο που πραγματικά μοιραζόμαστε είναι το υπαρξιακό κενό μας, καθώς και τα βαρύγδουπα, ροζουλί λογύδρια περί αυτού. Θα λέγαμε μάλιστα ότι όσο πιο «ενσυναισθητικά» και ροζουλί είναι αυτά τα λογύδρια, τόσο πιο κυνικοί και αδιάφοροι γίνονται οι άνθρωποι.

Διότι όπως γράφει σε κείμενο του, ο κ. Ερμής Κοντούδης, με αφορμή το γεγονός της αυτοπυρπόλησης της δημοσιογράφου Αύρας Γρηγορίου, όπως δημοσιεύτηκε στο προσωπικό του προφίλ στο Facebook, τοποθετώντας τα πράγματα στην ρεαλιστική ψυχοπολιτική βάση τους: «Παρατηρώ τις αναρτήσεις των διαδικτυακών φίλων που αναδεικνύουν την ιστορία της Αύρας και παρόλο που με χαροποιεί το μαζικό ενδιαφέρον του κόσμου, την ίδια στιγμή θλίβομαι που όλοι εστιάζουν στο ίδιο το γεγονός και όχι στην ψυχή της κοπέλας.

Θλίβομαι που η πράξη της συνδέεται ακούσια με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της χώρας, τον τραγέλαφο του Μαξίμου και γενικώς με την ξεπουλημένη επικαιρότητα εφημερίδων και καναλιών. Όμως πίσω από αυτήν την πράξη δεν κρύβεται ούτε ο ακτιβισμός, ούτε η κοινωνική διαμαρτυρία με όρους φθηνής δημοσιογραφικής επικαιρότητας. Η πράξη της Αύρας ήταν μια εκκωφαντική κραυγή μοναξιάς και απόγνωσης.»

Απόσπασμα από το ποίημα “Auto da fé”, Γιάννης Παπαμιχαήλ:

Αν ο μη γένοιτο ερωτηθώ για τους τόπους, τα γεγονότα, τις γενοκτονίες, τα πρόσωπα
θα ισχυριστώ πως δεν ήξερα τίποτα.
Θα αποκριθώ πως προσωπικά δεν γνωρίζω καθόλου τι έγινε.
Ήμουν στο δρόμο.
Ήρθα μετά.
Η φωτιά είχε σβήσει.
Το auto da fé είχε κλείσει τον κύκλο του.
Ο αυτόχειρας είχε γίνει αγνώριστος.
Αν η μνήμη έχει σάρκα και οστά,
τα οστά είχαν μείνει στον τόπο.
Η σάρκα είχε γίνει καπνός.

[…]

Αν ερωτηθώ για την ώρα,
εν πρώτοις θα πω πως την ήξερα.
Ήταν η ώρα πάνω κάτω του πανικού της αυγής.
Της σιωπής που ποτέ δεν γίνεται τίποτα.
(Μα μπορεί το ποτέ και το τίποτα να χαλάσουν τον κόσμο).
Του πανδαιμόνιου από πιάτα που σπάζουν στο μινόρε της αυγής
που δεν έρχεται.
Των καφέ που ‘χουν κλείσει.
Ούτως ειπείν, της νυχτερινής ταραχής σε λιμνάζοντα ύδατα,
στους ομόκεντρους φθίνοντες κύκλους
σε ακύμαντο τέλμα,
με την φόρα πέτρας για πέταμα,
έτσι, μόνο και μόνο για να κουνηθούν τα νερά.

Ίσως, η ώρα και για σάλτο μορτάλε,
ισοδύναμο με το άλμα της ωραίας χορεύτριας
από το παράθυρο στην φωτιά
όπου έλιωνε ήδη ο κουτσός μολυβένιος στρατιώτης.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

1 ΣΧΟΛΙΟ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια

Συγχαρητήρια..

1
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx