ΑΠΟΨΗ

Τι αναδύεται από τα επιχειρήματα του Γιάννη Λοβέρδου για τη συνεπιμέλεια

Τι αναδύεται από τα επιχειρήματα του Γιάννη Λοβέρδου για τη συνεπιμέλεια, Μάκης Ανδρονόπουλος

Η ομιλία του Γιάννη Λοβέρδου για την υπεράσπιση του νομοσχεδίου για την συνεπιμέλεια ξεσήκωσε πολλές αντιδράσεις στα κοινωνικά δίκτυα, ενώ η αξιωματική αντιπολίτευση αξίωσε να ζητήσει συγνώμη ή να διαγραφεί. Ο Γιάννης Λοβέρδος, γέννημα θρέμμα της ΟΝΝΕΔ, βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας και συνάδελφός μου, με τον οποίο έχουμε δουλέψει μαζί στην «Καθημερινή», είναι καλός άνθρωπος. Δεν θα κρίνουμε όμως εδώ την προσωπική αντίληψη ούτε θα ψυχαναλύσουμε το πρόσωπο, αλλά θα σταθούμε στο κοινωνικό υπόβαθρο των θέσεων που υποστήριξε και θα το αποτιμήσουμε πολιτικά.

Είπε λοιπόν ο Γιάννης  Λοβέρδος: «Έχουμε ξεχάσει πότε έγινε η τελευταία αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου. Έγινε το 1983, επί κυβερνήσεως του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου. Από τότε δεν έχει γίνει καμία άλλη. Από τότε –κοντεύουν και 40 χρόνια- έχουν αλλάξει τα πάντα. Ακόμη και στο θέμα των διαζυγίων έχετε αντιληφθεί ότι έχουμε υπερδιπλάσια διαζύγια –δυστυχώς! Δυστυχέστατα!- σήμερα απ’ ότι είχαμε το 1983;».

Τι άλλαξε σε 40 χρόνια

Χωρίς αμφιβολία, στα σχεδόν σαράντα χρόνια, πολλά έχουν αλλάξει στην ελληνική κοινωνία και στην ελληνική οικογένεια. Τα διαζύγια υπερδιπλασιάστηκαν! «Δυστυχέστατα!»  Γιατί όμως; Ο υπερδιπλασιασμός των διαζυγίων προφανώς δεν μπορεί a priori να έχει αρνητικό πρόσημο:

1) Γιατί τα ζευγάρια που χώρισαν, χώρισαν γιατί κατάλαβαν ότι δεν μπορούν να ζήσουν μαζί. Το διαζύγιο ανοίγει το δρόμο σε μια μη δυστυχισμένη ζωή. Τελειώνει την ανοχή και την υποκρισία. Άρα, όταν φτάνουν σε αυτό οι άνθρωποι είναι γιατί πιστεύουν ότι θα είναι καλύτερα.

2) Γιατί τα διαζύγια αυτά ταυτίζονται με την περίοδο ανόδου της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία, ως πολίτη-πρόσωπο, ως επαγγελματία, ως συνεισφορά στις δαπάνες της οικογένειας. Υπάρχει μελέτη που επισημαίνει ότι στην δεκαετία της χρεοκοπίας, οι γυναίκες κράτησαν όρθια τα νοικοκυριά είτε με τη δουλειά τους, είτε με την αποφασιστικότητά τους.

3) Γιατί τα διαζύγια της τεσσαρακονταετίας συμπίπτουν με την περίοδο διεκδίκησης του γυναικείου οργασμού, για τον οποίο, σύμφωνα με αρκετές μελέτες, οι αρσενικοί δεν τα καταφέρνουν και πολύ καλά.

4) Γιατί τα διαζύγια της τεσσαρακονταετίας συμπίπτουν με την περίοδο του “βουλκανιζατέρ”, κατά την οποία οι αρσενικοί τα έδωσαν όλα στο «προσεχώς βουλγάρες»…

5) Γιατί όλα τα παραπάνω συμπίπτουν με την περίοδο με τα ΚΠΣ (Κοινοτικά Πλαίσια Στήριξης) και τα ΕΣΠΑ , με τα οποία κυκλοφόρησαν χρήμα, τζιπάρες, εραστές και ερωμένες και όλα όσα προσφέρει η πλαστή ευμάρεια μαζί με τη χαλαρότητα των ηθών και την απαξίωση των αξιών.

Σε κάθε περίπτωση η τεσσαρακονταετία έθεσε υπό αμφισβήτηση τον padre padrone και τον macho αρσενικό… Να μην αυτομαστιγωθούμε όμως άλλο. Το διαζύγιο έχει δύο εκδοχές. Υπάρχει το κακό διαζύγιο. που δημιουργεί προβλήματα στα παιδιά, και υπάρχει το καλό διαζύγιο, που λυτρώνει τα παιδιά από την ένταση, τους τσακωμούς και την ενδοοικογενειακή βία. Στη δεύτερη περίπτωση η συνεπιμέλεια είναι προφανής, στην πρώτη όμως δεν μπορεί να δίνεται άνευ όρων. Είναι στην κρίση του δικαστηρίου η κάθε ξεχωριστή περίπτωση και θα πρέπει να είναι υπό συνεχή παρακολούθηση.

Το επιχείρημα του Γιάννη Λοβέρδου 

Η συνεπιμέλεια εξισώνει τον κακό γονέα με τον καλό, τον υπαίτιο του διαζυγίου με τον αθώο. Είναι μια οριζόντια λύση –όπως και οι οικονομικές πολιτικές- που δεν διαπνέονται από ουσιαστική δικαιοσύνη.

Είπε επίσης ο Γιαννης Λοβέρδος: «Το παιδί έχει ανάγκη και τους δυο του γονείς. Και, ξέρετε, ένα διαζύγιο μπορεί να είναι πολύ σκληρό και να έχουν συγκρουστεί οι γονείς. Μπορεί να είσαι ένας κακός σύζυγος, αλλά μπορεί να είσαι καλός γονιός. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου. Μπορεί εγώ να χώρισα με τη γυναίκα μου και να έχω πάθος εναντίον της αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαι κακός πατέρας. Όπως αντίστροφα, μια γυναίκα την οποία ο άνδρας της την απατά, την έδερνε, την κακοποιούσε και έχει μίσος εναντίον του πρώην άνδρα της, όμως παρόλα αυτά έχει το παιδί το δικαίωμα να μεγαλώνει και με τους δύο γονείς».

Το παιδί έχει το δικαίωμα να μεγαλώνει και με τους δύο γονείς. Ναι, εφόσον οι γονείς μετά το διαζύγιο διατηρούν μια καλή σχέση, τόσο μεταξύ τους όσο και με το παιδί. Αν όμως, ο ένας γονιός διαβάλει και κατηγορεί τον άλλον για το φταίξιμο του διαζυγίου, τον χαρακτήρα, τις πράξεις κλπ, τότε οι αιτίες που οδήγησαν στο διαζύγιο μεταλλάσσονται σε ένα «υβριδικό πόλεμο» των γονιών που θα έχει αρνητικές συνέπειες.

Μια από τις αφανείς, αλλά καταστρεπτικές για το παιδί συμπεριφορές είναι όταν οι διαζευγμένοι γονείς φέρονται τυπικά σωστά, αλλά αναπτύσσουν έναν λυσσαλέο ανταγωνισμό για να κερδίσουν την καρδιά του παιδιού με συνεχή δώρα, χαλαρώσεις κι χατίρια. «Μπορεί να είσαι ένας κακός σύζυγος, αλλά μπορεί να είσαι καλός γονιός. Υπάρχει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου». Αυτό μπορεί να ισχύει, γιατί η κακότητα ενός συζύγου πιθανόν να μην σχετίζεται με βία, μοιχεία, περιφρόνηση, αλκοολισμό κ.ά., αλλά με τον χαρακτήρα, την οικονομική δυστοκία και άλλους εξωοικογενειακούς λόγους. Τότε, ίσως, να ισχύει αυτή η εκδοχή.

Ο συντηρητισμός του padre padrone

Όμως, τα παραδείγματα που δήλωσε για να υποστηρίξει τη θέση του ήταν ατυχή και αποκαλυπτικά. Παραδέχθηκε ο ίδιος, ότι ήταν εν τη ρύμη του λόγου, αλλά από την άλλη, γλώττα λανθάνουσα τ’ αληθή λέγει …  «Μπορεί εγώ να χώρισα με τη γυναίκα μου και να έχω πάθος εναντίον της, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είμαι κακός πατέρας».

Εδώ πρόκειται για αναφορά στην πατριαρχικότητα της ελληνικής οικογένειας, η οποία στην πράξη τα τελευταία σαράντα χρόνια έχει ατονήσει, τουλάχιστον στα αστικά κέντρα. Τα ζευγάρια έχουν ισορροπημένη σχέση μέσα στην οικογένεια, με εμφανή άνοδο της γυναίκας ή ακόμη και επικυριαρχίας της. Το επιχείρημα δεν είναι συνεπώς εκσυγχρονιστικό, είναι παλαιοσυντηρητικό  και εκτός πραγματικότητας.

«Όπως αντίστροφα, μια γυναίκα την οποία ο άνδρας της την απατά, την έδερνε, την κακοποιούσε και έχει μίσος εναντίον του πρώην άνδρα της, όμως παρόλα αυτά έχει το παιδί το δικαίωμα να μεγαλώνει και με τους δύο γονείς». Εδώ, η παραπάνω ανάλυση δικαιώνεται 100%. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, το παιδί ανεξάρτητα από το φύλο του, θα έχει πληγωθεί και θα μισεί τον πατέρα που κακοποιούσε τη μάνα του. Η συνεπιμέλεια θα το υποχρέωνε να ανέχεται ένα βίαιο πατέρα που θα επιχειρεί να του στρεβλώσει την πραγματικότητα, με τρόπους που θα έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο παιδί.

Το κοινωνιολογικό κενό της δεξιάς

Βέβαια, ο αγαπητός Γιάννης δεν πρόλαβε να κάνει μαθήματα κοινωνιολογίας στο Λύκειο, από αυτά που κατάργησε η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως και ως εκ τούτου, έχει ένα άλλοθι. Σε όλον τον κόσμο, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο, πραγματοποιούνται δομικές αλλαγές στις κοινωνίες που επηρεάζουν και τη δομή της ίδιας της οικογένειας, ακόμη και σε περιπτώσεις σαν την ελληνική, η οποία χαρακτηρίζεται ακόμη από παραδοσιακούς θεσμούς.

Ο τύπος της αστικής μετεμφυλιακής ελληνικής οικογένειας στηριζόταν σε έναν κρατικό μισθό του ανδρός, στο προικώον της γυναικός, σε ένα μαύρο μεροκάματο το απόγευμα και φυσικά στα κοφίνια από το χωριό και το λάδι της χρονιάς. Η περίοδος της ευμάρειας αντικατέστησε όλα αυτά με δανεισμό και η χρεοκοπία μαζί με την τρόικα κατέστρεψαν ολοσχερώς το μοντέλο. Η ταινία το «Σπιρτόκουτο» του μεγάλου Γιάννη Οικονομίδη, που θα δούμε του χρόνου ως μιούζικαλ στο θέατρο, κατέγραψε σε ανύποπτο χρόνο την καταστροφή της ελληνικής οικογένειας.

Η κοινωνιολογία τις εξελίξεις αυτές τις παρακολουθεί και τις ερμηνεύει, αλλά δυστυχώς οι πολιτικοί μας, δεξιοί και αριστεροί, δεν διαβάζουν, δεν ενημερώνονται. Ο βραβευμένος Έλληνας κοινωνιολόγος Νίκος Παναγιωτόπουλος παρουσίασε τον Απρίλιο δύο ογκώδεις συγκλονιστικές μελέτες: “Οι αφανείς – Κοινωνιολογία των λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα” και “Οι πολίτες μιλούν για την Ελλάδα” (εκδ. Πεδίο). Σε αυτές αναλύει την κοινωνική κατάσταση στην πατρίδα μας, ενώ με τη μελέτη του για τα οικονομικά της ευτυχίας κατέδειξε με αδιαμφισβήτητα διεθνή στοιχεία την κατάπτωση του ελληνικού νοικοκυριού κατά την δεκαετία της κρίσης.

Τα περίφημα «ρεπορτάζ» για τα 22 plus δισ. ευρώ, που δεν καταναλώθηκαν κατά την πανδημία και έμειναν στις τράπεζες, αφορούν τους λίγους και δεν έχουν καμία σχέση με τους πολλούς. Η πολιτική οικονομία, αν θέλει να είναι πολιτική, πρέπει να ενσκήψει στα νέα δεδομένα που φέρνουν οι επιστήμες του ανθρώπου και να δουν τη μεγάλη εικόνα της πραγματικότητας. Το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι νομοθετούντες και οι δικάζοντες…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι