Τί είδε ο Μασκ και έφριξε με το δημογραφικό στην Ελλάδα
05/11/2024Στις 16 Σεπτεμβρίου του 2024 η χώρα μας βρέθηκε στο επίκεντρο του παγκόσμιου ενδιαφέροντος, όταν ο δισεκατομμυριούχος Έλον Μάσκ ανάρτησε στο Χ την εντύπωση “ουάου” που του προκάλεσε το γεγονός πως το έτος 2022 πέθαναν οι διπλάσιοι άνθρωποι στην Ελλάδα σε σχέση με τα μωρά που γεννήθηκαν.
Στο παρόν και το το επόμενο άρθρο θα αναδείξουμε τις πολιτικοοικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους που σχετίζονται με την όξυνση του δημογραφικού προβλήματος, όπως η οικονομική κρίση, η μετανάστευση, η κρίση του θεσμού του γάμου και της οικογένειας, και οι αμβλώσεις.
Το δημογραφικό πρόβλημα στην χώρα μας δεν αποτελεί ένα καινούριο γεγονός. Με μία απλή αναδρομή στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ φαίνεται καθαρά, πως η πτωτική τάση σε σχέση με τις γεννήσεις παρατηρείται ήδη από την δεκαετία του 1950. Όπως φαίνεται στο Γράφημα 1 ο μέσος όρος γεννήσεων κατά την περίοδο 1932-1940 ανερχόταν στις 188.514. Ενώ κατά την περίοδο 1941-1954 δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα στοιχεία, την περίοδο 1955-1959 ο μέσος όρος γεννήσεων είχε μειωθεί στις 156.793 ανά έτος.
Ακολούθως, την δεκαετία του 1960 ο μέσος όρος γεννήσεων ανέρχεται στις 154.479, την δεκαετία του 1970 στις 143.567 (πτώση κατά 10.912 γεννήσεις ανά έτος), την δεκαετία του 1980 στις 122.954 (πτώση κατά 20.613 γεννήσεις ανά έτος) και την δεκαετία του 1990 στις 102.028 (πτώση κατά 20.926 γεννήσεις ανά έτος). Αντιθέτως, την δεκαετία του 2000 ο μέσος όρος γεννήσεων ανά έτος αυξήθηκε στις 108.695, για να πέσει την δεκαετία του 2010 στις 95.134 γεννήσεις ανά έτος. Την περίοδο 2021-2023 ο μέσος όρος γεννήσεων ανά έτος μειώθηκε ακόμα περισσότερο (82.068).
Ενώ το έτος 1934 είχε καταγραφεί ρεκόρ γεννήσεων (208.929), το 2023 καταγράφηκε ο χαμηλότερος αριθμός γεννήσεων στην ιστορία του Ελληνικού κράτους (71.455). Αντιθέτως, οι θάνατοι παρουσιάζουν μία πτωτική πορεία από το 1932 (117.593) έως το 1955 (54.781). Το 1960 καταγράφηκαν 60.563 θάνατοι, το 1970 74.009, το 1985 92.886, το 2000 105.170, το 2015 121.183 και το 2021 143.923 θάνατοι (αριθμός ρεκόρ).
Το “ουάου” του Μασκ
Το επιφώνημα (ουάου) του Έλον Μασκ αποκτά ακόμα πιο δραματικές διαστάσεις, εάν παρατηρήσει κανείς την εξέλιξη του ολικού δείκτη γονιμότητας κατά την περίοδο 1970-2022 στην χώρα μας και τον συγκρίνει με τον αντίστοιχο της Τουρκίας. Σημειωτέον πως ο δείκτης αυτός ορίζεται, ως ο μέσος αριθμός ζωντανών παιδιών που θα είχε γεννήσει μια γυναίκα μετά το τέλος της αναπαραγωγικής της ηλικίας.
Η ελάχιστη τιμή του δείκτη που απαιτείται για την αναπλήρωση του πληθυσμού μιας χώρας είναι 2,1 παιδιά ανά γυναίκα. Όπως βλέπουμε στο Γράφημα 2, που βασίζεται στα στατιστικά δεδομένα της EUROSTAT ήδη από το 1980 ο ολικός δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα είναι κάτω του ορίου του 2,1 παιδιού ανά γυναίκα. Το 2007 (από το 2007 – εξαιρουμένων των ετών 2020, 2021– υπάρχουν δεδομένα σε σχέση με την Τουρκία) ο δείκτης αυτός ανέρχεται στην χώρα μας στο 1,41, ενώ στην Τουρκία είναι της τάξεως του 2,13. Τα έτη 2008 και 2009 η τιμή του δείκτη στην χώρα μας είναι στο 1,5 για να μειωθεί το 2022 στο 1,32 παιδιά ανά γυναίκα. Αντιθέτως, στην Τουρκία ο δείκτης γονιμότητας κυμαίνεται έως το έτος 2016 γύρω από το ελάχιστο όριο του 2,1 για να πέσει το 2019 στο 1,88 και το 2022 στο 1,63.
Το δημογραφικό πρόβλημα για την χώρα μας αποκτάει ακόμα πιο δραματικό χαρακτήρα, εάν αναλογιστεί κανείς πώς ήδη από το 1991 αυτή βρέθηκε αντιμέτωπη με το πρόβλημα της παράνομης μετανάστευσης, γεγονός που οδήγησε σύμφωνα με τις απογραφές του 2011 και 2021 στην παρουσία 912.000 (το 2011)και 765.598 (το 2021) αντιστοίχως μονίμων αλλοδαπών κατοίκων στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει πως τα στοιχεία του Γραφημάτων 1 και 2 δεν λαμβάνουν υπόψη τους την παρουσία των αλλοδαπών.
Περισσότεροι οι θάνατοι
Αυτό συμβαίνει στο Γράφημα 3 που παρουσιάζει όχι μόνο τον συνολικό αριθμό γεννήσεων και θανάτων στην Ελλάδα, αλλά και τον αριθμό των γεννήσεων από Ελληνίδα μητέρα, καθώς επίσης και τον αριθμό των Ελλήνων που πέθαναν κατά την περίοδο 2004-2023. Το Γράφημα 3 βασίζεται στα δεδομένα της ΕΛΣΤΑΤ.
Αυτό που διαφαίνεται καθαρά στο Γράφημα 3 είναι πως τουλάχιστον από το 2004 οι θάνατοι των Ελλήνων ήταν περισσότεροι από τις γεννήσεις των βρεφών από Ελληνίδα μητέρα. Κατά μέσο όρο πέθαναν την περίοδο 2004-2023 32.523 περισσότεροι Έλληνες ανά έτος σε σχέση με αυτούς που γεννήθηκαν. Από αλλοδαπές μητέρες γεννήθηκαν κατά μέσο όρο την περίοδο αυτή 15.014 βρέφη ετησίως.
Ακόμη και αν υποθέσουμε το ακραίο σενάριο, πως στο 50% των γεννήσεων αυτών ο πατέρας ήταν Έλληνας, πάλι οι θάνατοι των Ελλήνων ξεπερνούν κατά πολύ τις γεννήσεις των Ελλήνων βρεφών, στις οποίες ένας τουλάχιστον γονέας ήταν Ελληνικής καταγωγής. Επίσης, στο Γράφημα 3 φαίνεται καθαρά πως δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά στον αριθμό των θανάτων στο σύνολο του πληθυσμού συγκρινόμενο με τον αριθμό των θανόντων Ελλήνων. Ενώ ο μέσος όρος του αριθμού των θανάτων στο σύνολο του πληθυσμού είναι 117.882 ανά έτος, ο αντίστοιχος αριθμός στους Έλληνες θανόντες είναι 114.630 ανά έτος, δηλαδή η διαφορά είναι μόλις 3.253 θάνατοι ανά έτος.
Το ότι οι Έλληνες εμφανίζουν ένα υψηλότερο ποσοστό θνησιμότητας σε σχέση με τους αλλοδαπούς, δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός, ότι ακόμα αποτελούν την πλειοψηφία στην χώρα τους. Οφείλεται επίσης στα σημαντικά υψηλότερα ποσοστά υπερηλίκων στους Έλληνες σε σχέση με τους αλλοδαπούς. Στο Γράφημα 4 παρουσιάζεται σύμφωνα με τα στοιχεία των απογραφών των ετών 1991, 2001, 2011 και 2021 η ηλικιακή πυραμίδα των Ελλήνων συγκρινόμενη με αυτή των αλλοδαπών. Π.χ. το 1991 20% των Ελλήνων ήταν άνω των 59 ετών. Το 2001 το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 24%, το 2011 στο 27% και το 2021 στο 31%.
Τα αντίστοιχα ποσοστά των αλλοδαπών μονίμων κατοίκων ήταν 10% το 1991, 5% το 2001, 6% το 2011 και 12% το 2021. Όσον αφορά την παραγωγική ηλικία των 20 έως 49 ετών, το ποσοστό των Ελλήνων ανερχόταν στο 40% το 1991, στο 43% το 2001, στο 40% το 2011 και στο 36% το 2021. Τα αντίστοιχα ποσοστά των αλλοδαπών ήταν 60% το 1991, 64% το 2001, 62% το 2011 και 54% το 2021.
Από τα παραπάνω στοιχεία καθίσταται σαφές πως το δημογραφικό πρόβλημα στην Ελλάδα δεν σχετίζεται μόνο με την βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και την διασφάλιση των συντάξεων. Είναι θέμα κινδύνου ιθαγενοποίησης των Ελλήνων στην χώρα τους. Επίσης, όταν π.χ. το ποσοστό του στρατεύσιμου πληθυσμού των Ελλήνων της ηλικίας 20-39 ετών ανέρχεται το 2021 μόλις στο 21%, και με δεδομένη την γεωγραφική θέση της χώρας μας, είναι θέμα επιβίωσης ενός έθνους.
Η οικονομική κρίση επιβαρύνει το δημογραφικό
Το Γράφημα 5 βασίζεται στα δεδομένα της EUROSTAT και αφορά τα στοιχεία του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας μας σε σχέση με τον μέσο όρο του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της Ευρωζώνης, καθώς επίσης και τον αριθμό ανέργων Ελλήνων ηλικίας 20-64 ετών. Το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ λαμβάνει υπόψη τις μεταβολές του πληθωρισμού στον χρόνο και αποτυπώνει καλύτερα την οικονομική κατάσταση των κατοίκων μιας χώρας.
Όπως φαίνεται καθαρά στο Γράφημα 5, η οικονομική πραγματικότητα, που βιώνουν οι Έλληνες από το 2000, είναι χειρότερη από αυτή του μέσου όρου των 23 χωρών της Ευρωζώνης. Η μεγαλύτερη διαφορά καταγράφεται το έτος 2021 (13.460 € λιγότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης) και η μικρότερη το έτος 2009 (6.590 € λιγότερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης). Συνολικά, οι Έλληνες ζουν φτωχότερα από τους υπόλοιπους πολίτες της Ευρωζώνης. Όσον αφορά τον αριθμό των ανέργων Ελλήνων, αυτός μειώθηκε από τις 460.000 το 2000 στις 347.500 το 2008. Από το 2009 άρχισε η αυξητική πορεία της ανεργίας (418.000) που κορυφώθηκε το έτος 2013 (1.143.000).
Η φτωχοποίηση των Ελλήνων σε συνδυασμό με την εκτόξευση της ανεργίας κατά την διάρκεια της μνημονιακής περιόδου 2010-2018, παίζει ένα σημαντικό ρόλο στο χαμηλό αριθμό των γεννήσεων στην χώρα μας (βλέπε Γράφημα 3). Για παράδειγμα, τα έτη 2008 και 2009 είχαμε τον υψηλότερο αριθμό γεννήσεων με 96.329 και 95.640 αντίστοιχα. Ομοίως, τα έτη 2007 και 2008 είχαμε τις υψηλότερες τιμές του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ με 22.370 € και 22.320 €, καθώς επίσης και τα χαμηλότερα επίπεδα ανεργίας.
Με την οικονομική κρίση του 2010 και τα μνημόνια που την ακολούθησαν, είχαμε ραγδαία μείωση στις γεννήσεις. Το 2011 ο αριθμός των γεννήσεων από Ελληνίδα μητέρα μειώθηκε στις 87.445, το 2012 στις 84.869, το 2013 στις 80.951, το 2014 στις 79.985 και το 2015 στις 79.919. Θεωρητικά, θα περίμενε κανείς από το 2024 μία αύξηση στις γεννήσεις. Η αύξηση αυτή, βέβαια, δεν μπορεί να είναι σημαντική, καθώς το 2023 το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ (19.460 €) στην Ελλάδα ισοδυναμεί περίπου με αυτό του 2004 (19.250 €), ενώ η ανεργία παραμένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα (471.100).