Το πρόβλημα “φάρμακο” – Ο μύθος και ο γρίφος
23/08/2020Η οικονομική κρίση εξακολουθεί να πλήττει με αμείωτη ένταση και σε επικίνδυνη έκταση το σύνολο της κοινωνικής και οικονομικής ζωής στην Ελλάδα. Στη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων ο υγειονομικός τομέας υπέστη δραματική συρρίκνωση των ανθρωπίνων, τεχνολογικών και οικονομικών πόρων. Η μείωση της συνολικής δαπάνης για την υγεία υπερβαίνει το 35% στη περίοδο 2010-2016.
Μεταξύ των φαινομένων αυτών εξέχουσα θέση κατέχει η φαρμακευτική πολιτική, η οποία υπέστη μείζονος κλίμακας παρεμβάσεις. Πρώτον, με ένα καταιγισμό αλλαγών στο ρυθμιστικό πλαίσιο. Δεύτερον, με ονομαστική μείωση της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης πλέον του 50%. Η τάση αυτή αντιρροπείται μερικώς από τη μεταφορά του χρηματοδοτικού βάρους στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς.
Όμως, παρά το πλήθος των παρεμβάσεων διαμέσου κρατικών ρυθμίσεων ή/και τιμολογιακών πολιτικών, η φαρμακευτική αγορά εξακολουθεί να εμφανίζει πληθώρα στρεβλώσεων. Η φαρμακευτική πολιτική βρίσκεται διαχρονικά σε μόνιμη εμπλοκή εξαιτίας των μύθων, επί των οποίων εδράζεται ο “άλυτος” γρίφος της.
Η μυθολογία της θέλει τη φαρμακευτική κατανάλωση και τη συνταγογράφηση προκλητικά μεγάλη και ένοχη για την υψηλή δαπάνη. Στη πραγματικότητα, η κατανάλωση σε όγκο και αξίες, όπως δείχνουν οι σχετικοί δείκτες του ΟΟΣΑ (κατά κεφαλήν ποσότητα κατανάλωσης προσδιορισμένων ημερήσιων δόσεων και δείκτες τιμών φαρμάκων), υπολείπονται του μέσου όρου των ευρωπαϊκών χωρών.
Η δαπάνη για το “φάρμακο”
Παρά ταύτα η Ελλάδα έχει την υψηλότερη δαπάνη ως ποσοστό του ΑΕΠ (2,3%) και ως ποσοστό στο σύνολο της υγειονομικής δαπάνης (28,4%) έναντι 1,4% και 15,6% αντιστοίχως του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ. Η αποκωδικοποίηση του γρίφου βρίσκεται στη κατανόηση της επίδρασης που έχει η φαρμακευτική καινοτομία στη συνολική δαπάνη και στη διαχείριση του φαινομένου αυτού.
Συνεπώς, η αντίφαση ανάμεσα στη “χαμηλή κατανάλωση” (σε όγκο και αξίες) και την “υψηλή δαπάνη” παραπέμπει στον γρίφο ότι το μίγμα της κατανάλωσης και το ύψος των ιδίων τιμών που καταβάλλουν οι χρήστες ως συμμετοχή στο κόστος είναι το προς επίλυση πρόβλημα. Με αλλά λόγια, το φαινόμενο αυτό οφείλεται στην υψηλή κατανάλωση σχετικά δαπανηρών εντός προστασίας (“πατέντας”) πρωτότυπων σκευασμάτων και στη χαμηλή των εκτός προστασίας σχετικά φθηνότερων και καλών γενοσήμων φαρμάκων.
Στο ζήτημα αυτό τα εργαλεία κρατικών ρυθμίσεων, η κουλτούρα του ιατρικού σώματος και οι στάσεις του κοινού δεν συνδράμουν στην αποτελεσματικότητα των αναγκαίων πολιτικών παρεμβάσεων. Ως εκ τούτου, η φαρμακευτική πολιτική οφείλει να εστιάσει τις παρεμβάσεις της στον έλεγχο και τη διαχείριση της καινοτομίας διαμέσου της αξιολόγησης της πραγματικής αξίας της, στην αύξηση του όγκου των γενοσήμων φαρμάκων και στον καταμερισμό της συμμετοχής των χρηστών στο κόστος ανάλογα με το εισόδημα και αντιστρόφως ανάλογα με την ανάγκη.
Θέμα κουλτούρας;
Εξάλλου, μια τέτοια κατεύθυνση είναι η ικανή και αναγκαία συνθήκη απεμπλοκής από τις ατελέσφορες πολιτικές. Αυτές δεν οδηγούν σε θετικά αποτελέσματα και εξαναγκάζουν στη χρήση μέτρων που επιτείνουν τις στρεβλώσεις στη συνταγογράφηση, την τιμολόγηση, την αποζημίωση και τον καταμερισμό του κόστους. Τα απολογιστικά ευρήματα της διαχείρισης δείχνουν ότι η φαρμακευτική δαπάνη (σταθμισμένη σε τιμές 2009) δεν υποχωρεί πραγματικά.
Μόνο τα μέτρα “μηχανιστικής” μείωσης των τιμών, αναγκαστικών επιστροφών της δαπάνης και μετακύλησης του κόστους στα νοικοκυριά επιφέρουν τον επιβεβλημένο, αλλά ασταθή ονομαστικό έλεγχο στα μεγέθη της φαρμακευτικής αγοράς. Πρόκειται για θέμα υψηλής προτεραιότητας στη πολιτική υγείας που εμπεριέχει πλευρές της κουλτούρας για την υγεία και την ιατρική περίθαλψη.