Τζορτζ Φλόιντ: Ο άνθρωπος πίσω από το θύμα
08/06/2020Πριν ακόμα ο Τζορτζ Φλόιντ μετατραπεί σε μία αποτρόπαια εικόνα, ένα σύνθημα στο στόμα εξοργισμένων πολιτών, ένα σύμβολο της φυλετικής ανισότητας και της ρατσιστικής βίας, μία νέα σελίδα της συλλογικής μνήμης, ήταν ένας συνηθισμένος άνδρας. Γεννήθηκε στο Φαγιέτβιλ της Βόρειας Καρολίνας, αλλά ελάχιστα χρόνια αργότερα η οικογένειά του μετακόμισε στο Χιούστον του Τέξας. Εκεί πέρασε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια.
Διέμειναν οικογενειακώς στο Third Ward, μια ιστορικά μαύρη γειτονιά, την οποία αποτελούσαν κυρίως απόγονοι των πρώην σκλάβων που συγκεντρώθηκαν εκεί μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Εκεί κοντά, μάλιστα, αγοράστηκε για πρώτη φορά από μία ομάδα ευκατάστατων Αφροαμερικανών ένα μεγάλο οικόπεδο που μετατράπηκε στο πάρκο της συνοικίας. Μεταξύ άλλων, το χρησιμοποιούσαν και για τους εορτασμούς της απελευθέρωσης τους από την σκλαβιά.
Η οικογένεια του Φλόιντ νοίκιασε ένα διαμέρισμα στις εργατικές κατοικίες. Μετά την είδηση της δολοφονίας του, η δασκάλα του στο δημοτικό μοιράστηκε με το κοινό στα σόσιαλ μίντια μία έκθεση του παλιού μαθητή της. Για τον μήνα μαύρης ιστορίας, ο 8χρονος τότε Τζορτζ είχε ζωγραφίσει τον εαυτό του με την τήβεννο του δικαστή. Με τη βοήθεια της δασκάλας του είχε γράψει: «Όταν μεγαλώσω, θέλω να γίνω δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου. Όταν οι άνθρωποι λένε, εξοχότατε αυτός έκλεψε την τράπεζα, εγώ θα λέω καθίστε κάτω σας παρακαλώ. Θα χτυπάω το σφυρί μου στο γραφείο και όλοι θα κάνουν ησυχία».
Στο γυμνάσιο Jack Yates, στο οποίο φοιτούσε, έδειξε από νωρίς τις αθλητικές του δυνατότητες. Εξάλλου, το ύψος του συνέβαλε στο να αναδειχθεί σ’ έναν από τους πιο ταλαντούχους παίκτες. Το ίδιο, όμως, καλός ήταν και στο αμερικανικό football. Ο Ντόνελ Κούπερ, ένας από τους πρώην συμμαθητές του Φλόιντ, τον θυμάται να σκοράρει, κερδίζοντας το ψευδώνυμο “ευγενής γίγαντας”. Κάποιοι από τους συμπαίκτες του κατέληξαν στο NFL και στο ΝΒΑ.
Τα όνειρα δεν έγιναν πραγματικότητα
Ο Φλόϊντ ήλπιζε επίσης σε μία αθλητική καριέρα. Ενεγράφη στο πανεπιστήμιο της Φλόριντα, επιχειρώντας να εδραιωθεί στην ομάδα μπάσκετ. Ένα χρόνο αργότερα άλλαξε πανεπιστήμιο, αλλά ούτε εκεί μακροημέρευσε. Απογοητευμένος επέστρεψε στο σπίτι του στο Χιούστον. Εκεί ενεπλάκη στην τοπική μουσική σκηνή, οραματιζόμενος μία καριέρα στο χιπ χοπ που βρισκόταν σε άνθηση τη δεκαετία του 1990. Υιοθέτησε το ψευδώνυμο Big Floyd και ηχογράφησε ένα τραγούδι, χωρίς να γνωρίσει επιτυχία.
Όσο τα χρόνια περνούσαν και κανένα από τα όνειρά του δεν έπαιρνε σάρκα και οστά, ο Φλόϊντ βυθιζόταν σε μία υποφώσκουσα απόγνωση, η οποία ερχόταν σε αντίθεση με την εύθυμη φύση του. Με τον καιρό άρχισαν τα μπλεξίματα. Δεν έκανε τίποτα διαφορετικό από αυτό που έκανε η συντριπτική πλειονότητα των συνομηλίκων του στο γκέτο. Σημειώθηκαν συλλήψεις για μικροκλοπές και κατοχή ναρκωτικών.
Το 2009, ομολόγησε ένοχος για ένοπλη ληστεία και οδηγήθηκε σε φυλακή στο ανατολικό Τέξας. Αφότου εξέτισε την ποινή του, ζητούσε εναγωνίως ευκαιρίες να εξιλεωθεί και να χτίσει μία φυσιολογική και σταθερή ζωή. Εργάστηκε σε μια εκκλησία που ονομάζεται “Ξαναχτίζοντας το Χιούστον”. Εκεί βοηθούσε άτομα που αντιμετώπιζαν όλες τις δυσκολίες που είχε βιώσει και ο ίδιος: ανεργία, έλλειψη στέγασης, προβλήματα με το νόμο.
Φιλικός και ευγενής με όλους
Τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στη Μινεάπολη μαζί με κάτι παιδικούς φίλους στην προσπάθειά του να βρει εργασία. Αρχικά οδήγησε φορτηγά και λίγο αργότερα προσελήφθη ως πορτιέρης σ’ ένα κλαμπ και σ’ ένα εστιατόριο που ονομάζεται Conga Latin Bistro. Οι συνάδελφοί του τον περιγράφουν ως εργατικό και φιλικό. Πάντα προσπαθούσε να βοηθήσει, ενώ κάθε ημέρα έφτανε στη δουλειά με ένα χαμόγελο.
Ένας τακτικός πελάτης του εστιατορίου περιγράφει πως απολάμβανε χειραψίες και αγκαλιές με τους συναδέλφους και τους μόνιμους πελάτες, ενώ μιλούσε ευγενικά και γλυκά σε όλους, κάτι που ερχόταν σε αντίθεση με το θηριώδες ύψος του. Πολύ συχνά μιλούσε για την κόρη του, η οποία ήταν και «ο λόγος που ζούσε», όπως συνήθιζε να λέει. Ήταν κατά της οπλοκατοχής και μάλιστα χρησιμοποιούσε τα σόσιαλ μίντια για παρόμοιους σκοπούς, ώστε «να προστατευτεί η νέα γενιά».
Το μεγαλύτερό του παράπονο ήταν ότι είχε εγκαταλείψει τις σπουδές του, εξηγώντας στους φίλους του ότι δεν θα επιτρέψει να συμβεί το ίδιο στην κόρη του. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην γειτονιά. Συνομιλούσε με τους γείτονες και τους καταστηματάρχες, ενώ οι περισσότεροι τον φώναζαν χαϊδευτικά «Τζόρτζι». Με την έναρξη της πανδημίας, τα πράγματα δυσκόλεψαν γι’ αυτόν. Τα μαγαζιά στα οποία εργαζόταν έκλεισαν και ο Φλόιντ που ζούσε από μεροκάματο σε μεροκάματο βρέθηκε ξεκρέμαστος. Λίγες εβδομάδες μετά συνέβη η σύλληψη και η δολοφονία του.
«Ο μπαμπάς μου αλλάζει τον κόσμο!»
Ο Φλόϊντ άφησε πίσω του ένα 6χρονο κοριτσάκι, την Τζιάννα. Αν και είχε χωρίσει με τη μητέρα της, διατηρούσαν εξαιρετικές σχέσεις, με την ίδια να τον αποκαλεί έναν «υπέροχο πατέρα». Περιγράφει πως ο Φλόιντ έστελνε ολόκληρο το μεροκάματό του για τα έξοδα της κόρης του, κρατώντας για τον εαυτό του λίγα δολάρια. Το ελάχιστο δηλαδή για να μπορέσει να αγοράσει κάτι πρόχειρο να φάει.
Η μικρή Τζιάννα είχε μιλήσει με τον πατέρα της το προηγούμενο βράδυ, όταν εκείνος γεμάτος χαρά της είπε ότι τώρα που η πανδημία υποχωρεί και τα μαγαζιά ανοίγουν θα μπορέσει να συγκεντρώσει ξανά χρήματα, ώστε να της αγοράσει την κούκλα που του είχε προ μηνών ζητήσει. Λίγες ώρες αργότερα, όμως, η υπόσχεση αυτή θα έπεφτε στο κενό. Τότε ήταν που η μητέρα της κόρης του μάθαινε τα τραγικά νέα της δολοφονίας του.
Όταν κόσμος –γνωστός και άγνωστος– άρχιζε να κατακλύζει το σπίτι, η Τζιάννα ρώτησε «τί συμβαίνει;». Η μητέρα της είχε φροντίσει η τηλεόραση να παραμείνει ερμητικά κλειστή, ώστε η μικρή να προστατευτεί και να μην δει το φρικτό βίντεο της δολοφονίας του πατέρα της. Όταν αναγκάστηκαν να της εξηγήσουν ότι εκείνος έφυγε από την ζωή, το κοριτσάκι επέμενε να μάθει πώς συνέβη κάτι τέτοιο. Η μητέρα της αρκέστηκε να ψελλίσει ότι «δεν μπορούσε να αναπνεύσει». Λίγες ημέρες αργότερα, η κόρη του θύματος συμμετείχε στις διαμαρτυρίες. Καθισμένη στους ώμους ενός φίλου του μπαμπά της φώναζε: «ο μπαμπάς μου αλλάζει τον κόσμο. Ο μπαμπάς μου αλλάζει τον κόσμο!»