Υπάρχει πιθανότητα να γίνουμε μαθουσάλες; – Τί δείχνει έρευνα
20/06/2021Επί χιλιετίες ο άνθρωπος παλεύει να παρατείνει τη νιότη και τη ζωή του όσο μπορεί. Από το “Ὑγιεινῶν λόγοι” (De sanitate tuenda) του Γαληνού για μια σχετικά υγιή τρίτη ηλικία και καθυστέρηση της γήρανσης ο άνθρωπος έχει κερδίσει σχεδόν μισό αιώνα ζωής και από το 1850 μέχρι ήμερα, 32 χρόνια. Οπότε κάποιοι αναθάρρησαν και ελπίζουν ότι αυτό ίσως σηματοδοτεί μια αλλαγή στο DNA του ανθρώπινου είδους για την επιβράδυνση της γήρανσης και αισιοδοξούν ότι με αυτό τον ρυθμό (“κέρδος” τρεις μήνες το χρόνο κατά μέσο όρο) θα φτάσουμε να ζούμε μέχρι τα 150, ως μαθουσάλες.
Όμως νεότερη έρευνα δείχνει ότι μάλλον υπάρχει οροφή. Και οι μελετητές λένε ότι στην πραγματικότητα πάντα υπήρχαν αιωνόβιοι, απλά σήμερα έχουν όλο και περισσότεροι άνθρωποι την δυνατότητα να ζήσουν μέχρι τα βαθιά γεράματα. Με δυο λόγια δεν ζούμε περισσότερο επειδή εξελικτικά κάτι αλλάζει το γονιδίωμά μας, αλλά επειδή τη γλιτώνουμε στα νιάτα μας και δεν πεθαίνουν οι νέοι μαζικά από αρρώστιες, πείνα και πολέμους.
Για να καταδείξουν οι ειδικοί ότι το “επίτευγμα” των προηγμένων χωρών οφείλεται σε κοινωνικά αίτια που μας επιτρέπουν να γερνάμε και δεν σχετίζεται με μια γονιδιακή μεταβολή που “αποφάσισε” ότι θα ζούμε διαρκώς όλο και περισσότερο, στράφηκαν στην μελέτη των πρώτων εξαδέλφων μας, των πιθήκων και άλλων πρωτευόντων.
Διαπίστωσαν ότι υπάρχει σε όλα τα πρωτεύοντα μια απόλυτα καθορισμένη σχέση μεταξύ του προσδόκιμου ζωής (πόσο θα ζήσουμε) και της ισότητας προσδόκιμου (αν πεθαίνουμε γέροι ή σε διάφορες ηλικίες). Αυτή η εξίσωση που συνδέει τόσο ασφυκτικά το προσδόκιμο με την ισότητα του προσδόκιμου –όπως λένε οι μελετητές– αποδεικνύει ότι ζούμε περισσότερο επειδή καταφέραμε να μην πεθαίνουμε νέοι και όχι επειδή εξελισσόμαστε σε μαθουσάλες.
Οι νεανικοί πληθυσμοί
Οι ίδιοι δεν αποκλείουν τυχόν επιστημονικές παρεμβάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να νικήσουν την φυσική πορεία των πραγμάτων στο μέλλον, αλλά ξεκαθαρίζουν ότι η επιθυμητή μακροβιότητα ή αθανασία, σίγουρα δεν θα έρθει μόνη της και δεν αποτελεί φυσική επιλογή. Η βασική πηγή της διακύμανσης στη μέση ηλικία θανάτου διαφόρων ομάδων πρωτευόντων, έδειξε ότι σχετίζεται με το πόσο κινδυνεύουν και πεθαίνουν οι νεανικοί τους πληθυσμού και όχι με το ρυθμό γήρανσής τους.
Η άμεση συνάρτηση του προσδόκιμου ζωής με την ισότητα προσδόκιμου δείχνει ότι ο ρυθμός γήρανσης είναι σταθερός σε όλα τα είδη και ερμηνεύει και τα 32 χρόνια που κερδίσαμε από το 1850 μέχρι σήμερα. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να επιβραδύνουν σημαντικά τον ρυθμό που γερνούν, γιατί (όπως διαπιστώνουν οι ερευνητές) υπάρχουν ανυπέρβλητοι βιολογικοί περιορισμοί.
Βεβαίως αλλάζει η κοινωνική αντιμετώπιση (το 1900 οι αθηναϊκές εφημερίδες έγραφαν «τεσσαρακοντούτης γέρων ετραυματίσθη από ιππήλατον εις τα Αθήνας»), όπως φυσικά βελτιώνεται και η ποιότητα ζωής (π.χ. χάρη στην επέμβαση για τον καταρράκτη οι άνθρωποι δεν τυφλώνονται μετά τα 50). Όμως από πουθενά δεν προκύπτει κάποια μεταστροφή της φύσης για επιμήκυνση του χρόνου ζωής ή του προσδόκιμου επιβίωσης.
Το προσδόκιμο ζωής
Ο Χοσέ Μανουέλ Αμπούρτο του Κέντρου Δημογραφικής Επιστήμης Leverhulme του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης που συμμετείχε τη μελέτη, αναφέρει ότι «η έρευνά μας έδειξε πως έχουν αλλάξει πολλά, όμως οι θάνατοι εξακολουθούν να σωρεύονται σε συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα. Από τα ιστορικά χρόνια το προσδόκιμο ζωής ήταν χαμηλό, όσο οι άνθρωποι πέθαιναν νέοι».
»Όμως όσο συνεχίζονταν οι ιατρικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές βελτιώσεις, το προσδόκιμο ζωής αύξανε. Ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι ζουν πολύ περισσότερο σήμερα. Όμως η πορεία προς το θάνατο σε μεγάλη ηλικία δεν έχει αλλάξει. Η μελέτη μας δείχνει ότι η εξελικτική βιολογία καθορίζει τελικά τα πάντα και, μέχρι στιγμής, οι ιατρικές εξελίξεις είναι ανίκανες να νικήσουν αυτούς τους βιολογικούς περιορισμούς», τόνισε ο Αμπούρτο.
Η εικόνα που προκύπτει από την ανάλυση των ειδικών που μετείχαν στη μελέτη δείχνει ότι υπάρχει ένας υψηλός κίνδυνος θανάτου στο αρχικό βρεφικό στάδιο της ζωής, ο οποίος μειώνεται γρήγορα στα χρόνια της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας, παραμένει σταθερός και σε χαμηλά επίπεδα στην αρχική φάση της ενηλικίωσης και μετά συνεχώς αυξάνει, όσο το άτομο (κάθε είδους) γερνάει.
Σε κάθε είδος οι μελετητές διαπίστωσαν ότι η γήρανση ήταν εξίσου μαθηματικά βέβαιη, όσο και η έλευση της αναπαραγωγικής ικανότητας, ο ρυθμός μεταβολισμού αλλά και ο ρυθμός ανάπτυξης. Η γήρανση λοιπόν, εμπεριέχει τελικά στον “αλγόριθμό” της, όλα αυτά τα στοιχεία που βάζουν όριο και στη νιότη ή στην έναρξη της φθοράς.