Υπάρχουν ελλείψεις φαρμάκων στο εξωτερικό;
06/10/2023Στην Ελλάδα αντιμετωπίζουμε τα τελευταία χρόνια μεγάλες ελλείψεις φαρμάκων, και η βασική αιτία, πέραν του διεθνούς προβλήματος, είναι οι επανεξαγωγές των σκευασμάτων, με τις οποίες εξασφαλίζουν κέρδη οι φαρμακαποθήκες, αλλά προκαλείται μεγάλη ταλαιπωρία στον Έλληνα ασθενή. Για αυτό το σκέλος, το καθαρά ελληνικό, μπορείτε να διαβάσετε το Α’ Μέρος της έρευνας. Υπάρχει όμως και το διεθνές πρόβλημα.
Αυτό άρχισε σταδιακά να εμφανίζεται κυρίως μετά το 2000 και πήρε τερατώδεις διαστάσεις τα τελευταία χρόνια. Ένας από τους βασικότερους λόγους, είναι οι τρόπον τινά υπεργολαβίες, όπου π.χ. μια μεγάλη φαρμακοβιομηχανία, προκειμένου να αυξήσει το κέρδος της, αναθέτει την προμήθεια κάποιων συστατικών σε “εξωτερικούς συνεργάτες”.
Η δικαιολογία των φαρμακοβιομηχάνων ήδη από τον περασμένο αιώνα, είναι ότι αν δεν έχουν κέρδη, δεν μπορούν να κάνουν και έρευνα, μια που η έρευνα για νέα φάρμακα στοιχίζει. Με αυτό το άλλοθι έχει γίνει αποδεκτό πλέον κάθε φαρμακοβιομηχανία να αναθέτει μέρος της παραγωγής σε χώρες με “φτηνά εργατικά χέρια”, όπως π.χ. στην Κίνα και στην Ινδία. Οι δύο τελευταίες χώρες παράγουν πλέον το 80% των ενεργών συστατικών των φαρμάκων στον κόσμο.
Η ερευνήτρια συγγραφέας Rozenn Le Saint στο βιβλίο της “Η συνταγή του εκβιασμού: Πώς τα εργαστήρια αδειάζουν τα ταμεία της Κοινωνικής Ασφάλισης”(Seuil, 2023), γράφει ότι επειδή παραδόθηκε η υγεία στο κέρδος, «η φαρμακοβιομηχανία έβγαλε κέρδος εξάγοντας ρύπανση, αλλά μας έκανε επίσης εξαιρετικά εξαρτημένους από αυτές τις χώρες που παρασκευάζουν τα φάρμακα. Το συνειδητοποιήσαμε όταν η Κίνα έκλεισε τα σύνορά της κατά τη διάρκεια του Covid-19 ή όταν, την άνοιξη του 2020, η Ινδία διέκοψε την εξαγωγή παρακεταμόλης για να την κρατήσει για τον πληθυσμό της».
Τα ασφαλιστικά ταμεία
Η ίδια επισημαίνει ότι ενώ τα κονδύλια για την υγεία δεν αλλάζουν δραματικά από χρόνο σε χρόνο, εντούτοις νοσοκομεία κλείνουν, λείπει υγειονομικό προσωπικό και πεθαίνουν άνθρωποι που δεν βρίσκουν φάρμακα ή δεν έχουν πρόσβαση σε επαρκείς υπηρεσίες υγείας. Θεωρεί ότι τα χρήματα της Κοινωνικής Ασφάλισης πετάγονται σε ένα πιθάρι χωρίς πάτο και πρέπει να να γίνει απολογισμός. Όπως γράφει:
«Πόσο δημόσιο χρήμα μας παίρνει η φαρμακοβιομηχανία εκβιαστικά κάθε χρόνο; Η μεγαλύτερη σπατάλη έγινε επί πανδημίας. Οι παρασκευαστές εμβολίων πίεσαν τις δημόσιες αρχές να υπογράψουν απαράδεκτες συμβάσεις και δόσεις αξίας πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ έχουν ήδη πεταχτεί στα σκουπίδια. Παράλληλα έχουμε τεράστιες προμήθειες εις βάρος των ασθενών. Τα κράτη υποτάχθηκαν σε μια ολοένα και πιο ισχυρή βιομηχανία, στην οποία χαρίζει όλο και πιο πολλά».
Τα μονοπώλια
Το πρόβλημα μεγεθύνεται και επειδή υπάρχουν σκευάσματα που τα εμπορεύεται μόνο μια εταιρεία. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της βελαπτασέπτης, που χορηγείται για να αποτραπεί στους μεταμοσχευμένους η απόρριψη του νεφρού. Το φάρμακο στοιχίζει 2.000 δολάρια στις ΗΠΑ και περίπου 1.700 στην Ευρώπη, όπου όμως καταγράφεται έλλειψη. Η πρόεδρος μιας γαλλική ένωσης νεφροπαθών,η Yvanie Caillé, είπε σχετικά ότι «σταμάτησαν πλέον να το συνταγογραφούν σε νέους ασθενείς, και αυτό έχει πολύ σοβαρές συνέπειες».
Η ίδια τονίζει ότι αυτή η “οικονομία” εις βάρος της υγείας, συνιστά στην ουσία σπατάλη, γιατί μετά την απόρριψη του οργάνου, η μόνη λύση είναι η αιμοκάθαρση η οποία στη Γαλλία στοιχίζει 80.000 ευρώ ετησίως. Το φάρμακο θα στοίχιζε το ένα τέταρτο, δηλαδή 20.000 ευρώ το χρόνο. Το ίδιο ισχύει και για το Actilyse, για θρομβώσεις και εμφράγματα, καθώς το παράγει μόνον ένα γερμανικό εργοστάσιο, που προμηθεύει όλο τον κόσμο και παράγει μικρές -για τις διεθνείς ανάγκες- ποσότητες. Οι ελλείψεις σε αυτό η ίδια εκτιμά ότι θα παραταθεί μέχρι και το 2025.
Παρόμοιο είναι το πρόβλημα και με το αντιφυματικό φάρμακο Rifapentine, το οποίο παρασκευάζεται μόνον σε ένα εργοστάσιο της Sanofi στην Ιταλία. Εκεί μάλιστα εντοπίστηκαν προσμίξεις και το εργοστάσιο κατέβασε για κάποιο διάστημα τα ρολά, με αποτέλεσμα το 2019 να προκληθούν παγκοσμίως μεγάλες ελλείψεις. Ελλείψεις παρουσιάζονται και σε χάπι αποβολής, επειδή η δραστική ουσία του παρασκευάζεται μόνον από τον σουηδικό όμιλο Nordic Pharma, κάτι πολύ προβληματικό για χώρες όπου απαγορεύονται οι αμβλώσεις.
Οι μέτοχοι και τα funds
Στη ρίζα του κακού βρίσκεται το οικονομικό μοντέλο που έχει υιοθετήσει η Δύση επ΄αυτού. Η οικονομολόγος υγείας Nathalie Coutinet είπε σχετικά σε συνέντευξή της ότι «οι μέτοχοι έχουν πια σημαντική επιρροή στις στρατηγικές των φαρμακευτικών εταιρειών. Μέτοχοι είναι πλέον πολλά αμερικανικά επενδυτικά κεφάλαια όπως η BlackRock ή η Vanguard, στόχος των οποίων είναι ξεκάθαρα να επιτύχουν τη μέγιστη κερδοφορία».
Ο φαρμακοποιός Pierre Chirac, αρχισυντάκτης του ανεξάρτητου ιατρικού περιοδικού Prescrire, γράφει σχετικά: «Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η δημοφιλής ιδέα ήταν το “blockbuster”, όπως στο σινεμά. Έπρεπε να πουλάς πολλά φάρμακα σε όσο το δυνατόν πιο πολλούς. Στη συνέχεια, οι εταιρείες το γύρισαν στο «nichebuster» που απευθύνεται σε ειδικές αγορές, όπου φάρμακα για σπάνιες ασθένειες πωλούνται σε μικρές ποσότητες αλλά σε ολοένα και πιο εξωφρενικές τιμές. Σαν να πρόκειται για είδη πολυτελείας.»
Αδιανόητες τιμές
Μετά γεννήθηκαν τα γενόσημα που άρχισαν να παράγονται από τρίτους και οι μεγάλες εταιρείες δεν θέλησαν να ανακατευτούν. Είναι όμως φάρμακα μείζονος θεραπευτικής σημασίας, παρότι τα περισσότερα από αυτά είναι αρκετά παλιά. Οι τιμές δεν είναι αρκετά ελκυστικές για τους παρασκευαστές, οπότε η παραγωγή είναι μειωμένη. Απεναντίας, στα λεγόμενα καινοτόμα φάρμακα, οι τιμές εκτινάσσονται στα ύψη. Το Zolgensma της Novartis, για τη θεραπεία της μυϊκής ατροφίας της σπονδυλικής στήλης (μίας πολύ σπάνιας ασθένειας), κοστίζει κατά ένεση δύο εκατομμύρια ευρώ (!) Χορηγείται άπαξ σε βρέφη.
Όταν εξανέστησαν όλοι για την τιμή της ένεσης, η Novartis είπε ότι «μεταμορφώνει τη ζωή των ασθενών και απαίτησε επενδύσεις στην έρευνα». Εντούτοις οι Αμερικανοί χρηματοδότησαν γερά την έρευνα αυτή μέσω του συστήματος υγείας τους επί χρόνια και συγκεντρώθηκαν πολλά χρήματα προτού καν εμφανιστεί η Novartis στο προσκήνιο. Είχαν δώσει πολλά κεφάλαια για την έρευνα ΜΚΟ όπως οι Sophia’s Cure, Cure SMA, Getty Owl Foundation, Fighting SMA, Jadon’s Hope Foundation, το Gwendolyn Strong Foundation, το Miracle for Madison και άλλα ιδρύματα ή οργανώσεις.
Το κυριότερα είναι ότι το Zolgensma που μοσχοπουλάει τώρα η Novartis, δεν το δημιούργησε εξαρχής εκείνη. Το αγόρασε από την AveXis προς 8,7 εκατομμύρια δολάρια. Αυτή ήταν η επένδυσή της. Οπότε πώς δικαιολογούνται τα 2 εκατομμύρια ανά δόση; Η Novartis έκανε στην ουσία απόσβεση της επένδυσής της με τέσσερα-πέντε μωρά –τα πρώτα βρέφη που πήραν την ένεση.
Ένα παρόμοιο φάρμακο που χορηγείται σε τέσσερις δόσεις κάθε χρόνο ισοβίως, το Spinraza, πωλείται 750.000 δολάρια για το πρώτο έτος και 350.000 ετησίως για τα επόμενα έτη. Οπότε πάμε στα 4 εκατομμύρια την δεκαετία. Πώς υπολογίζουν όμως τελικά την τιμή; Κάποιες εταιρείες το λογαριάζουν υπολογίζοντας πόσα χρόνια ζωής κερδίζει κάποιος χάρη στη θεραπεία τους. Ουσιαστικά βάζουν δηλαδή τιμή στην ανθρώπινη ζωή.
Οι πατέντες
Οι πατέντες επιτρέπουν στους παρασκευαστές να εμπορεύονται ένα φάρμακο για περίπου είκοσι χρόνια. Όμως το φάρμακο παίρνει τελικά “παράταση” ως επένδυση. Η θεραπεία για την ηπατίτιδα C, αγοράστηκε π.χ. από την αμερικανική εταιρεία Gilead από μια μικρή εταιρεία και μεταπώλησε το φάρμακο πανάκριβα (περίπου 41.000 ευρώ ανά θεραπεία). Η θεραπεία, η οποία στηριζόταν στη δραστική ουσία σοφοσμπουβίρη ουσιαστικά βρέθηκε από έναν επιστήμονα το 2007, τον Michael Sofia, που δούλευε για μια μικρή εταιρεία.
Το φάρμακο δοκιμάστηκε το 2010 σε ανθρώπους και το 2011 το αγόρασε η Gilead προς μόλις 11 εκατομμύρια δολάρια. Σε δύο χρόνια πήρε άδεια κυκλοφορίας του σκευάσματος ως καινοτόμου φάρμακου και το πουλάει χρυσάφι. Σε χώρες που δεν αναγνωρίζουν την πατέντα, πωλείται προς… 52 ευρώ η θεραπεία. Το δε κόστος παρασκευής είναι μισό ευρώ ανά χάπι (!). Δεκαεπτά χώρες έκαναν προσφυγή κατά της εταιρείας, θεωρώντας ότι δεν έχει δικαιώματα να πατεντάρει την συγκεκριμένη ουσία που σώζει ζωές, καθώς οι προηγούμενες θεραπείες είχαν πολλές παρενέργειες και πολύ λιγότερο θεαματικά αποτελέσματα.
Να προσθέσουμε ότι και η ινσουλίνη ανακαλύφθηκε από δύο ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Τορόντο το 1921, αλλά έναν ολόκληρο αιώνα αργότερα εξακολουθούν να υπάρχουν μονοπώλια σε αυτό το προϊόν. Οι ερευνητές που την ανακάλυψαν, ωστόσο, δεν αποσκοπούσαν σε κέρδη ούτε μετέχουν σε αυτά. Οι Γάλλοι που ψάχνουν το θέμα σε μεγαλύτερο βάθος, διαπίστωσαν και άλλη μια πτυχή στο όλο ζήτημα: το lobbying των μεγάλων συμφερόντων.
Σε μια επιτροπή που συνέστησε ο Μακρόν για το φάρμακο, τα τέσσερα από τα έξι μέλη της ήταν ή και παραμένουν λομπίστες είτε φαρμακοβιομηχανιών είτε εταιρειών που παρέχουν εξοπλισμό σε νοσοκομεία. Η λύση που θα βελτίωνε την κατάσταση, θα ήταν να ξαναπάρει την κατάσταση στα χέρια του το κράτος, όμως προς το παρόν οι περισσότερες κυβερνήσεις δείχνουν αφοπλισμένες και απρόθυμες είτε να επενδύσουν στην έρευνα και στην παραγωγή φαρμάκων, είτε να πιέσουν τις εταιρείες για να μειώσουν τις τιμές είτε να τις αναγκάσουν να παράγουν τουλάχιστον σε ευρωπαϊκές χώρες με έλεγχο στις προμήθειες των πρώτων υλών.