Υπόθεση Επστάιν: Κι άλλος θάνατος πριν τη δίκη
19/02/2022Νεκρός στο κελί του βρέθηκε ο Ζαν Λυκ Μπρουνέλ, λίγες μέρες πριν την δίκη για την υπόθεση Επστάιν. Συγκεκριμένα ο Γάλλος ατζέντης μοντέλων εντοπίστηκε απαγχονισμένος, γεγονός που οδήγησε τις αρχές στην εκτίμηση ότι αυτοκτόνησε όπως και ο ίδιος ο Τζέφρι Επστάιν. Ο 76χρονος Μπρουνέλ είχε καταδικαστεί για βιασμό, σεξουαλική παρενόχληση και επίθεση.
Ο ίδιος είχε συλληφθεί το 2020 για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο Επστάιν, ενώ την ανακοίνωση του θανάτου του στη φυλακή Σαντ όπου κρατείτο, έκανε η εισαγγελία του Παρισιού. Η σωρός του εντοπίστηκε περίπου στη μία το βράδυ σύμφωνα με τη νυχτερινή βάρδια του σωφρονιστικού καταστήματος. Ο Μπρουνέλ ανάμεσα σε άλλα, αναφέρεται πως είχε μοιραστεί μία ερωμένη και με τον μεσαίο γιό της βασίλισσας Ελισάβετ, πρίγκιπα Ανδρέα.
Μία σειρά από μοντέλα κατηγόρησαν τον επιχειρηματία είτε ότι τα παρενόχλησε σεξουαλικά, είτε ότι τα βίασε. Οι ομοιότητες όμως των δύο θανάτων προκαλούν ερωτηματικά. Αμφότεροι αυτοκτόνησαν μέσα στη φυλακή εν αναμονή της δίκης τους για βιασμό ανηλίκων, χρησιμοποιώντας μάλιστα τον ίδιο τρόπο. Στη δε περίπτωση Επστάιν την ημέρα που κρεμάστηκε δεν λειτουργούσαν οι κάμερες που ήταν τοποθετημένες στο κέντρο κράτησης.
Η ιστορία του Τζέφρι Επστάιν απασχόλησε ιδιαίτερα τον Τύπο. Η διαδρομή που διένυσε από φτωχός και αποτυχημένος καθηγητής, σε βασιλιά της Wall Street και από εκεί σε εγκέφαλο παγκόσμιου δικτύου “σκλάβων του σεξ” αποτελούσε από μόνη της μία ανεξάντλητη πηγή αποκαλύψεων. Ήταν γνωστό ότι στις ημέρες που προηγήθηκαν της αυτοκτονίας του παρέμενε έγκλειστος στην ομοσπονδιακή φυλακή της Νέας Υόρκης στο Μαχνάταν.
Η αυτοκτονία Επστάιν
Οι αρχές δεν είχαν κάνει δεκτό το αίτημά του να αφεθεί ελεύθερος με εγγύηση 100 εκατ. δολαρίων. Εξάλλου, αντιμετώπιζε βαρύτατες κατηγορίες για σεξουαλική διακίνηση και εκμετάλλευση ανηλίκων. Σε περίπτωση που αποδεικνυόταν η ενοχή του από τη Δικαιοσύνη, θα καταδικαζόταν σε 45 έτη φυλάκισης. Βρέθηκε δίχως τις αισθήσεις του στο πάτωμα του κελιού του, το καλοκαίρι του 2019.
Το σεντόνι με το οποίο είχε απαγχονιστεί έσφιγγε τον μελανιασμένο του λαιμό, όταν οι διασώστες επιχείρησαν να του παράσχουν τις πρώτες βοήθειες. Μία ώρα αργότερα, διαπιστώθηκε και ο θάνατός του. Είχε αρνηθεί πεισματικά στους ψυχολόγους της φυλακής ότι διακατεχόταν από οποιεσδήποτε αυτοκτονικές τάσεις, δηλώνοντας ότι τα νομικά προβλήματα θα λυθούν αργά ή γρήγορα, καθιστώντας δυνατή την επιστροφή του “στην υπέροχη ζωή του”.
Μετά τη σύλληψή του, τοποθετήθηκε σε κανονικό κελί μίας πολυπληθούς πτέρυγας. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι, όμως, παρατήρησαν την όλο και χειρότερη ψυχολογική του κατάσταση. Σε εσωτερικό σημείωμα περιγράφεται ως «χαμένος, μπερδεμένος, τρομερά στεναχωρημένος». Πέρασαν αρκετές ημέρες. Όταν ταυτοποιήθηκε ως «σημαντικό πρόσωπο» μεταφέρθηκε σε άλλη πτέρυγα. Μόνο τότε είχε πρόσβαση σε ψυχολόγο.
Εκπαιδευμένοι υπάλληλοι, ήλεγχαν ανά 15 λεπτά το κελί του. «Πίνει νερό από το νιπτήρα», γράφει στις σημειώσεις του ένας. «Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού του, κρατώντας το κεφάλι στα χέρια του», παρατηρεί ένας άλλος. Διάφοροι συγκρατούμενοί του ανακαλούν συζητήσεις που είχαν μαζί του. Εμφανιζόταν φιλικός, μιλώντας για διασημότητες που γνώριζε, αλλά και άγνωστες ιστορίες από το παρελθόν του, τότε που ήταν ένας ακόμα άφραγκος νέος.
Η ζωή του Επστάιν στη φυλακή
Ρώτησε έναν νεότερο κρατούμενο να του περιγράψει «τί τρελά πράγματα έχουν δει τα μάτια του στη φυλακή». Η έκθεση του ψυχολόγου που τον εξέτασε παρουσιάζει έναν ευγενικό άνδρα. Αρκετά ομιλητικό, συνεργάσιμο, ψύχραιμο, με έντονο χιούμορ και ψήγματα αισιοδοξίας. «Ακόμα και το να ζεις απλά έχει πλάκα», είπε στο γιατρό της φυλακής. Μεταξύ αστείου και σοβαρού σχολίασε ότι «είναι Εβραίος και έτσι η αυτοκτονία αποκλείεται».
Σύμφωνα με τα στοιχεία, περνούσε τις περισσότερες ώρες της ημέρας του κλεισμένος σε μια αίθουσα συνεδριάσεων με τους δικηγόρους του. Προσπαθούσε να αποφεύγει την παραμονή του στο υγρό, βρώμικο και αποπνικτικό κελί του. Σε συνομιλίες με ψυχολόγους και άλλους κρατούμενους, μιλούσε για το πάθος που είχε για τη φυσική και τα μαθηματικά, ενώ πρόσφερε και πολύτιμες επενδυτικές συμβουλές.
Αναπολούσε τις συναναστροφές του με διασημότητες, όπως τον Μπιλ Κλίντον, αλλά και άλλους πρωτοκλασάτους ηθοποιούς του Χόλιγουντ. Παραπονιόταν συχνά για το καζανάκι που έτρεχε στο κελί του, τα πορτοκαλί ρούχα της φυλακής, τη δυσκολία στον ύπνο, την αφυδάτωση και ένα επίμονο μούδιασμα στο δεξί του χέρι. Ζητούσε να μένει μόνος στο κελί. Αρχικά, το αίτημά του είχε απορριφθεί για λόγους ασφαλείας.
Το βράδυ που αυτοκτόνησε, είπε ψέματα στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους, πείθοντάς τους να τον αφήσουν μόνο, ώστε να τηλεφωνήσει στη μητέρα του, η οποία είχε πεθάνει προ καιρού. Αποδείχθηκε ότι μιλούσε με την τότε σύντροφό του, μία 30χρονη οδοντίατρο. Η συνομιλία δεν καταγράφηκε. Ήταν ένα από τα πολλά λάθη που έγιναν και τα οποία ο τότε γενικός εισαγγελέας των ΗΠΑ χαρακτήρισε ως «σοβαρές παρατυπίες» στο σωφρονιστικό κέντρο, ενώ αργότερα επέλεξε την περιγραφή «μια τέλεια θύελλα από κακοτοπιές». Επέστρεψε στο κελί του. Τα ξημερώματα της επόμενης ημέρας βρέθηκε νεκρός.