Αναδιώτης: Η Ευρώπη και η ενοχή της κυβέρνησης – Ποιος κατασκευάζει την «Άλλη» Ελλάδα;
04/08/2025
Η σχέση της Ελλάδας με την Ευρώπη δεν είναι απλώς γεωγραφική ή θεσμική. Είναι μια σχέση που προκαλεί διαρκώς την έννοια της «ισοτιμίας» και συχνά αποτυγχάνει.
Αν ανατρέξουμε στον 19ο αιώνα, από τον Αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία και την προσπάθεια συγκρότησης του ελληνικού κράτους, θα διαπιστώσουμε μια σχέση θαυμασμού – σε σημείο απόλυτης εξιδανίκευσης – μέχρι φθόνου και απόρριψης. Για τους Δυτικούς —και κυρίως για τους Γερμανούς— η αρχαία Ελλάδα ήταν ένα αξεπέραστο πρότυπο πολιτισμού, το οποίο σχεδόν κάθε ευρωπαϊκή χώρα έπρεπε να ακολουθήσει. Από τον Hölderlin μέχρι τον Nietzsche και τον Heidegger, η Ελλάδα φάνταζε ως ο ιδανικός τόπος του πνεύματος.
Όταν όμως το νεοελληνικό κράτος άρχισε να εμφανίζεται ιστορικά και να εξελίσσεται —με τα ελαττώματα, τη φτώχεια του, την ταλαιπωρία των 400 χρόνων σκλαβιάς— βρήκε απέναντί του μια Ευρώπη που, από μακριά, το είχε πιστώσει με τη χαμένη τελειότητα της αρχαιότητας. Όταν πλησίασε και είδε τις πληγές του, η φαντασίωση διαψεύστηκε και οι Νεοέλληνες έγιναν οι ανάξιοι απόγονοι ενός μεγαλείου που ντρόπιασαν. Ο θαυμασμός έγινε φθόνος και ο φθόνος, απαξίωση. Η γοητεία που ασκούσε το αρχαιοελληνικό παρελθόν κατέστησε το νεοελληνικό κράτος «αποτυχημένο αντίγραφο» στα μάτια των Ευρωπαίων διανοουμένων.
Αυτή η πολιτισμική διάψευση βγήκε πάλι στο προσκήνιο τον καιρό των μνημονίων. Μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού Τύπου, με προεξάρχουσα τη γερμανική Bild, κατασκεύασαν μια εικόνα του Έλληνα πολίτη ως… «Άλλου» (Other). Ενός ξένου σώματος, που δεν διαπνέεται από τις ευρωπαϊκές αξίες, οι οποίες στηρίζονται σε μεγάλο βαθμό στο αρχαιοελληνικό παρελθόν. Οι Έλληνες πολίτες, κατ’ αυτούς, όχι μόνο ατίμασαν την ίδια τους την πολιτισμική γενεαλογία με τη «διαφθορά», την «τεμπελιά» και την «αναξιότητά» τους, αλλά δεν μπόρεσαν καν να προσαρμοστούν στη νέα ευκαιρία που τους έδωσε η Ευρώπη: να ενταχθούν, μέσω αυτής, σε έναν σύγχρονο πολιτισμό, που ήταν αποδεδειγμένα ικανός να αξιοποιήσει το αρχαιοελληνικό μεγαλείο.
Μετατράπηκε έτσι η Ελλάδα σε ένα κράτος κατώτερο, αποκλίνον από την ευρωπαϊκή ιδέα κράτος, που, μέσω της σύγκρισής του με τις άλλες χώρες, ενίσχυε την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Στην Ευρώπη, για μεγάλο διάστημα, κυριάρχησε στον δημόσιο λόγο μια ρητορική της σύγκρισης: από τη μία, ο ανορθολογικός, ανυπάκουος, επιζήμιος και θεσμικά ελλιπής εταίρος —η Ελλάδα· από την άλλη, η ώριμη, πειθαρχημένη, αποδοτική και αποτελεσματική Ευρώπη. Σε αυτή τη λογική της μετατροπής της χώρας μας σε κάτι «Άλλο», κάθε αδυναμία της Ελλάδας δεν παρουσιάστηκε ως αποτέλεσμα κοινωνικών ή πολιτικών συνθηκών, αλλά ως πολιτισμικό ελάττωμα των Νεοελλήνων, που καμία σχέση δεν έχουν με το παρελθόν τους.
Και κάπως έτσι, η Ευρώπη όχι μόνο διαμόρφωσε την πολιτική και ηθική της ταυτότητα, αλλά αυτοεπιβεβαιώθηκε ως κανονικότητα, παίρνοντας αποστάσεις και τιμωρώντας —όπως της «άξιζε»— την παρεκκλίνουσα Ελλάδα.
Και ερχόμαστε στο σήμερα. Η χώρα μας διασύρεται για το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ —αφού ξαναγίναμε οι κλέφτες της Ευρώπης—, στιγματίζεται για την αδιαφάνεια και την ελλιπή δικαιοσύνη (βλέπε Τέμπη), προβάλλεται ως χώρα που δεν σέβεται την ελευθερία του Τύπου (η θέση μας στη σχετική κατάταξη προκαλεί αισχύνη). Κινδυνεύουμε πάλι, ως λαός, να συρθούμε στο ίδιο αφηγηματικό πλαίσιο. Να μας φορέσουν ξανά τη στερεοτυπική αντίληψη του «τεμπέλη και διεφθαρμένου πολίτη», του ανάξιου κληρονόμου της αρχαιότητας.
Σε αυτή την πολιτική συγκυρία, η ευθύνη της πολιτικής τάξης είναι κρίσιμη. Πρέπει να καταστεί σαφές πως την ευθύνη των πεπραγμένων έχει η σημερινή κυβέρνηση, που ασκεί πολιτική διαφθοράς, αδιαφάνειας, αυθαιρεσίας, καταστρατήγησης των αρχών της δικαιοσύνης και της ελευθερίας. Μία κυβέρνηση που θωπεύει κλέφτες, καλύπτει υπεύθυνους σιδηροδρομικών δυστυχημάτων που στοίχισαν τη ζωή σε 57 ανθρώπους, παρέχει προστασία σε οποιονδήποτε εξασφαλίζει ψήφους και αρπάζει κονδύλια· που, ανερυθρίαστα, υπουργοί πρώτης γραμμής δηλώνουν πως οι ίδιοι θα αποφασίσουν εάν υπάρχει αδίκημα, και όχι η ευρωπαϊκή δικαιοσύνη· που υβρίζει ακόμη και γονείς νεκρών παιδιών, επειδή μάχονται για δικαίωση.
Προφανώς, αρκετά από αυτά τα σκάνδαλα —και πολλά άλλα— βαραίνουν και τις προηγούμενες κυβερνήσεις. Το πρόβλημα δεν είναι κάποιο συγκεκριμένο κόμμα. Το πρόβλημα είναι η κομματοκρατία και «το κόμμα των πολιτικών κομμάτων»!
Μόνη πραγματικά διαφορετική πρόταση είναι η ΝΙΚΗ. Ένα Κίνημα που προέρχεται από τον λαό, με τον λαό, για τον λαό. Ένα Κίνημα που δεν ψήφισε μνημόνια, δεν εμπλέκεται σε σκάνδαλα και δεν βούτηξε το χέρι στο μέλι. Μια πραγματικά διαφορετική πολιτική πρόταση, που θέλει να ενώσει όλο το υγιές κομμάτι του λαού, να νοικοκυρέψει το κράτος και να ξαναδώσει στην πατρίδα μας τη χαμένη της αίγλη.
Η ελληνική κοινωνία, σε μεγάλο ποσοστό, απέδειξε —και ειδικά πρόσφατα, με τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια της 28ης Φεβρουαρίου 2025— πως δεν ταυτίζεται με τις κυβερνητικές αποτυχίες. Ως ευρωβουλευτής, θέτω ως προτεραιότητα την ανάδειξη αυτής της διάκρισης. Πρέπει να αποτραπεί η γενίκευση που έρχεται, η δαιμονοποίηση και η απομόνωσή μας. Η συλλήβδην απαξίωσή μας. Βρίσκομαι εδώ για να υπερασπιστώ τον ελληνικό λαό και τα αιτήματά του για διαφάνεια, δικαιοσύνη και ευρωπαϊκή ισοτιμία.
Η Ελλάδα κινδυνεύει να υποστεί ξανά απαξίωση και εμείς να γίνουμε οι «Άλλοι». Μπροστά σε αυτή τη συνθήκη, η λύση δεν είναι η σιωπή ή η ωραιοποίηση μιας πραγματικότητας που ρημάζει τις ζωές μας, αλλά η απόδοση των ευθυνών στους υπεύθυνους: τους κυβερνώντες και τους παρασιτικούς οργανισμούς που επωάζουν δίπλα τους. Οφείλουμε να διαλύσουμε τα στερεότυπα και να πολεμήσουμε όχι μόνο τους εξωτερικούς, αλλά και τους εσωτερικούς μηχανισμούς που τα παράγουν. Μόνο έτσι θα έχουμε μία Ευρώπη δίκαιη, στην οποία θα μας δέχονται ως ισότιμους και δεν θα μας τιμωρούν ως… «Άλλους».
Νικόλαος Αναδιώτης
Βουλευτής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου
Δημοκρατικό Πατριωτικό Λαϊκό Κίνημα – ΝΙΚΗ