Χωρίς προηγούμενο η ρήξη ΗΠΑ – Ευρώπης για το χατήρι του Ιράν…
22/09/2020Η επιθυμία της Ουάσινγκτον να καταστρέψει τη συμφωνία του 2015 για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μεταφράζεται σε μια άνευ προηγουμένου ρήξη μεταξύ των ΗΠΑ και των βασικών Ευρωπαίων συμμάχων τους, που κινδυνεύει να διαρκέσει, αν επανεκλεγεί ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ. Ποτέ στο παρελθόν η ρήξη μεταξύ τους δεν ήταν τόσο μεγάλη: η αμερικανική ανακοίνωση περί επαναφοράς των κυρώσεων του ΟΗΕ εναντίον του Ιράν κρίθηκε χωρίς νομική αξία και μη ισχύουσα την Κυριακή από τους Ευρωπαίους, οι οποίοι είχαν τη στήριξη της Ρωσίας και της Κίνας.
Και στο παρελθόν έχουν υπάρξει διαφωνίες μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης, όπως για παράδειγμα στο θέμα της επέμβασης στο Ιράκ το 2003. Όμως η Ουάσινγκτον είχε απέναντί της κυρίως το Παρίσι και όχι το Λονδίνο. “Είναι η πρώτη φορά που οι Βρετανοί συγκρούονται τόσο μετωπικά με τις ΗΠΑ για ένα θέμα το οποίο η αμερικανική διπλωματία θεωρεί ζωτικής σημασίας”, σχολιάζει ο Πασκάλ Μπονιφάς, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών και Στρατηγικών Σχέσεων (Iris). Η Βρετανία παραμένει σταθερή “παρά τα ολοένα και πιο πιεστικά αιτήματα των ΗΠΑ” και τη μεγάλη μόνιμη απόσταση που έχει προκαλέσει το Brexit στις σχέσεις της με την υπόλοιπη Ευρώπη, προσθέτει.
“Λεωφόρος για τη Ρωσία και την Κίνα”
Στο θέμα του Ιράν η Ουάσινγκτον είναι αντιμέτωπη εδώ και περισσότερα από δύο χρόνια με το απολύτως ενωμένο μέτωπο του Λονδίνου, του Βερολίνου και του Παρισιού που θεωρούν ότι ο κίνδυνος εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων θέτει σε κίνδυνο την ασφάλειά τους. Οι ΗΠΑ απαντούν ότι “δεν φοβούνται να είναι μόνες” ενώ ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο κατηγόρησε τους Ευρωπαίους ότι “δεν κουνούν το μικρό τους δακτυλάκι” για να εμποδίσουν το εμπόριο όπλων με το Ιράν και ότι “επέλεξαν να συνταχθούν με τους αγιατολάδες”.
Οι διαφωνίες για το Ιράν αποτελεί την αιχμή του δόρατος μιας μακράς σειράς πληγμάτων στις σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και των πιο παλιών και στενών Ευρωπαίων συμμάχων τους. Τα τελευταία τρία χρόνια έχουν βρεθεί αντιμέτωποι και σε άλλα σημαντικά θέματα –την κλιματική αλλαγή, την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ–, αλλά και στη διάρκεια συζητήσεων στον ΟΗΕ για διάφορα ζητήματα. Προς μεγάλη έκπληξη των Ευρωπαίων διπλωματών η Ουάσινγκτον έχει απειλήσει να χρησιμοποιήσει το βέτο της ή να προτείνει δικά της σχέδια αποφάσεων προκειμένου να επιβάλλει την άποψή της, μια πρακτική που συνήθως ακολουθούσε για τους αντιπάλους της.
Τον Δεκέμβριο του 2018 οι ΗΠΑ επιτέθηκαν εναντίον της Βρετανίας, η οποία συνέταξε ένα σχέδιο απόφασης για την Υεμένη στην οποία κατηγορούσε τη Σαουδική Αραβία και όχι το Ιράν για την κατάσταση στην εμπόλεμη χώρα. Τον Απρίλιο του 2019 η Ουάσινγκτον απάντησε με δική της αντιπρόταση σε σχέδιο απόφασης της Γερμανίας για τη σεξουαλική βία διότι σε αυτό γινόταν εκτενής αναφορά στη διεθνή δικαιοσύνη. “Η απουσία ενιαίας στρατηγικής μεταξύ των Δυτικών στο Συμβούλιο Ασφαλείας προσφέρει μια διπλωματική λεωφόρο στη Ρωσία και την Κίνα προκειμένου να προωθήσουν τα συμφέροντά τους στη Νέα Υόρκη”, είχε εκτιμήσει πέρυσι ο Ρίτσαρντ Γκόουαν του Crisis Group.
“Να κρατηθούμε ως τις εκλογές”
Για τον Μπερτράν Μπαντί, καθηγητή του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού (Sciences Po) “θεμελιωδώς, προτεραιότητα για όλους τους Ευρωπαίους είναι να διατηρηθεί η συμμαχία με τις ΗΠΑ διότι τις έχουν ανάγκη καθώς δεν είναι σε θέση να διασφαλίσουν μια εξωτερική ευρωπαϊκή πολιτική ή μια πολιτική άμυνας”. “Λένε όλοι ‘πρέπει να κρατηθούμε άλλες 43 ημέρες’ μέχρι τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου”, προσθέτει.
Πολλοί ελπίζουν ότι μια νίκη του υποψήφιου των Δημοκρατικών Τζο Μπάιντεν θα επαναφέρει την αμερικανική ισχύ στα διεθνή φόρουμ και θα ανοικοδομήσει τις σχέσεις μεταξύ των Δυτικών. “Αν εκλεγεί ο Μπάιντεν, μία από τις προτεραιότητές του θα είναι να διορθώσει τις τεταμένες σχέσεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ και των ΗΠΑ”, εκτιμά ο Μπονιφάς.
Αμερικανοί και Ευρωπαίοι θα προσπαθήσουν “να ξανακολλήσουν τα κομμάτια” με την επιστροφή των ΗΠΑ σε κάποιες διεθνείς συνθήκες, σημειώνει ο Φρανσουά Εσμπούργκ, ειδικός σύμβουλος του Fondation pour la recherche strategique (FRS). “Αλλά αν επανεκλεγεί ο Ντόναλντ Τραμπ, υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να το εκμεταλλευθεί για να διαρρήξει στην Ατλαντική Συμμαχία. Το θέμα του Ιράν είνια μία από τις αφορμές την οποία ενδέχεται να εκμεταλλευθεί για να αμφισβητήσει τον ρόλο των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ”, επισημαίνει.