Fahrettin Altun: Συμφέρον όλων να προωθήσουμε την αμοιβαία κατανόηση Τουρκίας-Ελλάδας
16/12/2024Ο Altun απάντησε στις ερωτήσεις της ελληνικής εφημερίδας Τα Νέα για τις διμερείς σχέσεις Τουρκίας-Ελλάδας.
Ο Διευθυντής Επικοινωνιών της Προεδρίας Fahrettin Altun δήλωσε: «Θα είναι προς το συμφέρον όλων να προωθήσουμε την αμοιβαία κατανόηση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, να διευρύνουμε τις εμπορικές ευκαιρίες, να εμβαθύνουμε τους δεσμούς μεταξύ των λαών και να αγωνιστούμε για κοινή ευημερία».
Απαντώντας σε ερώτηση για τα ζητήματα που απαιτούν κατανόηση μεταξύ των δύο χωρών, ο Altun δήλωσε ότι η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς απαιτεί περισσότερη συνεργασία και ενσυναίσθηση και ότι η υποστήριξη της Τουρκίας για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα στην Ελλάδα αποτελεί σημαντικό παράδειγμα από αυτή την άποψη.
Υποδεικνύοντας το Αιγαίο Πέλαγος ως άλλο παράδειγμα, ο Altun είπε: «Θα ήταν ωφέλιμο για τη διαδικασία εάν η ελληνική κοινή γνώμη κατανοήσει ότι το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη, ότι η Τουρκία μοιράζεται αυτή τη θάλασσα με μεγάλη ακτογραμμή και ότι έχει νόμιμα δικαιώματα και ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο».
Ο Altun τόνισε ότι μια τέτοια κατανόηση μπορεί επίσης να συμβάλει στην ειρηνική επίλυση όλων των προβλημάτων στο Αιγαίο σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Υπογραμμίζοντας την ανάγκη βελτίωσης της αμοιβαίας κατανόησης για τη μεταχείριση της ‘τουρκικής’ μειονότητας που ζει στην Ελλάδα, ο Altun είπε: «Η ‘τουρκική’ μειονότητα θέλει επίσημη αναγνώριση των εκλεγμένων θρησκευτικών ηγετών της και ελευθερία έκφρασης της εθνικής τους ταυτότητας χωρίς φόβο για τυχόν νομικές ή διοικητικές επιπτώσεις, παρόμοια των ελευθεριών που απολαμβάνει η ελληνική μειονότητα στην Τουρκία. Είμαι βέβαιος ότι πρωτοβουλίες όπως το Τουρκοελληνικό Φόρουμ ΜΜΕ μπορούν να διαδραματίσουν ζωτικό ρόλο στην οικοδόμηση ισχυρότερων δεσμών και κατανόησης μεταξύ των λαών μας».
Απαντώντας στο ερώτημα «Μπορεί ο διάλογος και η εμφάνιση «ήρεμων υδάτων» στις διμερείς σχέσεις να διαταραχθεί λόγω εσωτερικής πίεσης στην ελληνική και την τουρκική κυβέρνηση;», ο Fahrettin Altun είπε ότι ο όρος «εσωτερική πίεση» αναφέρεται στους κύκλους. που επωφελούνται από τη διατήρηση της έντασης μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας.
Δηλώνοντας ότι πιστεύει ακράδαντα ότι ο συνεχής διάλογος και η συνεργασία έχουν τη δυνατότητα να εξουδετερώσουν αυτούς τους κύκλους, ο Altun σημείωσε ότι η ευημερία των μελλοντικών γενεών εξαρτάται από την ενίσχυση των διμερών σχέσεων. Ο Altun είπε, «Είναι προς το συμφέρον όλων να προωθήσουμε την αμοιβαία κατανόηση, να επεκτείνουμε τις εμπορικές ευκαιρίες, να εμβαθύνουμε τους δεσμούς μεταξύ των λαών και να αγωνιζόμαστε για κοινή ευημερία. Δίνοντας προτεραιότητα σε αυτούς τους στόχους, μπορούμε να διασφαλίσουμε ότι όσοι επιδιώκουν να υπονομεύσουν αυτήν την πρόοδο θα παραγκωνιστούν, ανίκανοι να εμποδίσουν το δρόμο προς τη συνεργασία και την ειρήνη».
Ερωτηθείς τι απαιτεί η Τουρκία για να αποδεχθεί τις παραμέτρους που θέτει ο ΟΗΕ για μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία στην Κύπρο, ο Διευθυντής Επικοινωνιών Fahrettin Altun είπε ότι μετά από σχεδόν 60 χρόνια μη παραγωγικών διαπραγματεύσεων στη βάση της ομοσπονδίας, οι Τούρκοι απέσυραν τη συγκατάθεσή τους στο απαρχαιωμένο και μη βιώσιμο μοντέλο ομοσπονδίας.
Ο Altun υπενθύμισε ότι τα Ηνωμένα Έθνη και η διεθνής κοινότητα έχουν σημειώσει ότι δεν είναι πλέον δυνατόν να επιμείνουμε νόμιμα σε ένα μοντέλο λύσης που δεν έχει τη συναίνεση και των δύο πλευρών.
Ο Fahrettin Altun είπε, «Επιτέλους, είναι καιρός να αποδεχτούμε την πραγματικότητα επί του πεδίου. Αυτή η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχουν δύο ξεχωριστοί λαοί και δύο ξεχωριστά κράτη στο νησί της Κύπρου. Η Ιστορία μας έχει δείξει πέραν πάσης αμφιβολίας ότι μόνο σε αυτή τη βάση μπορεί να πετύχει μια λύση. Ούτε οι Τουρκοκύπριοι ούτε η Τουρκία θέλουν να χάσουν άλλα 60 χρόνια».
Όταν ρωτήθηκε για τις προσδοκίες για το 6ο Συμβούλιο Συνεργασίας Υψηλού Επιπέδου (HLCC) που θα πραγματοποιηθεί στην Άγκυρα το επόμενο έτος, ο Altun είπε ότι το HLCC θα δώσει την ευκαιρία να επιταχυνθεί περαιτέρω η θετική δυναμική στις διμερείς σχέσεις.
Επισημαίνοντας ότι αυτές οι συναντήσεις καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που αφορούν σχεδόν όλα τα υπουργεία και των δύο πλευρών, ο Altun είπε ότι εκτός από τους ηγέτες που συνεδριάζουν τακτικά τα τελευταία δύο χρόνια, πολλοί υπουργοί θα έχουν την ευκαιρία να συζητήσουν υπάρχοντες και δυνητικούς τομείς συνεργασίας με τους ομολόγους τους.
Ερωτηθείς «Ποιο είναι το επίπεδο που θέλετε να φτάσετε όσον αφορά το επίπεδο ανάπτυξης των τουρκοελληνικών σχέσεων;», ο Altun είπε, «Η απάντηση είναι απλή, δεν υπάρχει τέτοιο επίπεδο. Όσον αφορά την εμβάθυνση των σχέσεων με την Ελλάδα, δεν υπάρχει όριο για εμάς».
Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με την κοινή υποψηφιότητα Ελλάδας και Τουρκίας στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, ο Altun είπε:
«Πιστεύω ότι η επιτυχής έκβαση της κοινής υποψηφιότητάς μας για τις θέσεις του Γενικού Γραμματέα και του Διευθυντή του Γραφείου Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στον ΟΑΣΕ καταδεικνύει ξεκάθαρα δύο πράγματα. Το πρώτο είναι ότι υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες ελληνοτουρκικής συνεργασίας και αλληλεγγύης σε περιφερειακές και διεθνείς πλατφόρμες. Το δεύτερο είναι ότι αυτή η συνεργασία και η κοινή εργασία εκτιμάται ιδιαίτερα από τη διεθνή κοινότητα. Στην ουσία, αυτή είναι μια φυσική κατάσταση. Η Τουρκία και η Ελλάδα είναι δύο γειτονικές χώρες που μοιράζονται την ίδια γεωγραφία.
Είμαστε και μεσογειακά και ευρωπαϊκά έθνη. Είμαστε σύμμαχοι του ΝΑΤΟ. Παρόμοιες συνήθειες έχουμε και στην καθημερινότητά μας. Ενώ έχουμε ανεπίλυτες διαφορές σε ορισμένα ζητήματα, οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν και οι δύο χώρες και τα συμφέροντά μας στην περιοχή μας και πέραν αυτής συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό. Η συνεργασία μας επιτρέπει να μετατοπίσουμε την εστίασή μας μακριά από τις συγκρούσεις μας και προς τους κοινούς μας στόχους.
Εκτός από τον προφανή αμοιβαία επωφελή στόχο της ενίσχυσης των διμερών οικονομικών μας σχέσεων, άλλοι τομείς που έρχονται στο μυαλό για αυξημένη συνεργασία περιλαμβάνουν την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, την τρομοκρατία και την παράτυπη μετανάστευση, την επέκταση του ήδη τεράστιου τουριστικού δυναμικού και των δύο χωρών μέσω συνεργειών που μπορούν να προκύψουν από κοινού πρωτοβουλίες, από κοινού επιδίωξη επιστημονικών έργων, δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης κ.λπ. Είναι αυτονόητο ότι μπορούμε και θα συνεργαστούμε σε αυτούς τους τομείς στο πλαίσιο σχετικών διεθνών και περιφερειακών οργανισμών, εκμεταλλευόμενοι την πρόσφατη επιτυχία μας στον ΟΑΣΕ».