Η τ. πρόεδρος για το “επαυξημένο” Σύνταγμα
13/06/2025
Η τ. Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου συμμετείχε στο συνέδριο «Πενήντα χρόνια από το Σύνταγμα του 1975. Η συνταγματική υπόσχεση της Μεταπολίτευσης και η ποιότητα της Δημοκρατίας και του Κράτους Δικαίου», που διοργάνωσε o Κύκλος Ιδεών με την υποστήριξη των εκδόσεων Σάκκουλα, σε συνεργασία με τη διαΝΕΟσις και το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.
Στη συζήτηση, την οποία συντόνισαν ο Σπύρος Φλογαΐτης, ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Δημοσίου-Δικαίου, και η Φαίη Μακαντάση, διευθύντρια ερευνών της διαΝέοσις, συμμετείχαν ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ομότιμος καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, ο Γιώργος Γεραπετρίτης, υπουργός Εξωτερικών και Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Κατρούγκαλος, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου στη Σχολή Κοινωνικών, Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών του ΔΠΘ.
Στην παρέμβασή της, η κ. Σακελλαροπούλου, αφού συνεχάρη τους συνδιοργανωτές για την πρωτοβουλία τους, ανέφερε ότι το Σύνταγμα του 1975 ήταν, την εποχή που ψηφίστηκε, ένα από τα πιο προοδευτικά συντάγματα της εποχής του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πρόβλεψη του άρθρου 24 για την προστασία του περιβάλλοντος, η οποία υπήρχε σε ελάχιστα άλλα. Όπως είπε, το Σύνταγμα αυτό έδωσε τη δυνατότητα να υποστηριχθεί η σταθερή επιλογή της μεταπολιτευτικής περιόδου, που ήταν η ευρωπαϊκή ταυτότητα της χώρας.
Επεσήμανε, επίσης, ότι το Σύνταγμα ερμηνεύτηκε και απέκτησε περιεχόμενο, στη συνέχεια, από τα ελληνικά δικαστήρια, ενώ μέσω της νομολογίας τόσο των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναδείχθηκαν στην πορεία κοινές συνταγματικές παραδόσεις με τα κράτη-μέλη, που οδήγησαν στο λεγόμενο επαυξημένο Σύνταγμα, αφού πολλά από τα θέματα που ρυθμίζονται σε αυτό, όπως τα ατομικά δικαιώματα, καλύπτονται πλέον από διεθνή κείμενα και νομολογία των ευρωπαϊκών δικαστηρίων.
Αναφερόμενη στο ζήτημα της αναθεώρησης, η κ. Σακελλαροπούλου σημείωσε ότι, παρά τα θετικά του χαρακτηριστικά, το Σύνταγμα έχει συχνά χαρακτηριστεί ως «φλύαρο», δεδομένου ότι περιέχει πολλές ρυθμίσεις που είχαν λόγο ύπαρξης όταν θεσπίστηκαν, με τον καιρό όμως έγιναν αυτονόητες ή κατέστησαν παρωχημένες. Ενδεικτικά αναφέρθηκε στις ρυθμίσεις που αφορούν σε κατοχύρωση διαφόρων επαγγελμάτων, οι οποίες μπορούν κάλλιστα να αφεθούν στον κοινό νομοθέτη, ώστε να υπάρχουν λιγότερα άρθρα, τα οποία όμως να τηρούνται, υπενθυμίζοντας τη ρήση του αείμνηστου καθηγητή Τσακυράκη, «το Σύνταγμα είναι εκεί και μας περιμένει να το διαβάσουμε σωστά». Στο ίδιο θέμα διερωτήθηκε, μεταξύ άλλων, σε τι εμποδίζει το ισχύον Σύνταγμα να λαμβάνεται υπόψη η διαγενεακή αλληλεγγύη στη ρύθμιση του ασφαλιστικού ζητήματος ή να εφαρμόζεται το άρθρο 24 σε συνδυασμό με το άρθρο 106 για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος. Και κατέληξε λέγοντας ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι το Σύνταγμα, αλλά οι χρόνιες παθογένειες, όπως οι δομικές ελλείψεις στη δημόσια διοίκηση, η απροθυμία του πολιτικού συστήματος να αναλάβει το πολιτικό κόστος και η συχνή έλλειψη σεβασμού στις δικαστικές αποφάσεις.
Ειδικά για το θέμα της δικαιοσύνης, αφού εξήρε τη σημασία της για το δημοκρατικό πολίτευμα, επεσήμανε ότι αυτή πρέπει να προστατεύεται πρώτα από τους ίδιους τους λειτουργούς της και στη συνέχεια από όλους, και να αντιμετωπίζεται με σεβασμό και όχι άλλοτε επαινετικά και άλλοτε απαξιωτικά, ανάλογα με το αν κάποιες αποφάσεις της αρέσουν ή όχι.
Σε ερώτηση για την ανάγκη ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, η κ. Σακελλαροπούλου απάντησε ότι θεωρεί την επιλογή αυτή απρόσφορη και παρωχημένη, η οποία, μεταξύ άλλων προβλημάτων, θα οδηγήσει, ενόψει του επαυξημένου Συντάγματος και της υποχρέωσης αποστολής προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε περίπτωση εφαρμογής ενωσιακού κανόνα που δεν είναι σαφής, σε πολύ μεγαλύτερες καθυστερήσεις. Ο διάχυτος έλεγχος συνταγματικότητας, υπενθύμισε, αποτελεί κεκτημένο του νομικού μας πολιτισμού εδώ και πολλά χρόνια και δεν είναι εύκολο να ανατραπεί, ενώ δεν συντρέχουν οι λόγοι που οδήγησαν στην ίδρυση συνταγματικών δικαστηρίων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του διάχυτου ελέγχου, όπως οι παρατηρούμενες καθυστερήσεις και η συναφής ανασφάλεια δικαίου, υπάρχουν λύσεις που θα μπορούσαν να θεσπισθούν σε νομοθετικό επίπεδο, όπως η εισαγωγή συστήματος προληπτικού ελέγχου συνταγματικότητας από το ΣτΕ.
Στο θέμα της επιλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης, η κ. Σακελλαροπούλου δικαιολόγησε τη ρύθμιση του ισχύοντος Συντάγματος, αναφέροντας ότι συνιστά εκδήλωση της λαϊκής κυριαρχίας και αποτελεί τη μόνη στιγμή που η εκτελεστική εξουσία διασταυρώνεται με τη δικαστική. Τόνισε όμως ότι η άσκηση της αρμοδιότητας αυτής πρέπει να γίνεται με προσοχή, ώστε να επιλέγονται οι καλύτεροι και να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, μεγάλες παραβιάσεις της επετηρίδας, ενώ η επιτυχία της νέας νομοθετικής ρύθμισης, σύμφωνα με την οποία θα λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη των ολομελειών των ανωτάτων δικαστηρίων, θα κριθεί όταν αυτή θα αρχίσει να εφαρμόζεται.
Στο ζήτημα τέλος του Προέδρου της Δημοκρατίας, η κ. Σακελλαροπούλου ανέφερε ότι με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, ενώ απαλείφθηκαν οι λεγόμενες «υπερεξουσίες» του, δεν θεσπίσθηκαν θεσμικά αντίβαρα στην κυβερνητική παντοδυναμία, με αποτέλεσμα ο μεν πρωθυπουργός να είναι πανίσχυρος, ενώ ο Πρόεδρος αποδυναμωμένος. Σε κάθε περίπτωση, ο Πρόεδρος οφείλει να τηρεί απαρεγκλίτως το Σύνταγμα και δεν μπορεί να δρα «ακτιβιστικά» έναντι της κυβέρνησης, επεμβαίνοντας σε θέματα που ανήκουν στην εκάστοτε αντιπολίτευση. Τόνισε ότι, μετά την αναθεώρηση του 2019 και τη δυνατότητα επιλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας μόνον από την κυβερνητική πλειοψηφία, δύσκολα πλέον μπορεί να τεθεί θέμα ενίσχυσης των εξουσιών του, και κατέληξε λέγοντας ότι σε κάθε περίπτωση το θέμα αυτό, όπως και η διάρκεια της θητείας του, πρέπει, σε περίπτωση συνταγματικής αναθεώρησης, να εξεταστεί συνολικά και προσεκτικά.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ