Πρόστιμο ενός εκατ. ευρώ σε γυναικολόγο με 36 τραπεζικούς λογαριασμούς
24/07/2024Πρόστιμο που έφθασε με τις προσαυξήσεις το ένα εκατ. ευρώ επεβλήθη σε γυναικολόγο που δεν μπόρεσε να δικαιολογήσει καταθέσεις ύψους 455.000 ευρώ σε 36 λογαριασμούς στους οποίους ήταν συνδικαιούχος, αλλού με την σύζυγο και αλλού με τα παιδιά, τα αδέλφια και τους γονείς του.
Η έρευνα στα οικονομικά του έδειξε ότι επειδή 12 χρόνια δεν δήλωνε την πηγή των χρημάτων που κατέθετε σε δεκάδες κοαριασμους. Ο γυναικολόγος, που είναι καθηγητής Πανεπιστημίου και έχει παράλληλα κλινική γονιμότητας, αρχικά είχε κληθεί να πληρώσει 2,3 εκατ. ευρώ, αλλά κατόπιν ενστάσεών του περίπου τα μισά παραγράφηκαν και απέμειναν να δικαιολογηθούν 441.000 ευρώ, που με τις προσαυξήσεις έφθασαν το ένα 1 εκατ. ευρώ.
Ο εισαγγελέας Οικονομικού Εγκλήματος παρέδωσε στον προϊστάμενο του Κέντρου Ελέγχου Φορολογούμενων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) πληροφορίες με τα αναλυτικά δεδομένα των τραπεζικών λογαριασμών του γυναικολόγου για τα έτη 2000 – 2012.
Στη συνέχεια, δόθηκε εντολή από το ΚΕΦΟΜΕΠ για τη διενέργεια ελέγχου των εισοδημάτων του για τη δωδεκαετία 2001-2013.
Από τους ελέγχους διαπιστώθηκε, πως κατά τα 12 αυτά χρόνια ο γυναικολόγος υπέβαλε κοινές δηλώσεις με τη σύζυγό του για εισοδήματα από μισθωτές υπηρεσίες και υπηρεσίες ελευθέριου επαγγέλματος ως γιατρός (χειρουργός γυναικολόγος – μαιευτήρας). Παράλληλα διατηρούσε μία μονοπρόσωπη Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης. Από τον έλεγχο αποκαλύφθηκε ακόμη ότι για τις καταθέσεις που διατηρούσε στους 36 τραπεζικούς λογαριασμούς δεν προέκυπτε η πηγή προέλευσης των χρημάτων αυτών και οι φορολογικές αρχές το ποσό που είχε στους τραπεζικούς λογαριασμούς το χαρακτήρισαν μη δηλωθέν εισόδημα.
Του ζτήσαν να προσκομισει στοιχεια ότι τα ποσά αυτά έχουν φορολογηθεί ή νομίμως απαλλαγεί του φόρου κατά τα κρινόμενα οικονομικά έτη, αλλά φέρεται να μην προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν τη φορολόγηση ή τη νόμιμη απαλλαγή τους. Εν συνεχεία έγινε καταλογιστικές πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος, πρόσθετου φόρου για ανακριβείς δηλώσεις εισοδήματος, διαφορές εισφοράς αλληλεγγύης και πρόσθετο φόρο λόγω ανακριβών δηλώσεων εισφοράς αλληλεγγύης, ύψους περίπου 2.327.980 ευρώ.
Ο γιατρός κατέθεσε ένσταση επικαλούμενος ότι έχει επέλθει παραγραφή για το μεγαλύτερο διάστημα που ελέγχθηκε και παράλληλα δικαιολόγησε με στοιχεία την προέλευση μέρους του ποσού των τραπεζικών καταθέσεων, ύψους 150.000 ευρώ. Όντως, κρίθηκε ότι για τα έτη 2001-2010 έχει επέλθει παραγραφή και εκδόθηκαν καταλογιστικές πράξεις για τη διετία (2011-2013), ύψους 557.000 ευρώ.
Σύμφωνα με την εφετειακή απόφαση, ο γιατρός «δεν προσκόμισε επαρκή στοιχεία και ως εκ τούτου δεν προέκυψε η πηγή προέλευσής τους» και έτσι κρίθηκε ότι «υπήρξε προσαύξηση της περιουσίας του από άγνωστη αιτία, βάσει δε αυτής υπολογίστηκε το φορολογητέο εισόδημά του κατά τα οικονομικά έτη 2001 έως και 2013 και προσδιορίστηκαν ακόμη και τα ποσά της έκτακτης εισφοράς και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης».
Ο γιατρός προσέφυγε στο ΣτΕ κατά της εφετειακής απόφασης. Το Β’ Τμήμα του ΣτΕ δικαίωσε όμως την την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), αποφαινόμενο ότι σε μια τριετία έγιναν καταθέσεις σε τραπεζικούς λογαριασμούς του ύψους 557.000 ευρώ, χωρίς να προκύπτει η πηγή προέλευσής τους, με αποτέλεσμα να του καταλογιστεί πρόσθετος φόρος, κ.λπ. 441.000 ευρώ, που με τις προσαυξήσεις 96 μηνών, μέχρι τώρα, φτάνει περίπου στο 1 εκατ. ευρώ.
Ο γιατρός επικαλέσθηκε ότι εσφαλμένα το Διοικητικό Εφετείο «δέχτηκε ότι το υπόλοιπο των ετήσιων ακαθάριστων εσόδων της ΕΠΕ που δεν έχει κατατεθεί στον τραπεζικό λογαριασμό αυτής δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να δικαιολογηθούν αυτοτελείς πιστώσεις στους ατομικούς λογαριασμούς του» αλλά το ΣτΕ απέρριψε τον ισχυρισμό του. Επίσης απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ότι εφαρμόσθηκε πλημμελώς ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (νόμος 4174/2013), όπως επίσης απέρριψε και όλους τους υπόλοιπους ισχυρισμούς που προέβαλε ως αβάσιμους. Το ΣτΕ επικύρωσε την εφετειακή απόφαση και κατά συνέπεια τις φορολογικές καταλογιστικές πράξεις.