Πόσο από το εισόδημά τους έχασαν εργαζόμενοι και συνταξιούχοι την περίοδο 2009-23
26/01/2024Κατά την χρονική περίοδο 2009-2023, ο πληθυσμός στην Ελλάδα μειώθηκε από 11,1 εκατομμύρια κατοίκους σε 10,435 εκατ. και η Eurostat στις δημογραφικές προβολές του 2023 (Europop 2023) προβλέπει ότι το 2070, ο πληθυσμός της χώρας μας θα μειωθεί σε 7,8 εκατομμύρια κατοίκους (31% μείωση), όταν το 2009 στις δημογραφικές προβολές που είχε εκπονήσει, προέβλεπε ότι ο πληθυσμός της χώρας μας το 2070 θα είναι περισσότερα από 11 εκατομμύρια άτομα.
Η διαφοροποίηση αυτή στις δημογραφικές προβολές της Eurostat αναδεικνύει ότι το 2009 ο συγκεκριμένος ευρωπαϊκός οργανισμός δεν μπόρεσε να προβλέψει τις μεγάλες επιπτώσεις που θα είχε η οικονομική κρίση στις δημογραφικές συνιστώσες της χώρας μας. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα κατά το χρονικό διάστημα 2009-2023 απώλεσε συνολικό πληθυσμό 684.000 άτομα (6,2% μείωση) και το εργατικό δυναμικό απώλεσε 346.000 άτομα (μείωση 6,9%) (Διάγραμμα 1).
Έτσι, μετά από την υλοποίηση των τριών μνημονίων, μεταξύ άλλων, στην αγορά εργασίας και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, οι απασχολούμενοι τον Σεπτέμβριο του 2023 ήταν 4,226 εκατ. άτομα και το μέσο μηνιαίο εισόδημα των εργαζομένων ήταν 1.038 ευρώ (μεικτά) με τις ετήσιες εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να είναι 14 δισ. ευρώ (απώλεια 5 δισ. ευρώ).
Παράλληλα, η συνταξιοδοτική δαπάνη είναι 30,2 δισ. ευρώ για 2,500 εκατομμύρια συνταξιούχους και η μέση μηνιαία σύνταξη (κύρια και επικουρική) είναι 1.003 ευρώ (μεικτά) μετά την αύξηση 7,75% που δόθηκε το 2023. Το ΑΕΠ της χώρας μας μειώθηκε μέχρι και 27% σωρευτικά το 2015 και το 2022 βρίσκονταν στο 87% του ΑΕΠ του 2009. Δηλαδή, υπολείπεται ακόμη κατά 13% σε σχέση με το ΑΕΠ του 2009. Το μέσο εισόδημα των εργαζομένων έχει μειωθεί από 1.420 ευρώ (μεικτά) σε 1.040 ευρώ (μεικτά) (μείωση 27%). Με άλλα λόγια το σχετικό επίπεδο διαβίωσης των σημερινών εργαζομένων έχει επιδεινωθεί σήμερα κατά 27% σε σχέση με το 2009.
Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα (2010-2023) το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης απώλεσε από ασφαλιστικές εισφορές σωρευτικά έσοδα ύψους 122 δις ευρώ, εάν θεωρήσουμε ότι δεν θα υπήρχε η ύφεση που προκάλεσαν τα μνημόνια στη χώρα μας (μέση μείωση εισοδήματος των εργαζομένων κατά 27%, μείωση του εργατικού δυναμικού κατά 6,9%, αύξηση της ανεργίας μέχρι 29%, σωρευτική απώλεια 90 δις ευρώ στους συνταξιούχους). Επίσης, στην μελέτη του Ageing Working Group του 2009 για την χώρα μας προβλέπονταν ότι το χρονικό διάστημα 2010-2023 η ελληνική οικονομία θα παρήγαγε 3,783 τρις ευρώ ΑΕΠ, όταν μετά την υλοποίηση των μνημονιακών πολιτικών παρήγαγε 2,630 τρις ευρώ ΑΕΠ.
Με άλλα λόγια κατά την περίοδο 2010-2023 υπάρχει μία απώλεια ΑΕΠ της τάξης των 1,153 τρις ευρώ σε σχέση με αυτό που προβλέπονταν από την ίδια την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το έτος 2009. Τα 122 δις ευρώ απώλεια από τις εισφορές των εργαζομένων και των εργοδοτών την περίοδο 2010-2023 χρηματοδοτήθηκαν από τον κρατικό προϋπολογισμό, γεγονός που σημαίνει ότι οι ασκούμενες νεοφιλελεύθερες μνημονιακές πολιτικές στην εργασία και την κοινωνική ασφάλιση επιβάρυναν την ελληνική οικονομία με επιπλέον 122 δις ευρώ πέρα από αυτά που θα χρηματοδοτούσε το σύστημα πριν την οικονομική κρίση και την ύφεση λόγω της απώλειας των εισοδημάτων των εργαζομένων και των συνταξιούχων.
Μειώνεται η αγοραστική δύναμη
Έτσι, το αποτέλεσμα των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης των δανειστών και των ελληνικών κυβερνήσεων, καθώς και των μετέπειτα αλληλοτροφοδοτούμενων πολυκρίσεων (οικονομική, ενεργειακή, υγειονομική, κοινωνική) είναι η διαμόρφωση του χρέους της χώρας μας (2023) στο επίπεδο του 177% του ΑΕΠ (420 δις ευρώ περίπου) από 125% του ΑΕΠ που ήταν το 2009 (295 δις ευρώ). Επιπλέον, από τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την αγοραστική δύναμη των μισθών στις χώρες του συγκεκριμένου διεθνούς Οργανισμού (σταθερές τιμές σε PPS), η χώρας μας το χρονικό διάστημα 2009-2023 υπέστη την μεγαλύτερη απώλεια (30,1%) αγοραστικής δύναμης, όταν η δεύτερη μεγαλύτερη απώλεια (11,3%) παρατηρήθηκε στο Μεξικό και η τρίτη μεγαλύτερη απώλεια (8,8%) παρατηρήθηκε στην Ισπανία. Δηλαδή, η απώλεια της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων στην Ελλάδα, ήταν τρείς φορές μεγαλύτερη από την απώλεια της αμέσως επόμενης παρατηρούμενης μείωσης που ήταν στο Μεξικό (διάγραμμα 3)
Στις συνθήκες αυτές παρατηρείται η ύπαρξη της μειωμένης (30%) ζήτησης στην Ελλάδα να προσανατολίζεται, κατά βάση, στα είδη πρώτης ανάγκης προκειμένου τα νοικοκυριά από το μειωμένο πραγματικό εισόδημα τους να ικανοποιήσουν πρωτίστως τις βασικές ανάγκες διατροφής, στέγασης, θέρμανσης και ένδυσης, τοποθετώντας σε δευτερεύουσα θέση τις υπόλοιπες ανάγκες. Αυτό σημαίνει ότι όσο το κόστος για την κάλυψη των βασικών αναγκών αυξάνει, τόσο αναγκάζεται το νοικοκυριό να περικόπτει δαπάνες για την κάλυψη άλλων αναγκών, όπως είναι η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, η εκπαίδευση, ο πολιτισμός, κ.λ.π., με αποτέλεσμα τα εισοδήματα για ένα σημαντικό τμήμα των νοικοκυριών να επαρκούν μόνο για την κάλυψη των βασικών αναγκών, το επίπεδο διαβίωσης να μειώνεται συνεχώς και να παρατηρείται σταδιακά η διεύρυνση της φτωχοποίησης των πολιτών.
Επομένως το ερώτημα που αναδεικνύεται αναφορικά με την άποψη ότι το θέμα των μισθών είναι θέμα καθαρά επενδύσεων και επιπέδου παραγωγικότητας της οικονομίας είναι: Πώς μπορούν να πραγματοποιηθούν επενδύσεις σε μια χώρα όπου σημαντικό τμήμα του πληθυσμού της φτωχοποιείται συνεχώς; Κατά συνέπεια, η επιλογή της εναλλακτικής κατεύθυνσης της αύξησης των μισθών, της παραγωγικότητας της οικονομίας και των επενδύσεων απ’ αυτή της λιτότητας και της φτωχοποίησης σημαντικού τμήματος του πληθυσμού στην χώρα μας προϋποθέτει, “εκ των ων ουκ άνευ εστί προϋπόθεση από εκείνες που δεν είναι δυνατόν να μην υπάρχουν”, την θεσμική αποκατάσταση και επιστροφή στις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Και αυτό επειδή η σημαντική μείωση και η διατήρηση του επιπέδου των ονομαστικών και πραγματικών μισθών σε χαμηλά επίπεδα στην χώρα μας, προκάλεσε, μεταξύ άλλων, την μετανάστευση εξειδικευμένου, κατά βάση, εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα του συγκεκριμένου αυτού μεταναστευτικού ρεύματος, στον βαθμό που το αφορά, είναι η υστέρηση, μεταξύ άλλων, μεγάλων επενδύσεων τεχνολογικού εκσυγχρονισμού της αγροτικής και της μεταποιητικής παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, δεδομένου ότι θα συρρικνώνεται η συμμετοχή τους στον παραγόμενο πλούτο της χώρας μας.