Αισιόδοξα αφηγήματα, δυσοίωνες προοπτικές
03/12/2018Από την 3η Μαρτίου 2010, την ημέρα που ο τότε πρωθυπουργός είχε ανακοινώσει το πρώτο πακέτο περικοπών, έχουν περάσει πολλά χρόνια λιτότητας. Και όμως με την «προσαρμογή» που επιβλήθηκε με τα Μνημόνια, δεν έχουν αντιμετωπισθεί ούτε οι παθογένειες ούτε οι «διαρθρωτικές» αδυναμίες της οικονομίας. Ωστόσο, η δημόσια συζήτηση αναλώνεται σχεδόν αποκλειστικά, στη λογιστική αντιμετώπιση της οικονομίας.
Η παραγωγή «πρωτογενών» πλεονασμάτων πολύ μεγαλύτερων από τον ρυθμό ανάπτυξης, η ανακατανομή εισοδήματος από τη μεσαία τάξη σε πιο αδύναμες κοινωνικές κατηγορίες, η χορήγηση ελαφρύνσεων που κλιμακώνονται σε χρόνο μετά τις εκλογές και η παροχή μερισμάτων από λογιστικά πλεονάσματα, καλύπτουν τα αδιέξοδα που διαγράφονται.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αυξήθηκε πάλι πάνω από 1 δισ. ευρώ και η χώρα αδυνατεί να βγει στις αγορές. Ενδεικτικό είναι το αφήγημα που συνοδεύει τη δρομολογημένη μη εφαρμογή της προνομοθετημένης περικοπής των συντάξεων και τη χορήγηση κοινωνικού μερίσματος, προσπαθώντας να πείσει για την «καθαρή έξοδο». Ενώ τα μέτρα είναι θετικά, το υπόβαθρο στο οποίο στηρίζονται είναι εφήμερο. Επομένως, υπάρχει μεγάλη ανησυχία για τη δημοσιονομική πορεία της χώρας και αυτή συνδέεται με το αποτέλεσμα της συνεδρίασης του Eurogroup της 3ης Δεκεμβρίου.
Διότι, θα εγκριθεί μεν ο ελληνικός προϋπολογισμός και μαζί του η συνταξιοδοτική δαπάνη και το ύψος του μερίσματος, αλλά χρησιμοποιείται για αυτά ο δημοσιονομικός χώρος του 2019 και του 2020, γεγονός που δείχνει ότι εξαντλούνται τα περιθώρια των προϋπολογισμών έως και το 2022, δηλαδή κάθε άλλη δυνατότητα δημοσιονομικής χαλάρωσης. Υπογραμμίζεται πως η «υπεραπόδοση» της τάξεως του 1,686 δισ στο 10μηνο προήλθε από τη συγκράτηση κοινωνικών δαπανών.
Ο προϋπολογισμός δεν χρησιμοποιεί αύξηση μισθών ή αύξηση των επενδύσεων για να στηρίξει την εσωτερική ζήτηση. Αντίθετα, μειώνει τις δημόσιες επενδύσεις, ενώ διατηρούνται οι υφιστάμενες μακροοικονομικές ανισορροπίες. Το γεγονός αυτό συνδέεται με τα περιθώρια εφαρμογής του μειωμένου αφορολόγητου το 2020 καθώς και με άλλες παρεμβάσεις που θα χρειασθεί να αποφασιστούν τότε.
Οι μακροοικονομικές ανισορροπίες
Για τον λόγο αυτό, η πρώτη έκθεση της Κομισιόν για την ενισχυμένη εποπτεία, που αφορά τις περικοπές της περιόδου 2011 -2018 (πχ κατάργηση 13ου -14ου μισθού στο δημόσιο, κατάργηση 13ης-14ης σύνταξης, κλπ), αναφέρει πως «δεν πρέπει να αμφισβητηθούν οι στόχοι του μεσοπρόθεσμου προγράμματος στην περίπτωση που οι ελληνικές αρχές αποφασίσουν να δώσουν αναδρομικά σε συνταξιούχους και μισθωτούς». Μάλιστα, επισημαίνεται πως, εφόσον οι ελληνικές αρχές αποφασίσουν να επιστρέψουν περικοπές που υπέστησαν οι συνταξιούχοι ή οι δημόσιοι υπάλληλοι, «θα πρέπει να ληφθούν αντισταθμιστικά μέτρα, προκειμένου να μην ανατραπούν οι συμφωνημένοι μεσοπρόθεσμοι δημοσιονομικοί στόχοι».
Τη Δευτέρα 3 Δεκεμβρίου μάλιστα, θα επικυρωθεί η έναρξη μελέτης για τις «μακροοικονομικές ανισορροπίες» στην Ελλάδα, καθώς η χώρα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει υψηλό χρέος, περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, υψηλά επίπεδα ανεργίας και, συνεπώς, μειωμένες δυνατότητες ανάπτυξης. Ιδιαίτερα, θα εκτιμηθούν οι ανισορροπίες που οφείλονται στις αδυναμίες σε επίπεδο «αποθεματικών», γεγονός που συνδέεται με το πρόβλημα των τραπεζών.
Η αναφορά στα παραπάνω χρειάζεται να μας προβληματίσει για την προβολή τους στο κοντινό μέλλον. Διότι, παρά τη μικρή βελτίωση των αριθμών, ουσιαστικά υπάρχει στασιμότητα στην ελληνική οικονομία και 1,4 εργαζόμενοι συντηρούν 1 συνταξιούχο. Η γήρανση του πληθυσμού καλπάζει, καθώς οι γεννήσεις μειώνονται και οι νέοι φεύγουν. Οι απασχολούμενοι αυξάνονται μόνο στον βαθμό που διασφαλίζουν μερική απασχόληση, κυρίως στον τουρισμό (σχεδόν 1 στις 2 νέες θέσεις) και οι μισθοί μειώνονται (-3,5% το 2017 με βάση τα στοιχεία του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας).
Η αύξηση της φτώχειας
Οι Έλληνες γίνονται όλο και πιο φτωχοί. Αυτό φαίνεται καθαρά από το γεγονός ότι, ενώ το 2010 οι πολίτες μπορούσαν να αποταμιεύουν το 2,3% του εισοδήματός τους, από το 2012 ζουν δαπανώντας τις αποταμιεύσεις τους και μετά βίας καταφέρνουν να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες.
Πρόσφατα, δημοσιεύθηκε στο Άμστερνταμ έρευνα, σύμφωνα με την οποία «αυξήσεις φόρων, ιδιωτικοποιήσεις, απελευθέρωση της αγοράς, είναι τα μέτρα με τα οποία η Ελλάδα παλεύει να αποφύγει τη χρεοκοπία. Μέτρα που επιβλήθηκαν από τους πιστωτές στη χώρα και είχαν σαρωτικές συνέπειες. Η φτώχεια στην ύπαιθρο είναι τόσο υψηλή, που δεν εξασφαλίζεται πλέον η επαρκής πρόσβαση του πληθυσμού σε τρόφιμα. Τρόφιμα υπάρχουν μεν, ωστόσο είναι συχνά εισαγόμενα και άρα ακριβότερα για πολλούς καταναλωτές».
Η έρευνα υπογραμμίζει ότι περίπου το 40% του αγροτικού πληθυσμού απειλείται από τη φτώχεια. «Όλα αυτά σημαίνουν για ένα νοικοκυριό σημαντική αλλαγή στις διατροφικές συνήθειες. Επίσης, δεν μπορούν πλέον όλες οι οικογένειες με παιδιά να εξασφαλίσουν τρόφιμα πλούσια σε πρωτεΐνες: Ο αριθμός των νοικοκυριών με παιδιά που σε ημερήσια βάση δεν συμπεριλαμβάνουν στο οικογενειακό τραπέζι τροφές με πρωτεΐνες διπλασιάστηκε, αγγίζοντας το 9% του πληθυσμού. Η έρευνα αναφέρει ότι στις αγροτικές περιοχές η ανεργία εκτινάχθηκε μέσα σε δέκα χρόνια από το 7% στο 25%, ενώ μόνο μεταξύ 2008 και 2013 το κατά κεφαλήν εισόδημα στην ύπαιθρο μειώθηκε σχεδόν στο ένα τέταρτο. Η επισιτιστική ανασφάλεια αυξήθηκε από το 7% το 2008 στο 14% το 2016».
Η «ταξική μεροληψία»
Οι συντάκτες της μελέτης δεν έχουν ξεκαθαρίσει αν τα ευρήματα έχουν σχέση με τις πρόσφατες δηλώσεις Τσακαλώτου: «Να παραδεχόμαστε ότι μεροληπτούμε ταξικά υπέρ των ασθενέστερων οικονομικά τάξεων». Διότι, στην Ολλανδία η ταξική μεροληψία αναφέρεται στη διελκυστίνδα μισθωτής εργασίας-κεφαλαίου για αξιοπρεπείς αμοιβές και ασφάλιση. Δεν αναφέρεται στους ελεύθερους επαγγελματίες και τους εκτός αγοράς εργασίας ή στους απόμαχους εργαζόμενους, την προσφορά των οποίων το κοινωνικό κράτος οφείλει να αναγνωρίζει και να σέβεται.
Σε σχέση με αυτά, η μελέτη αναφέρει: «Οι Έλληνες εξέφρασαν την απόγνωσή τους, για την έκτοτε αδιάκοπη σκληρή πολιτική περικοπών, σε εκατοντάδες απεργίες αλλά και σε άλλες αμέτρητες κινητοποιήσεις». Μόνο που όποιος κυβέρνησε έκτοτε, «είτε σοσιαλιστής, είτε συντηρητικός, είτε αριστερός», όλοι ανεξαιρέτως επέβαλαν στον λαό όλο και νέους γύρους περικοπών. Σαν αναπόφευκτη συνέπεια την οργή των πολιτών, ακολούθησε χειμερία νάρκη, παρότι υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους οι Έλληνες θα μπορούσαν να συνεχίσουν να επαναστατούν.
Η μελέτη συντάχθηκε, πριν από την έκρηξη του κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων» στη Γαλλία και το Βέλγιο, σαν αντίδραση απόγνωσης των εργαζομένων σε φορολογικές επιβαρύνσεις με πρόσχημα την προστασία του περιβάλλοντος. Προφητικά ίσως, η μελέτη αναφέρει: «Όποιος θέλει να μάθει πόσο βαθιά είναι η απόγνωση, πρέπει να ρωτήσει τους Έλληνες συνταξιούχους. Το γεγονός ότι οι πιστωτές της Ελλάδας δεν θέλουν να τους επιβαρύνουν την επόμενη χρονιά ακόμη περισσότερο, δεν μπορεί να καθησυχάσει πραγματικά τους ηλικιωμένους της χώρας».
Σημειώνεται πως οι Ολλανδοί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στα συνταξιοδοτικά θέματα, και αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα τους είναι αδιανόητο. Ιδιαίτερα η αβεβαιότητα σχετικά με τον ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, στον οποίο βασίζεται ο προϋπολογισμός. Διότι παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις για την ικανοποίηση των δημοσιονομικών στόχων, οι οίκοι αξιολόγησης τοποθετούν την Ελλάδα σε βαθμίδα non investment, γεγονός που συντηρεί την πίεση στις αποδόσεις των ομολόγων και στα spreads.
Την ίδια στιγμή οι «αγορές» θεωρούν βεβαιότητα την αντιστροφή της νομισματικής πολιτικής, δηλαδή το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης και τη στροφή σε ακριβότερη και λιγότερη διαθέσιμη ρευστότητα από την ΕΚΤ. Είναι, πλέον, βέβαιο ότι το ελληνικό επιτόκιο δανεισμού θα είναι ακριβότερο και δύσκολα θα υποχωρήσει κάτω από το 4% για το δεκαετές. Με τους όρους αυτούς, είναι περισσότερο από βέβαιο ότι υψηλού χρέους οικονομίες όπως η ελληνική, θα αντιμετωπίσουν σημαντικό πρόβλημα με το κόστος δανεισμού από τις αγορές.