Αναγκαία τα Rafale, αλλά δίχως βιομηχανικό αποτύπωμα για την Ελλάδα
18/12/2020Εγκρίθηκε από την Ειδική Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής η προμήθεια των γαλλικών αεροσκαφών Rafale. Η εν λόγω συμφωνία περιλαμβάνει έξι νέα και δώδεκα μεταχειρισμένα αεροσκάφη έναντι κόστους 1.920.000.000 ευρώ, που σε συνδυασμό με τον φέροντα απαραίτητο οπλισμό τους, κόστους 400.000.000 ευρώ,φθάνουμε αισίως στο συνολικό κόστος των 2.320.000.000 ευρώ χωρίς τις κρατήσεις.
Με λήψη προκαταβολής της τάξης του 30%, ως προς το ποσό των 1.920.000.000, δηλαδή 576.000.000 ευρώ. Είναι γεγονός ότι ήταν αναγκαία η εν λόγω προμήθεια. Από ότι προκύπτει από έγκυρες πηγές, φαίνεται ότι το εν λόγω αεροσκάφος θα διαθέτει τα βλήματα AM-39 Exocet για στόχους προσβολής πλοίων, εμβέλειας 40 νμ περίπου,τους πυραύλους Scalp-EG για στόχους προσβολής εδάφους, εμβέλειας 300 km περίπου, τους πυραύλους Meteor για στόχους προσβολής αέρος,ταχύτητας 4 max και εμβέλειας 100 km περίπου και, πιθανό τις κατευθυνόμενες βόμβες Hammer, ένα πολύ ισχυρό όπλο.
Αυτά σε συνδυασμό ότι το Rafale είναι ένα πολύ ευέλικτο αεροσκάφος λόγω του αεροδυναμικού σχεδιασμού του, με δύο κινητήρες και με σύγχρονα ηλεκτρονικά συστήματα το καθιστούν ένα πολύ εξαιρετικό σύστημα για πολυσύνθετο επιχειρησιακό έργο. Όπως αντιλαμβάνεστε το Rafale είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για την αμυντική θωράκιση της χώρας σε περιόδους χαλεπούς, που αλλάζει τις ισορροπίες τουλάχιστον στον αέρα σε ένα πολύ κρίσιμο επιχειρησιακό περιβάλλον στη περίπτωση που θα αναγκαστούμε να το χρησιμοποιήσουμε.
Επίσης, από ότι προκύπτει από έγκυρες πηγές, τα πρώτα μεταχειρισμένα αεροσκάφη πλήρως επιχειρησιακά θα παραδοθούν στην Πολεμική μας Αεροπορία περί του τέλους του 2021, εφόσον όλα λειτουργήσουν ομαλά ως προς το συμβατικό χρονοδιάγραμμα. Βεβαίως,οι αναλυτικές συμβάσεις με τις Γαλλικές εταιρίες που θα υποστηρίξουν το αεροσκάφος (Dassault Aviation), τους κινητήρες (Safran) και τα όπλα (MBDA) σε συνδυασμό με την εν συνεχεία υποστήριξη σε ανταλλακτικά και έργο συντήρησης, ως προς το χρόνο, θα δημιουργήσουν θετικό ή αρνητικό αποτύπωμα στον όλο αμυντικό σχεδιασμό.
Όχι σαν τα Mirage
Ελπίζω να μην γίνουν τα ίδια λάθη, όπως με τα Mirage-2000, που τα αφήσαμε χωρίς υποστήριξη πολλά χρόνια. Ήταν ένα πολύ μεγάλο λάθος που πληρώνουμε σήμερα ,τόσο στην αποτρεπτική μας ικανότητα, όσο και σε επιπλέον οικονομική ζημιά. Φωνάζαμε από το 2014, όμως το πολιτικό σύστημα είχε κλείσει ορμητικά τα αυτιά του. Όμως, αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί σαν Πολιτεία βαδίζουμε σχεδόν πάντα πίσω από τις εξελίξεις. Γιατί αφήσαμε ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα να περάσει, χωρίς να διαθέσουμε έστω ένα “πετραδάκι” για εξοπλιστικά προγράμματα στις Ένοπλες Δυνάμεις, ενώ βλέπαμε τους απέναντι να γιγαντώνονται εξοπλιστικά.
Αυτή η “καραμέλα” των μνημονίων του πολιτικού συστήματος, που δεν αντιλήφθηκε τον εξ’ ανατολών κίνδυνο, λόγω ιδεοληψίας και κακής νοοτροπίας, μας άφησε πολύ πίσω στο να χτίσουμε ένα ισχυρό αποτρεπτικό τοίχος με στόχο την ειρήνη στη περιοχή μας. Η σημερινή κυβέρνηση καθυστέρησε να αντιληφθεί την κατάσταση που ετοιμάζουν οι γείτονες εξ’ ανατολών, αν κρίνω από το χρόνο αντίδρασης, μετα από ένα και πλέον χρόνο.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Γιατί τώρα τρέχουμε να κλείσουμε τις παραλείψεις μας ασθμαίνοντας, που δυστυχώς μας κοστίζουν πολύ ακριβότερα, από να τις είχαμε σκεφτεί πολύ νωρίτερα. Η εν λόγω προμήθεια δεν αφήνει τα περιθώρια για ουσιαστικό κατασκευαστικό έργο στην εγχώρια αμυντική βιομηχανία και ιδιαίτερα στην Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία.
Δεν κερδίζει η εγχώρια βιομηχανία
Συγκεκριμένα, σε ένα πρόγραμμα 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ περίπου, δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη ουσιαστικών βιομηχανικών επιστροφών στη χώρα, που θα έδινε νέα πολύτιμη τεχνογνωσία, θέσεις εργασίας σε επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό και μακροπρόθεσμο οικονομικό όφελος. Δεν θα έπρεπε στο πλαίσιο της λογικής, τουλάχιστον κάποιο έργο εργοστασιακής συντήρησης των αεροσκαφών να γίνεται στην Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία; Όπως για παράδειγμα οι κινητήρες; Θα τους στέλνουμε πάλι στη γαλλική εταιρία Safran για συντήρηση και επισκευή; Έχει υπολογιστεί το μακροπρόθεσμο κόστος,σε συνάρτηση με την επιχειρησιακή διαθεσιμότητα του αεροσκάφους;
Ένα άλλο σημείο που με έχει προβληματίσει, είναι η ποσότητα των υπό προμήθεια αεροσκαφών σε συνάρτηση με το κόστος των υποδομών συντήρησης και του συνολικού έργου συντήρησης της βάσης του. Δηλαδή, αν είχαμε προμηθευτεί περισσότερα αεροσκάφη, –που όντως χρειαζόμαστε– έστω επιπλέον μία μοίρα, το συνολικό κόστος (effective cost) σε όλους τους τομείς, δεν θα ήταν προσφορότερο; Η διαπραγμάτευση με τη Γαλλία δεν θα είχε περισσότερα οικονομικά οφέλη και σε διαθεσιμότητα αεροσκαφών, που εκφράζεται σε αποτελεσματικότερη επιχειρησιακά Πολεμική Αεροπορία με ότι αυτό συνεπάγεται; Το ότι δεν υφίσταται ο ανάλογος σχεδιασμός των επιχειρησιακών απαιτήσεων, τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η προμήθεια των νέων φρεγατών που χρειάζεται “χθες” το Πολεμικό Ναυτικό.
Να σταματήσει η μυστική διπλωματία
Δυστυχώς, εδώ η κυβέρνηση έχει μπερδευτεί ως προς την λογική επιλογής που επιβάλλεται να έχει ήδη πάρει, λόγω πολιτικών επιλογών σε συνδυασμό με την λειτουργικότητα των Ναυπηγείων. Αρχικά μας μιλάει για τις γαλλικές Belharra που της προτείνουν οι επιτελείς του ΓΕΝ και στη συνέχεια ματαιώνει τη διαπραγμάτευση με τους Γάλλους. Στη συνέχεια μας μιλάει για τις Αμερικανικές φρεγάτες MMSC (Multi-Mission Surface Combatant), που αποδεδειγμένα δεν είναι οι καταλληλότερες για την αποτελεσματικότητα του Πολεμικού Ναυτικού.
Δεν έλαβε υπόψη της ότι τα Ναυπηγεία της Ελευσίνας και του Σκαραμαγκά θα καθυστερήσουν τουλάχιστον ένα χρόνο για να πάρει μπροστά η κατασκευαστική τους μηχανή υπό την προϋπόθεση ότι θα κυλήσουν όλα ομαλά. Τώρα επανέρχεται πάλι σε συνομιλίες με τους Γάλλους για τις φρεγάτες Belharra. Βεβαίως επιβάλλεται να δοθεί δουλειά στα ναυπηγεία, ωστόσο πρέπει να καλυφθούν και οι επιχειρησιακές ανάγκες του Πολεμικού Ναυτικού με τα κατάλληλα λειτουργικά πλοία, που θα έχουν τη δυνατότητα να καλύψουν αποτελεσματικά και την περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Επειδή τα εν λόγω προγράμματα θα καθυστερήσουν και ιδιαίτερα η προμήθεια των νέων φρεγατών σε συνδυασμό με την αναβάθμιση των τεσσάρων φρεγατών ΜΕΚΟ (θα απαιτηθεί τουλάχιστον βάθος χρόνου μιας επταετίας), ενώ οι εξελίξεις τρέχουν, επιβάλλεται ο κ. Πρωθυπουργός να σταματήσει τη μυστική διπλωματία και να έρθει στο τραπέζι των πολιτικών αρχηγών. Εκεί θα αποφασιστεί από κοινού η διπλωματική γραμμή που θα ακολουθηθεί στο εξής, αποφεύγοντας διπλωματικές ήττες, όπως η πρόσφατη που στήθηκε στις Βρυξέλλες, με στόχο την υπεράσπιση των συμφερόντων της χώρας με τον πλέον βέλτιστο τρόπο.