Αντίστροφη μέτρηση για τις επικουρικές συντάξεις
26/05/2020Μετά τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ (4 Οκτωβρίου 2019), όπου θεωρήθηκαν, μεταξύ των άλλων διατάξεων του Ν.4387/2016, αντισυνταγματικές οι περικοπές στις επικουρικές συντάξεις του ΕΤΕΑΕΠ, το ΣτΕ συνέστησε την νομοθέτηση νέου θεσμικού πλαισίου για τις επικουρικές συντάξεις. Όμως, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι το 2010 στην Ελλάδα, η μέση μηνιαία επικουρική σύνταξη ενός εργαζόμενου-ασφαλισμένου που είχε 1.300 ευρώ συντάξιμες αποδοχές και 37 έτη ασφάλισης ήταν 260 ευρώ (μεικτά).
Μετά τις περικοπές που επιβλήθηκαν από τα Μνημόνια 1, 2 και 3 η μέση μηνιαία επικουρική σύνταξη μειώθηκε στο επίπεδο των 170 ευρώ (μεικτά), δηλαδή μέση μείωση κατά 35%. Με τον νόμο 4387/2016 ο υπολογισμός της επικουρικής σύνταξης βασίζονταν στο άθροισμα δύο μερών. Το πρώτο μέρος αφορούσε τον χρόνο ασφάλισης μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2014, όπου το ποσό προέκυπτε από τον πολλαπλασιασμό των συντάξιμων αποδοχών επί ενός συντελεστή αναπλήρωσης ο οποίος είχε σχέση με τα χρόνια ασφάλισης.
Στο δεύτερο μέρος από 1 Ιανουαρίου 2015 και μετά, εφαρμόζεται το σύστημα των ατομικών λογαριασμών νοητής κεφαλαιοποίησης και ο υπολογισμός του ποσού προκύπτει λαμβάνοντας υπόψη, παραμέτρους όπως ο πληθωρισμός, τα επιτόκια αλλά και πιο σημαντικές παραμέτρους, όπως είναι η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ. Από την άποψη αυτή, το σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης, το οποίο “ιδιωτικοποιεί” το όφελος και κοινωνικοποιεί το κόστος, επικεντρώνει το ενδιαφέρον του στη χρηματο-οικονομική του σταθερότητα, αδιαφορώντας παντελώς για την εγγύηση και την επάρκεια των συνταξιοδοτικών του παροχών, οι οποίες είναι αδύνατον να υπολογιστούν.
Κι’ αυτό γιατί με τη λειτουργία του αυτόματου σταθεροποιητή (συσσώρευση κεφαλαίου με βάση τις εισφορές και ρήτρα μηδενικού ελλείμματος) υπάρχει εξ αντικειμένου αβεβαιότητα ως προς τον προσδιορισμό τους. Έτσι, συντελείται η ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών κινδύνων με όρους ατομικότητας και χρησιμότητας και όχι με όρους συλλογικότητας-κοινωνικότητας, καθώς και ικανοποίησης των κοινωνικών αναγκών, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για το βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων, δεδομένου ότι στερεί από την επικουρική ασφάλιση την αλληλεγγύη, η οποία αποτελεί την θεμελιώδη αρχή της κοινωνικής ασφάλισης.
Με 37 χρόνια ασφάλισης
Αξίζει να σημειωθεί ότι με τον νόμο 4387/2016, στο πρώτο μέρος ο συντελεστής αναπλήρωσης που προκύπτει με 37 έτη ασφάλισης είναι κατά 16,75% μειωμένος σε σχέση με τον συντελεστή αναπλήρωσης που προέκυπτε πριν από την οικονομική κρίση του 2010. Ο ίδιος μειωμένος συντελεστής έχει διατηρηθεί και στον πρόσφατο νόμο 4670/2020. Έτσι, ο ίδιος ασφαλισμένος (ο μέσος ασφαλισμένος του συστήματος επικουρικής ασφάλισης) του προαναφερόμενου παραδείγματος, θα λαμβάνει με τον νέο νόμο 4670/2020, 216 ευρώ (μεικτά) μηνιαία επικουρική σύνταξη.
Έτσι, με το νέο σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης, ένας ασφαλισμένος που θα πρωτοασφαλιστεί το 2020, τότε με μέσες αποδοχές στον ασφαλιστικό του βίο 1.300 ευρώ και 37 έτη ασφάλισης με πλήρη απασχόληση και θεωρώντας τον ετήσιο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 0,8%, θα λάβει επικουρική σύνταξη ίση με 220 ευρώ (μεικτά), χωρίς να ληφθεί υπόψη η αύξηση του προσδόκιμου ζωής σε αυτά τα 37 έτη ασφάλισης. Όμως, εάν ληφθεί υπόψη και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, όπως εκτιμάται από τις δημογραφικές προβολές της Eurostat το έτος 2018 για την Ελλάδα, τότε με βάση τον νέο τύπο υπολογισμού της νοητής κεφαλαιοποίησης, ο σημερινός εργαζόμενος και μελλοντικός συνταξιούχος θα λάβει επικουρική σύνταξη ίση με 149 ευρώ (μεικτά), δηλαδή μειωμένη κατά 32%.
Με άλλα λόγια, ο μελλοντικός συνταξιούχος στην Ελλάδα για να λάβει επικουρική σύνταξη με το νέο σύστημα της νοητής κεφαλαιοποίησης που εφαρμόζεται στην επικουρική ασφάλιση, ίση με αυτή που θα ελάμβανε εάν εφαρμόζονταν ο ίδιος μαθηματικός τύπος που ίσχυε μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 2014 με τον συντελεστή αναπλήρωσης, θα πρέπει το ΑΕΠ της χώρας να αυξάνεται κατά μέσο όρο με ένα ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,2%. Κι΄ αυτό συμβαίνει γιατί ο μαθηματικός τύπος της νοητής κεφαλαιοποίησης λαμβάνει υπόψη στον υπολογισμό την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, προσαρμόζοντας προς τα κάτω το ύψος των επικουρικών συντάξεων.
Εάν, όμως θεωρηθεί ότι ο σημερινός εργαζόμενος στη διάρκεια των 37 ετών (μέση μελλοντική υπηρεσία σύμφωνα με τις μελέτες του υπουργείου), αντιμετωπίσει λόγω διαφόρων κρίσεων ή της βελτίωσης της αυτοματοποίησης και της ρομποτικής, δώδεκα έτη εργασίας με ευέλικτες μορφές απασχόλης κατά τις οποίες θα ελάμβανε το 70% των αποδοχών από ό,τι με την πλήρη απασχόληση, τότε το ποσό της επικουρικής σύνταξης των 149 ευρώ (μεικτά) που προαναφέρθηκε, μειώνεται στα 133 ευρώ (μεικτά) (μέση μηνιαία μελλοντική επικουρική σύνταξη).
Φτωχοποίηση του συνταξιοδοτικού πληθυσμού
Έτσι, για να αντιμετωπιστεί και αυτός ο παράγοντας και ο σημερινός εργαζόμενος να προσεγγίσει το μέσο μηνιαίο επίπεδο των 220 ευρώ (μεικτά) επικουρική σύνταξη, θα πρέπει ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ να αυξηθεί από το 2,2% στο 2,8%, δηλαδή απαιτείται πρόσθετος μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ κατά 0,6%, προκειμένου να αντιμετωπιστεί ένα επίπεδο μείωσης της επικουρικής σύνταξης της τάξης του 30% από ευέλικτες μορφές απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής απασχόληση).
Η προοπτική αυτή της επικουρικής ασφάλισης και του επιπέδου των επικουρικών συντάξεων στην Ελλάδα κατά τις επόμενες δεκαετίες, αποδεικνύει με τον πιο σαφή και τεκμηριωμένο τρόπο ότι η διακηρυσσόμενη μακροχρόνια βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας επιτυγχάνεται με σημαντική μείωση των συνταξιοδοτικών παροχών και της διεύρυνσης των ανισοτήτων και της φτωχοποίησης του συνταξιοδοτικού πληθυσμού.
Κι’ αυτό γιατί κατά τις επόμενες δεκαετίες και μέχρι το 2070, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα (κύρια και επικουρική σύνταξη) θα διαμορφωθεί σε χαμηλά επίπεδα (12% του ΑΕΠ-34 δις ευρώ), ποσοστό πολύ κατώτερο του Μνημονιακού πλαφόν του 16,2% του ΑΕΠ, αντιστοιχώντας σε αριθμό συνταξιούχων 2.580.000 ατόμων και σε επίπεδο κύριας και επικουρικής σύνταξης 1.150 ευρώ μεικτά σε σταθερές τιμές (52% συνολικός συντελεστής αναπλήρωσης από 75% το 2009).