Απελευθέρωση και ευελιξία που “σκοτώνουν”
03/01/2019Η αντιμετώπιση τόσο του εργασιακού και κοινωνικού αποκλεισμού, όσο και των κοινωνικών-εισοδηματικών ανισοτήτων αποτελεί ολοένα και περισσότερο κεντρικό αίτημα εκδηλώσεων κοινωνικής διαμαρτυρίας. Ανισότητες που πλήττουν ιδιαίτερα τα τελευταία 30 χρόνια τους πολίτες και των αναπτυγμένων χωρών, εξαιτίας των ασκούμενων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που φέρουν το εύηχο όνομα απελευθέρωση και η ευελιξία στην αγορά εργασίας.
Πράγματι, ιδιαίτερα κατά την δεκαετία του 2010, η διεθνής και ευρωπαϊκή πολιτική απήντησε και απαντά, μεταξύ άλλων, στην κρίση της παγκοσμιοποίησης και της ανεξέλεγκτης διεύρυνσης του χρηματο-πιστωτικού και τραπεζικού τομέα, με την επέκταση της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας, την διεύρυνση της ευελιξίας της απασχόλησης, την αύξηση των κοινωνικών-εισοδηματικών ανισοτήτων και την φτωχοποίηση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού.
Χαρακτηριστική περίπτωση της αύξησης της ανισοκατανομής του εισοδήματος και των κοινωνικών ανισοτήτων αποτελούν, εκτός από την Ευρώπη, οι ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Εκεί, το ποσοστό εισοδήματος του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια υπέρμετρα, παροξύνοντας την ανισοκατανομή του εισοδήματος
Η στρατηγική καταπολέμησης της ανεργίας και των εισοδηματικών-κοινωνικών ανισοτήτων επιδιώκεται διαμέσου της ευελιξίας της απασχόλησης. Η απελευθέρωση της αγοράς εργασίας συνίσταται στην επέκταση κάθε μορφής ευελιξίας, δηλαδή της απασχόλησης, του χρόνου εργασίας, των αμοιβών, του τρόπου και του χρόνου καταβολής των αμοιβών.
Όμως, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, η στρατηγική αυτή επιλογή αποδείχθηκε λανθασμένη και αναποτελεσματική. Αιτία είναι η αντικειμενική ανεπάρκεια της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και της απασχόλησης να συμβάλλει, σε συνθήκες στασιμότητας ή ύφεσης της οικονομίας, τόσο στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας όσο και στην αντιμετώπιση των ανισοτήτων. Αντίθετα, συμβάλλουν στην απόκρυψη του υψηλού, στην πραγματικότητα, επιπέδου της ανεργίας, καθώς και στην διεύρυνση των ανισοτήτων και των διακρίσεων, η οποία διαβρώνει την κοινωνική συνοχή.
Εκτίναξη της ανεργίας
Οι δυσμενείς αυτές επιπτώσεις της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και των μορφών απασχόλησης, εξηγούνται από το γεγονός ότι οι ανισότητες μεταξύ εργασίας-τεχνολογίας βασίζονται στην άνιση κατανομή του κόστους (σε χρήμα με το χαμηλό επίπεδο των μισθών και σε είδος με το χαμηλό επίπεδο της απασχόλησης) σε βάρος της εργασίας και των ευέλικτα εργαζομένων.
Όπως αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος, στις δυσμενείς αυτές συνθήκες της αγοράς εργασίας, η ευελιξία (δηλαδή η ανασφάλεια της απασχόλησης) ασκεί, μεταξύ των άλλων, σοβαρή πίεση στους ανέργους. Πιέζει ιδιαίτερα τους νέους να αποδεχθούν σαν γέφυρα μετάβασης στην αγορά εργασίας την βραχυχρόνιας διάρκειας ευέλικτη απασχόληση. Στην πράξη, όμως, λόγω των συνθηκών στην αγορά εργασίας μετεξελίσσεται σε μόνιμης διάρκειας ευέλικτη, χαμηλά αμειβόμενη, αδήλωτη και ανασφάλιστη απασχόληση.
Στις συνθήκες αυτές παρατηρείται η ταυτόχρονη συρρίκνωση του ΑΕΠ με τη δημιουργία περισσότερων, αλλά ευέλικτων και χαμηλά αμειβόμενων θέσεων απασχόλησης. Η σημερινή πραγματικότητα της αγοράς εργασίας αποδεικνύει στην πράξη ότι η γενικευμένη ευελιξία των μορφών απασχόλησης στην χώρα μας αποτελεί εξίσου σοβαρό πρόβλημα με τις μειώσεις των αμοιβών της μισθωτής εργασίας, με τις ομαδικές απολύσεις, με την κυριαρχία των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων έναντι των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, κλπ.
Έτσι, σήμερα στην Ελλάδα, η στατιστική ανεργία βρίσκεται στο επίπεδο του 21,5%, ενώ η πραγματική ανεργία -σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας- είναι 31,5%. Η μερική απασχόληση αποτελεί το 11,5% της συνολικής μισθωτής απασχόλησης, ενώ στην ΕΕ προσεγγίζει το 21%.
Εισοδηματικές-κοινωνικές ανισότητες
Στην Ελλάδα αξίζει να σημειωθεί ότι σε έξι κλάδους αιχμής (βιομηχανία τροφίμων και ποτών, χονδρικό εμπόριο, λιανικό εμπόριο, καταλύματα, δραστηριότητες υπηρεσιών εστίασης, εκπαίδευση) σε σύνολο μισθωτής απασχόλησης 949.015 ατόμων, τα 794.451 άτομα εργάζονται με πλήρη απασχόληση και 154.474 άτομα (16,3%) εργάζονται με μερική απασχόληση.
Ειδικότερα, από αυτόν τον αριθμό των 154.474 εργαζομένων με μερική απασχόληση, οι περισσότεροι μερικώς απασχολούμενοι (53.251 άτομα – 19,3%) εργάζονται στο λιανικό εμπόριο. Ακολουθούν με 50.204 μερικώς απασχολούμενους (30,9%) ο κλάδος των δραστηριοτήτων υπηρεσιών εστίασης και με 34.827 μερικώς απασχολούμενοι (12,6%) ο κλάδος της εκπαίδευσης.
Παράλληλα, η μερική απασχόληση αποτελεί (2016) το 50,3% των νέων προσλήψεων, η ανασφάλιστη εργασία αφορά 1 στους 5 εργαζόμενους και 38% των εργαζομένων έχουν αποδοχές χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό. Αντιμέτωπη με αυτά τα δυσμενή αποτελέσματα των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, οι νεοφιλελεύθεροι αναθεωρούν την άποψη της.
Υποστηρίζουν ότι η ευελιξία της αγοράς εργασίας μπορεί να μη καταπολεμά την ανεργία, αλλά συμβάλλει στην μείωση των ανισοτήτων. Πως; Με την έννοια ότι κάποιοι εργαζόμενοι απασχολούνται σε επισφαλείς και χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας (393 ευρώ μικτά τον μήνα στην Ελλάδα) και κάποιοι άλλοι εργαζόμενοι σταδιοδρομούν επαγγελματικά σε σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Όμως, η προσφυγή στην ανάλυση των στατιστικών στοιχείων, αποδεικνύει ότι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης, ακόμη και από την μεθοδολογική οπτική της κατάτμησης της αγοράς εργασίας, αυξάνουν τις εισοδηματικές-κοινωνικές ανισότητες τόσο μεταξύ των ευέλικτα εργαζομένων, όσο και μεταξύ των ευέλικτα και των μη ευέλικτα απασχολουμένων. Κι αυτό γιατί η τμηματοποίηση της αγοράς εργασίας ουσιαστικά αποτελεί μία αντιθετική σχέση μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Ως εκ τούτου, οι ασκούμενες πολιτικές της ευελιξίας της απασχόλησης ικανοποιούν μονομερώς τα αιτήματα των επιχειρήσεων. Φορτώνουν το κόστος της προσαρμογής της εργασίας στην τεχνολογία και στο νέο εργασιακό και κοινωνικό παράδειγμα, στην εργασία και ιδιαίτερα στην ευέλικτη απασχόληση.
Οι ευέλικτες μορφές στην ΕΕ
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην ΕΕ, όπου η αύξηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας και των ευέλικτων μορφών απασχόλησης είναι στρατηγική επιλογή. Με το χαμηλό κόστος και τις μεγάλες ανισότητες προσδοκούν να βελτιώσουν το επίπεδο ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η Γερμανία αποτελεί εξαίρεση. Εκεί, η αναπτυξιακή προοπτική, κατά βάση μέσης τεχνολογικής εξειδίκευσης, εκτιμάται ότι θα συνυπάρχει τα επόμενα χρόνια με ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 1%-1,5% και με επίπεδο ανεργίας της τάξης του 10%.
Στο σύνολό της, η παραγωγική-τεχνολογική προσαρμογή της ΕΕ στις νέες διεθνείς προκλήσεις της ρομποτικής, του αυτοματισμού, της ηλεκτρονικής τεχνολογίας, της νανοτεχνολογίας, κ.λ.π. προϋποθέτει την ισορροπία μεταξύ της τεχνολογικής αναβάθμισης-ανασυγκρότησης της ευρωπαϊκής οικονομίας και της ποιοτικής βελτίωσης της εργασίας.
Έτσι, η αλλαγή και οργάνωση ενός νέου προτύπου παραγωγής προϊόντων-υπηρεσιών υψηλής ποιότητας και διεθνώς εμπορεύσιμων, θα συνδυαστεί με πολιτικές ρύθμισης της αγοράς εργασίας και των μορφών απασχόλησης. Επίσης, με πολιτικές αποτροπής των ανισοτήτων και των συνθηκών φτώχειας στην εργασία. Ο Ευρωπαϊκός Πυλώνας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (2017) στοχεύει στην βελτίωση του επιπέδου της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας με όρους παραγωγικότητας, τεχνολογίας-καινοτομίας και ποιότητας της εργασίας.