Από τη γλαύκα στο ευρώ – Η μεταπολεμική περίοδος
01/01/2019Φθινόπωρο του 1929 ο κόσμος εδοκιμάσθη από μία πρωτοφανή και βαθιά οικονομική κρίση, εξ αιτίας της υστερήσεως της διεθνούς ζητήσεως εμπορευμάτων, που ήταν αποτέλεσμα λανθασμένων νομισματικών χειρισμών στην Αμερική. Κυρίως όμως, συνέβη λόγω της αποφυγής διασώσεως των τραπεζών υπό των κυβερνήσεων που δημιούργησε ο πανικός του κοινού. Η Μεγάλη Βρετανία εγκατέλειψε το 1931 τη χρυσή βάση του νομίσματος που είχε επαναφέρει μετά τον πόλεμο και η ελληνική κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση αποσυνδέθηκε από την αγγλική λίρα και προσεκολλήθη στο αμερικανικό δολάριο, χωρίς όμως να μετατρέψει τα συναλλαγματικά της αποθέματα σε δολάρια.
Ως συνέπεια, προεκλήθη πανικός στο ελληνικό κοινό και η νεαρά Τράπεζα της Ελλάδος είδε το αποθεματικό κάλυμμα της νομισματικής κυκλοφορίας να εξαντλείται. Σε μία δραματική προσπάθεια, η κυβέρνηση ήρε τη μετατρεψιμότητα της δραχμής και επέβαλε αυστηρούς συναλλαγματικούς ελέγχους, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της καταστάσεως λόγω διακοπής της εισροής μεταναστευτικών εμβασμάτων.
«Η νεαρά τότε δημοκρατία είχε χάσει τα ενδύματά της και ήταν γυμνή. Ήταν θέμα χρόνου να ενδυθεί στο χακί». Μετά από διάφορα κοινοβουλευτικά παρατράγουδα και την παλιννόστηση του βασιλέα Γεωργίου Β’, εκηρύχθη η δικτατορία του Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου 1936. Χωρίς ο Μεταξάς να γνωρίζει τον Τζων Μέϋναρντ Κέϋνς, εφήρμοσε κεϋνσιανή οικονομική πολιτική ενισχύσεως της δημοσίας δαπάνης (ζητήσεως), ταυτοχρόνως με την ενίσχυση της εθνικής παραγωγής και απασχολήσεως (προσφοράς).
Το ισοζύγιο στην οικονομία, υπό τον διάσημο διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Κυριάκο Βαρβαρέσο, επέτυχε τη μείωση της ανεργίας και την αμυντική προετοιμασία της χώρας ενόψει νέων απειλών από την Ιταλία και Βουλγαρία. Κι αυτό, χωρίς να παραμεληθεί η πρόνοια για την εργαζομένη τάξη (ίδρυση του ΙΚΑ, καθιέρωση της κυριακάτικης αργίας, πολιτική αυτάρκειας τροφίμων, έλεγχος τιμών).
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος άρχισε τον Σεπτέμβριο του 1939, όταν η Γερμανία επετέθη κατά της Πολωνίας. Η σύμμαχός της, η φασιστική Ιταλία διέβη τα ελληνοαλβανικά σύνορα την 28η Οκτωβρίου 1940, αλλά δεν βρήκε την Ελλάδα απροετοίμαστη. Με την οικονομική και στρατιωτική συμπαράσταση της Βρετανίας, οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις όχι μόνον αντέστησαν, αλλά μπόρεσαν να αναστρέψουν την ιταλική επίθεση. Το τελευταίο προκάλεσε τον Απρίλιο του 1941 την επέμβαση της Γερμανίας, η οποία πλήρωσε βαρύ τίμημα από την ελληνική αντίσταση επί δύο μήνες, γεγονός που έπαιξε σοβαρό ρόλο στην κλίση της πλάστιγγος του πολέμου υπέρ των δυτικών δυνάμεων και της σοβιετικής Ρωσίας.
Τριπλή Κατοχή
Η Ελλάδα κατελήφθη από τρεις φασιστικές χώρες: Γερμανία, Ιταλία και Βουλγαρία. Η τριπλή Κατοχή εχαρακτηρίσθη από καταλήστευση της ελληνικής οικονομίας από το Γ’ Γερμανικό Ράϊχ, εκτεταμένη ανεργία, πληθωρισμό και πείνα του ελληνικού λαού. Επιπλέον, χαρακτηρίσθη από τρομοκρατία των ομήρων και εκτελέσεις στις πόλεις και στην ύπαιθρο, υπό της Βέρμαχτ και των Βουλγάρων επί μίαν τριετίαν.
Την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944 επακολούθησε το κομμουνιστικό κίνημα της 3ης Δεκεμβρίου για την κατάκτηση της εξουσίας. Οι προσπάθειες ανασυστάσεως του κράτους προσέκρουσαν στην επισιτιστική κρίση, στην ταχεία άνοδο των τιμών καταναλωτού και στη χρυσοφιλία. Η ελληνική κοινωνία εσώθη χάρις στη βρετανική οικονομική και επισιτιστική βοήθεια. Τον Μάρτιο του 1947 εσώθη από την κομμουνιστική ανταρσία, χάρις στην αμερικανική παρέμβαση με το δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ.
Η αμερικανική βοήθεια, όμως, εδαπανήθη κατά σημαντικό μέρος για την καταστολή του ανταρτικού κινήματος στα ελληνικά βουνά, αντί να γίνει παραγωγικές επενδύσεις. Η ανασυγκρότηση καθυστέρησε στη χώρα μας, εν αντιθέσει με τις άλλες της Ευρώπης, περιλαμβανομένης και της Γερμανίας, η οποία ουδέποτε κατέβαλε τα όσα ζημίωσε την Ελλάδα.
Η σταθεροποίηση του νομισματικού συστήματος επεχειρήθη από τον Σβώλο τον Νοέμβριο του 1944, με την καθιέρωση της νέας δραχμής σε αναλογία 1 νέας προς 50 δισ. κατοχικές και με διαγραφή των καταθέσεων. Ωστόσο, η έλλειψη δημοσίων εσόδων έβαλε πάλι μπροστά την εκτυπωτική μηχανή (χαρτονομισμάτων), με εγγύηση τα συναλλαγματικά αποθέματα της χώρας στο εξωτερικό ύψους 43 εκατ. λιρών στερλινών. Ακολούθησε υποτίμηση της νέας δραχμής, από 600 ανά λίρα στις 2.000 και εν συνεχεία στις 20.000 δρχ. Έναντι του δολαρίου στις 5.000 δρχ.
Ούτε, όμως, και αυτές οι αναπροσαρμογές μπόρεσαν να σταματήσουν τον πληθωρισμό και τη χρυσοφιλία (για πολιτικούς κυρίως λόγους), έως ότου η κυβέρνηση του στρατάρχη Αλεξάνδρου Παπάγου επέτυχε το 1953 την ποθητή σταθεροποίηση στις 30.000 δρχ. ανά δολάριο με την εν συνεχεία περικοπή των τριών μηδενικών. Από το 1953 έως το 1974, η ισοτιμία των 30 δρχ. ανά δολάριο διετηρήθη αμετάβλητη, ο πληθωρισμός ετιθασεύθη, οι επενδύσεις και η οικονομική ανάπτυξη έφθασαν στα υψηλότερα επίπεδα διεθνώς.
Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 συνέχισε την αναπτυξιακή πορεία και τη φιλολαϊκή πολιτική επί εξαετίαν, μέχρις ότου ανετράπη από μία ομάδα αξιωματικών που επεδίωξαν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Αποτέλεσμα ήταν η τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο, η οποία ολοκληρώθηκε επί Μεταπολιτεύσεως. Η επάνοδος της χώρας στη δημοκρατία επέτρεψε την ένταξή της στην ΕΟΚ που είναι ένας οργανισμός «κατά συνθήκην», δυσλειτουργικός, όταν επιλαμβάνεται οικονομικών προβλημάτων.
Η Ελλάδα υιοθετεί το ευρώ
Εν τούτοις, το 2002 η Ελλάδα υιοθέτησε το ευρώ, με αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους ζωής στο υπερτριπλάσιο, χωρίς όμως την αύξηση των εργατικών αμοιβών και του εθνικού προϊόντος. Μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2010, η ανεργία εκτοξεύθη στο 30% και οι γεννήσεις μειώθησαν κατά 25.000 ετησίως, με υπέρτερες τις αφίξεις των λαθρομεταναστών από Ασία και Αφρική.
Η διατήρηση της χώρας στην Ευρωζώνη το 2015 επέφερε την ανεργία ενός εκατομμυρίου Ελλήνων και το κλείσιμο 200.000 επιχειρήσεων στο εσωτερικό. Η έλλειψη ρευστότητος και η εντεύθεν ανεργία εξώθησε στην αποχώρηση 500.000 νέων Ελλήνων στο εξωτερικό για την ανεύρεση εργασίας και εισοδήματος. Η αύξηση του εξωτερικού χρέους δεν ανεκόπη και έφθασε το 2018 το 182% του ΑΕΠ από 100% το 2009.
Χωρίς την ύπαρξη εθνικού νομίσματος δεν είναι δυνατή η έξοδος από την παρατεταμένη ύφεση της οικονομίας και την αθρόα εισροή λαθρομεταναστών, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει Ελλάδα χωρίς τους Έλληνες. Η τύχη του ελληνικού λαού εξαρτάται από την αξιολόγηση της γεωπολιτικής και γεωοικονομικής αξίας, από την εξωτερική και την οικονομική πολιτική που θα εφαρμόσει μία μελλοντική κυβέρνηση.