Από τον κεϋνσιανισμό-φορντισμό στο νεοφιλελευθερισμό – Η μεγάλη μετάλλαξη
21/05/2020Η κρίση του υποδείγματος που με αρκετή επιτυχία εφαρμόσθηκε από τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι και τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας του ’70, οφείλεται στο ότι η διαδικασία συσσώρευσης που το υπόδειγμα αυτό εξυπηρετούσε, άρχισε σιγά-σιγά να μετατρέπεται σε φραγμό της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη μετάβαση από τον κεϋνσιανισμό-φορντισμό στο νεοφιλελευθερισμό.
Το κυρίαρχο μακροοικονομικό χαρακτηριστικό αυτού του είδους συσσώρευσης του κεφαλαίου ήταν η τόνωση της ενεργούς ζήτησης διαμέσου της δημοσιονομικής και νομισματικής επέκτασης. Οδηγήθηκε στα όριά του, όμως, όταν οι πολιτικές επέκτασης έδωσαν ώθηση στην κλιμάκωση του πληθωρισμού παράλληλα με περαιτέρω συμπίεση των κερδών, πάγωμα των επενδύσεων και αύξηση της ανεργίας.
Το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού αποτέλεσε τη θεωρητική ταφόπετρα του ήδη ευνουχισμένου κεϋνσιανού υποδείγματος ανάπτυξης. Η ολική κρίση του κεϋνσιανού-φορντικού υποδείγματος και του απορρέοντος καθεστώτος συσσώρευσης ήταν αναμενόμενο να παρασύρει σειρά βασικών ρυθμίσεων της κεφαλαιακής σχέσης. Ρυθμίσεις, οι οποίες αποτελούσαν εγγενείς συνιστώσες και δομικά χαρακτηριστικά του, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές πλαίσιο.
H αιτία της κρίσης του κεϋνσιανού υποδείγματος βρίσκεται στο γεγονός ότι η δομή συσσώρευσης του υποδείγματος και της ηγεμονίας που αυτό εξασφάλιζε, όπως προαναφέραμε, άρχισε να γίνεται φραγμός της αξιοποίησης του κεφαλαίου. Ο τρόπος ρύθμισης της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής διαδικασίας παραγωγής κέρδους, που υιοθετήθηκε σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, εξυπηρέτησε τότε τις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου.
Από τη θεωρία στην πολιτική πράξη
Έφθασε, όμως, σε ένα σημείο που όχι μόνο δεν εξυπηρετούσε τις ανάγκες του κεφαλαίου, αλλά και γινόταν εμπόδιο στη διαδικασία αξιοποίησής του. Επομένως δεν ήταν βέβαιο ότι μπορούσαν να εξασφαλιστούν μακροχρόνια οι συνθήκες αναπαραγωγής αυτού του τρόπου ρύθμισης, έτσι ώστε απρόσκοπτα να συνεχίζει να παράγεται το απαιτούμενο ποσοστό κέρδους. Οι ειδικές μορφές έκφρασης της κρίσης μπορούν να εντοπισθούν στην εμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού, στις μειωμένες επενδύσεις, στη μείωση του ποσοστού κέρδους.
Όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, οι ειδικές μορφές έκφρασης αντανακλούν την απαξίωση των βασικών λειτουργικών στηριγμάτων του φορντικού υποδείγματος. Η απαξίωση αυτή –και εδώ είναι η πλέον ενδιαφέρουσα πλευρά των εξελίξεων– άνοιξε διάπλατα τις πόρτες στην επερχόμενη νεοφιλελεύθερη θύελλα. Η θεωρητική θεμελίωση του νεοφιλελευθερισμού επί σειρά ετών ασκούνταν συστηματικά στα πανεπιστήμια του Σικάγο και του Στάνφορντ. Βρήκε δε την πολιτική της έκφραση στην πολιτική του Ρέιγκαν και της Θάτσερ.
Στην περίοδο που το συνδικαλιστικό κίνημα ασκούσε όλο και περισσότερες πιέσεις διεκδικητικού χαρακτήρα, στο πλαίσιο του συστήματος και είχε κατακτήσει αξιόλογες θέσεις, η απάντηση του κεφαλαίου ήταν μια κλιμακούμενη αντεπίθεση. Αντεπίθεση που οδήγησε όχι μόνο σε πισωγυρίσματα, αλλά και σε συντριπτική ήττα των συνδικάτων και του κόσμου της εργασίας.
Η δυσκολία αφομοίωσης του κόστους
Η βάση οργάνωσης της εργασίας στο κεϋνσιανό-φορντικό υπόδειγμα ήταν η τεϋλοριστική σύλληψη. Τα όρια του φορντικού υποδείγματος τίθενται από την περιορισμένη ικανότητα του κεφαλαίου να αυξάνει συνεχώς τη συνολική παραγωγικότητα με ρυθμούς τέτοιους που να επαρκούν για την αφομοίωση του κόστους. Κόστους που προέρχεται από τη ροπή συνεχούς εισαγωγής τεχνολογικών καινοτομιών στο πλαίσιο της ανταγωνιστικής αγοράς, από τη μετατόπιση μεγάλου μέρους της παραγωγικής διαδικασίας στην παραγωγή υπηρεσιών και από τις διεκδικήσεις των εργαζομένων.
Η συνεχής προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας είναι μια από τις βασικές αντίρροπες δυνάμεις στην τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει. Όμως, τα αποθέματα παραγωγικότητας που περιέχονται στο συγκεκριμένο τρόπο οργάνωσης της εργασίας βαθμιαία εξαντλήθηκαν με συνέπεια να μην εξισορροπείται η τάση του ποσοστού κέρδους να πέφτει.
Η πολυπλοκότητα των παραγωγικών συστημάτων, λόγω των εξελισσομένων τεχνολογικών εφαρμογών, και οι απαιτούμενες για την εγκαθίδρυσή τους υψηλές δαπάνες επένδυσης, είχαν ως αποτέλεσμα τη σταδιακή εξάλειψη του τεϋλοριστικού μαζικού εργάτη ως παραγωγού (και καταναλωτή). Απαιτείτο πλέον ένας ικανός αριθμός άκρως εξειδικευμένων εργαζομένων, οι οποίοι θα διαπλέκονται με τις τεχνολογικές εξελίξεις. Ένας πολύ μεγαλύτερος αριθμός θα υπακούει ρητά και σε ατομική βάση στις απαιτήσεις μιας μονότονης εξουθενωτικής και κακοπληρωμένης εργασίας.
Η μείωση της ζωντανής εργασίας
Η μείωση της ζωντανής εργασίας στο πλαίσιο των νέων τεχνολογικών εφαρμογών οδηγεί προς μια επαναδιοργάνωση της εργασιακής διαδικασίας με στόχο τη θεμελίωση νέων, περισσότερο ευέλικτων συνδυασμών προσώπου και μηχανής. Αυτές δημιουργούν νέες ιεραρχίες μεταξύ των εργαζομένων και ωθούν σε συστηματική εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων.
Συνεπώς η τεϋλοριστική εργασία, με το πέρασμα του χρόνου, παύει να είναι ο σταθεροποιητικός παράγοντας του κεϋνσιανού-φορντικού υποδείγματος καπιταλιστικής παραγωγής. Και στους δύο ρόλους: τόσο ως παραγωγική ικανότητα όσο και ως καταναλωτική δυνατότητα. Τούτο θέτει εκ των πραγμάτων νάρκη στα θεμέλια του αναπαραγωγικού μηχανισμού του εν λόγω υποδείγματος.
Παράλληλα, η ρύθμιση του κοινωνικού κυκλώματος της διανομής, αποτελεί βασικό παράγοντα δημιουργίας και πραγμάτωσης του κέρδους. Ως εκ τούτου, είναι ευάλωτο σημείο του φορντικού υποδείγματος. Η δυσκολία έγκειται στη ρύθμιση του ποσοστού διανομής, δίχως να τεθεί σε κίνδυνο η συνεχής συσσώρευση του κεφαλαίου και το προσδοκώμενο ποσοστό κέρδους.
Ο ρόλος της κοινωνικής ασφάλισης
Στο πλαίσιο του κεϋνσιανού-φορντικού υποδείγματος η κοινωνική ασφάλιση είναι σχεδιασμένη κατά τρόπο που διατηρεί τους ανέργους, ή τους μη έχοντες συγκυριακά εργασία ως καταναλωτές. Έτσι, η κοινωνική πρόνοια θεωρείται ως μια αναγκαία δαπάνη, ή ένα τμήμα μη αξιοποιήσιμου παραγωγικά κεφαλαίου, προκειμένου να διατηρηθεί το επίπεδο της συνολικής κατανάλωσης, η οποία δρα σταθεροποιητικά στη διευρυμένη αναπαραγωγή της συσσώρευσης του κεφαλαίου.
Το πλέγμα αυτών των ρυθμίσεων, που αφορούν στην κοινωνική ασφάλιση, δημιούργησε ένα ιατρικό-νοσοκομειακό-φαρμακοβιομηχανικό σύμπλεγμα, το οποίο με το πέρασμα του χρόνου αναπτύσσει μια σχεδόν ανεξέλεγκτη δυναμική αυξανόμενου κόστους. Ταυτοχρόνως, μειώνεται η αποτελεσματικότητα στην παροχή υπηρεσιών υγείας και περίθαλψης. Παράλληλα, οι χαμηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης της οικονομίας προκαλούν αυξανόμενες ανάγκες υποστήριξης των ατόμων, στους οποίους προκλήθηκαν κοινωνικές βλάβες (άνεργοι κ.τ.λ). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απορρόφηση μεγάλων χρηματικών ποσών και συνεπώς τη δημιουργία δημοσιονομικών πιέσεων.
Πρέπει, επίσης, να συνυπολογισθεί η ύπαρξη συγκεντρωτικών συντεχνιακών και ενσωματωμένων στο σύστημα εργατικών συνδικάτων. Αυτό οφείλεται στο ότι η πλειονότητα του εργατικού δυναμικού έχει τη μορφή “ομογενοποιημένου τεϋλοριστικού εργάτη”. Μέσω των συνδικάτων και της υπογραφής συλλογικών συμβάσεων εργασίας, οι εργαζόμενοι αντιστέκονται στη μείωση του πραγματικού μισθού. Τα εργατικά συνδικάτα ασκούν την εξουσία τους όσο η παραγωγικότητα της εργασίας υπερβαίνει την αύξηση του κόστους, το οποίο προέρχεται από την προσαρμογή των μισθών.
Συνεπώς, το σύνολο του θεσμικού πλαισίου που υιοθετήθηκε από το κεϋνσιανό-φορντικό υπόδειγμα, με το πέρασμα του χρόνου γίνεται εμπόδιο και απειλή για το καπιταλιστικό κέρδος. Προσέλαβε τη μορφή των φθινόντων ρυθμών ανάπτυξης και των δυσκολιών συσσώρευσης της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.