Αποτυχημένη καινοτομία ή επιχειρηματική αποτυχία;
15/02/2020Η καινοτομία, που ως λέξη χρησιμοποιείται σε καταχρηστικό βαθμό σήμερα, δεν περιλαμβάνει καθετί το νέο αλλά μόνο ό,τι επιδέχεται οικονομική εκμετάλλευση, έχοντας υποστεί επεξεργασία η πρωτότυπη ιδέα προκειμένου να εξελιχθεί σε προϊόν με τεκμηριωμένη χρησιμότητα στην αγορά προορισμού του. Με άλλα λόγια, η γενεσιουργός ιδέα ως αποτέλεσμα επισταμένης έρευνας και πειραματισμού, απαιτεί προσπάθεια μετεξέλιξής της σε καινοτομία-βατήρα της επιχειρηματικής εκκίνησης ή της περαιτέρω ανάπτυξης υφιστάμενης επιχείρησης και διατήρησης της ανταγωνιστικότητάς της.
Η δε επιδίωξη της ολοένα και πιο ζωτικής για την ύπαρξή της ριζική ή ανατρεπτική εκδοχή της, επαυξάνει την πιθανότητα αποτυχίας λόγω της αβεβαιότητας εξερεύνησης άγνωστων περιοχών ή της επικινδυνότητας των προς διερεύνηση ιδεών, ανεξάρτητα από την εξ ορισμού ικανότητα των εμπλεκομένων. Ούτε και υπάρχει “λυδία λίθος” για την αναζήτηση και την αποκάλυψή της καθώς, όπως το έθεσε ο Θ. Έντισον, «η καινοτομία είναι 5% έμπνευση και 95% εφίδρωση».
Μια καινοτομία είναι αρκετή για την επιχειρηματική εκκίνηση του πρωτόπειρου επιχειρηματία αλλά όχι και για τη διάνοιξη “βασιλικού δρόμου” προς την επιτυχία ή τη διασφάλιση μακροπρόθεσμης πορείας. Οι στατιστικές βεβαιώνουν ότι άνω του 50% είναι οι νεοφυείς (startups) επιχειρήσεις που καταρρέουν στα 3 ως 5 χρόνια λειτουργίας τους. Πέρα, λοιπόν, από το πρόσφορο ή τοξικό επιχειρηματικό περιβάλλον που επιδρά καθοριστικά στην υλοποίηση της πρωτοβουλίας του, σημαντικότατο ρόλο διαδραματίζει και το εξής: η πλημμελής διαχείριση της διαφαινόμενης καινοτομίας που οδηγεί στον “θάνατό” της, συμπαρασύροντας ακόμη και τη νεοπαγή επιχείρηση.
Δηλαδή, δεν ευθύνεται η καινοτομία αλλά η πιθανή μυθοποίησή της και η ανεπάρκεια διαχείρισής της. Αυτό οφείλεται τόσο στην επιπόλαιη διάγνωσης της αγοράς που οδήγησε σε ελλιπή ή ακατάλληλη πρόταση λύσης, όσο και στο γεγονός ότι ο επιχειρηματίας δεν εξοπλίστηκε με τις κατάλληλες δεξιότητες εκπαιδευόμενος και καταρτιζόμενος παράλληλα, ή δεν πλαισιώθηκε από έμπειρα στελέχη ή συμβούλους.
Θέτοντάς το διαφορετικά, ταυτόχρονα με την εξέλιξη της καινοφανούς ιδέας σε καινοτομία, οφείλει να βελτιώνει και ο δημιουργός της τις δεξιότητές του γιατί “τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και επιδέξιους κώλους”, κατά τον θυμόσοφο λαό μας.
Επιχειρηματική επιτυχία
Η αποτυχία σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο προκαλεί συναισθήματα των οποίων η αδυναμία τιθάσευσης και διαχείρισης μπορεί να βυθίσει σε “χαμηλό ψυχολογικό βαρομετρικό” στιγματίζοντας τον τολμηρό, αντί –όπως θα έπρεπε– να χαρακτηριστεί ως παραγωγική για την τεκμηριωμένη γνώση στην οποία οδήγησε, ή αντιπαραγωγική για τους πόρους που αναλώθηκαν. Πόσο δε μάλλον, όταν λείπει η ενθάρρυνση πειραματισμού και η ανοχή στο λάθος από μια κοινωνία της οποίας τα μέλη προσδιορίζουν την επιτυχία τους στη βάση της αποτυχίας του άλλου, αγνοώντας συχνά την ουσία και των δύο καταστάσεων του νου, γιατί περί αυτών πρόκειται.
Αγνοώντας, με άλλα λόγια, τι είναι η επιτυχία γι’ αυτόν (η εξουσία, ο πλούτος και η φήμη, ή η αυτοεκτίμηση και ο αυτοσεβασμός, οι αρχές και οι αξίες, οι ικανότητες και η κοινωνική του προσφορά;), θα αδυνατεί να προσδιορίσει το μέγεθος της αποτυχίας ώστε να συνεκτιμήσει από πριν τις συνέπειες επέλευσής της αναλαμβάνοντας και το ρίσκο.
Η παραδοχή της αποτυχίας ως πιθανής εκδοχής σε κάθε απόφαση ή εγχείρημα, προετοιμάζει και ενισχύει την επιμονή και την ανθεκτικότητα σε μια πραγματικότητα όπου η έλλειψη προσαρμογής οδηγεί σε επιχειρηματικό δαρβινισμό. Ο δε φόβος της και η καθημερινή προσπάθεια απάλειψης ή μετριασμού του κίνδυνου με κάθε τρόπο, επηρεάζει άμεσα τις προοπτικές ανάπτυξης της επιχείρησης (μικρός ο κίνδυνος, μικρό και το κέρδος). Επίσης επηρεάζει την ελεύθερη δημιουργία ιδεών και τον τρόπο διαχείρισής τους από τους ανθρώπους της επιχείρηση περιορίζοντας τη δημιουργικότητά τους.
Η διαχείριση της πολυπλοκότητας
Η εισαγωγή καινοτομιών κάθε είδους και διαβάθμισης αποτελεί συνθήκη επιβίωσης για την επιχείρηση, καθώς η εξέλιξη των επιστημών και της τεχνολογίας τις απαξιώνουν με έντονους ρυθμούς αλλάζοντας ανάγκες, συνήθειες και χρήσεις. Ο ρυθμός των πραγματικών αλλαγών επιταχύνεται διαρκώς στην παγκόσμια αγορά και στους οικονομικούς κλάδους, όπως επίσης στο εύρος και στη σύνθεση της πελατειακής βάσης, καθιστώντας επικίνδυνη την παραμονή στο χθες.
Σε ένα σύστημα αλληλοεπιδρώντων οντοτήτων, όπως αυτό των οικονομικών μονάδων και του κράτους ως διαμορφωτή του πλαισίου λειτουργίας τους, ο ρυθμός αλλαγής πρέπει να είναι τουλάχιστον παρόμοιος καθώς ο βραδυπορών καθυστερεί τους άλλους με ό,τι αυτό συνεπάγεται για όλους.
Η επιτυχία του χθες όχι μόνο δεν προδικάζει εκείνη του αύριο αλλά και η επανάληψή της –έστω και ως ποσοστό της– απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια από την αρχική. Θέτοντάς το διαφορετικά, η επίκληση ενός επιτυχημένου χθες όχι μόνο δε διασφαλίζει τη συμμετοχή –ούτε καν την ανοχή– αλλά και διακυβεύει την υπόσταση του οικοσυστήματος και των παρεπιδημούντων οντοτήτων του, του κράτους μη εξαιρουμένου.
Η διαχείριση της πολυπλοκότητας δεν επιβάλλει μόνο την ευελιξία των οργανισμών ως συνθήκη ύπαρξής τους, αλλά απαιτεί και ευστροφία αντίληψης της κατεύθυνσης της αλλαγής προς αποφυγή παλινδρομήσεων και “απώλειας ισχύος” κατά την προσπάθεια… απογείωσης της οικονομίας και της κοινωνίας γενικότερα.
Η ιδανική στιγμή
Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας και στις διαθρωτικές αλλαγές της, με βάση αναφοράς και μέτρο της την ΕΕ, στο σύστημα εξουσίας της οποίας είναι ενταγμένη, οφείλει να προχωρήσει –χωρίς να ελπίζει– στην αρωγή της επιδιώκοντας το καλύτερο δυνατόν αντιλαμβανόμενη τις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες που θα καθορίσουν το ρυθμό αλλαγής.
Ο ρυθμός αυτός, όπως δείχνει η ιστορία, υπαγορεύεται από τους μικρότερους παίκτες ή τα outsider, παρά από τις μεγάλες εταιρείες. Τι έχει να δείξει η χώρα μας από τους μικρούς –αποδεκατισμένους ήδη– φορείς και διεθνώς αναγνωρισμένους ρυθμιστές της αλλαγής ή και από τις “μεγάλες” επιχειρήσεις της, των οποίων οι διαστάσεις προσδιορίζονται από εκείνες τους κράτους με το οποίο είναι συνδεδεμένες;
Μετά από δέκα χρόνια οικονομικής υποτέλειας, εκποίησης της δημόσιας και της μικροϊδιόκτητης περιουσίας, αλλά και εξώθησης του καλύτερου ανθρώπινου δυναμικού στη μετανάστευση, υπάρχει καταλληλότερη στιγμή από την υιοθέτηση και εφαρμογή πολιτικών ανάτασης και… ανάστασής της; Ποια πολιτική ηγεσία, με ποιο τρόπο και μηχανισμό θα το καταφέρει χωρίς επιτάχυνση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων, συντόμευση του χρόνου υλοποίησής τους και διεύρυνση του ορίζοντα δράσης της χώρας;
Είναι δυνατόν και μέχρι πότε τα δήθεν “πλεονάσματα” θα στηρίζονται στο μόνο πραγματικό πλεόνασμα, αυτό της αβελτηρίας των μνημονιακών μας κυβερνήσεων που στο βωμό της εξουσίας τους θυσιάζουν το μέλλον των επερχόμενων γενεών, αγνοώντας ότι «η εθνική ευημερία δεν κληρονομείται αλλά δημιουργείται», όπως καίρια το έθεσε M. Porter; Είναι δυνατόν η νοοτροπία του τύπου “ας το λύσουν οι επόμενοι” να αποτελεί τον πυρήνα της συμπεριφοράς και της στάσης μας απέναντι στο μέλλον;