Αρπακτικά εντός και εκτός ορέγονται τα “φιλέτα” του Λιβάνου

Αρπακτικά εντός και εκτός ορέγονται τα “φιλέτα” του Λιβάνου, Αλέξανδρος Μουτζουρίδης

Μετά και την παραίτηση σύσσωμης της κυβέρνησης του Χασάν Ντιάμπ, εν μέσω σφοδρών διαδηλώσεων, ο Λίβανος βιώνει μια άνευ προηγουμένου κοινωνική και πολιτική κρίση. Ο απολογισμός της έκρηξης στο λιμάνι της Βηρυτού, που μετρά τουλάχιστον 163 νεκρούς και 6.000 τραυματίες, καθώς και εκατοντάδες χιλιάδες αστέγους, αναζωπύρωσε την οργή και την αγανάκτηση των Λιβανέζων για το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα και την οικονομική κατάπτωση.

Ο Ντιάμπ ανακοίνωσε την παραίτηση της κυβέρνησής του, απευθυνόμενος στο λαό, και έριξε την ευθύνη στους προκατόχους του: «Η διαφθορά είναι μεγαλύτερη από το κράτος και το κράτος έχει παραλύσει από μια κυβερνώσα κλίκα που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ή να απαλλαχθεί από αυτή». Κατόπιν αυτού, η κυβέρνηση Ντιάμπ υποβαθμίζεται σε υπηρεσιακή, ενώ ο πρόεδρος Μισέλ Αούν βρίσκεται σε συνεννόηση με τα κοινοβουλευτικά κόμματα για τον ορισμό νέου πρωθυπουργού, με στόχο το σχηματισμό νέας κυβέρνησης.

Η εξέλιξη ήταν αναμενόμενη, μετά και τις διαδηλώσεις του σαββατοκύριακου, που εντάθηκαν όταν διαπιστώθηκαν τα ελλιπή μέτρα στήριξης που ελήφθησαν για τους πολίτες που έχασαν τα σπίτια και τις επιχειρήσεις τους από την έκρηξη. Αν και ο Ντιάμπ είχε δηλώσει την πρόθεσή του για την προκήρυξη πρόωρων εκλογών, δεν υπάρχει κάποια επίσημη πληροφορία, μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.

Αυτός είναι κι ένας λόγος που η κοινωνική ένταση δεν αναμένεται να μειωθεί, αφού ο κόσμος απαιτεί συνολική αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό, έχοντας παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης στα “παλιά” πρόσωπα και κόμματα. Άλλωστε, προέρχονται από διάφορες ομάδες σουνιτών και σιιτών, που μοιράζονται βάσει του Συντάγματος την εξουσία στο Λίβανο, από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80 μέχρι σήμερα.

Ταυτόχρονα, δυνάμεις από τη Σαουδική Αραβία και το Ισραήλ ως τις ΗΠΑ και τη Γαλλία ανταγωνίζονται για επιρροή στο Λίβανο και “μερίδιο” ισχύος στη νέα πολιτική πραγματικότητα που θα διαμορφωθεί, στην οποία η μέχρι πρότινος ισχυρή Χεζμπολάχ απειλείται με παραγκωνισμό. Από τις πολιτικές εξελίξεις, όμως, θα αρχίσει να διαφαίνεται και η οικονομική μοίρα της χώρας, η οποία ήδη δεχόταν ασφυκτικές πιέσεις από το 2019. Σε αυτές, δυστυχώς, προστίθεται η ζημιά που προκάλεσε η έκρηξη, η οποία αποτιμάται μεταξύ 10 και 15 δισεκατομμυρίων δολαρίων.

Η “βόμβα” στο τραπεζικό σύστημα

Όπως είναι γνωστό, η λιβανέζικη λίρα είχε χάσει το 80% της αξίας της από τον Οκτώβριο του 2019 (σήμερα η “ανεπίσημη” ισοτιμία φτάνει τις 4.000 λίρες ανά δολάριο), ενώ το χρέος της χώρας το 170% του ΑΕΠ. Ο Λίβανος είναι σημαντικά εξαρτημένος από τις εισαγωγές, ιδίως σε τρόφιμα, και είναι αναγκασμένος να δανείζεται για να καλύπτει τις ανάγκες του. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι η οικονομική του δυστοκία οφείλεται στη χρόνια διαπλοκή μεταξύ των κυβερνήσεων και των τραπεζών, κάτι για το οποίο οι “ξένοι” είχαν προειδοποιήσει εδώ και καιρό.

Ήδη, η διευθύντρια του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, έδωσε το στίγμα, σε δήλωσή της στις 9 Αυγούστου, κατά τη διάσκεψη υποστήριξης προς τη Βηρυτό. Κατηγόρησε την πολιτική τάξη του Λιβάνου για «έλλειψη πολιτικής βούλησης να υιοθετήσει ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις», αλλά κυρίως έθεσε τους όρους για τη “διάσωση” της χώρας με δανεισμό.

  • Πρώτον, μίλησε για την ανάγκη βιωσιμότητας του χρέους και επιβάρυνση «εκείνων που ωφελήθηκαν από παρελθόντα υπερβολικά κέρδη», ώστε να γίνει ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
  • Δεύτερον, ζήτησε την επιβολή διά νόμου περιορισμών κεφαλαίου, καθώς και να γίνουν βήματα για «τον περιορισμό των απωλειών στις κρατικές επιχειρήσεις».

Πρέπει να θυμίσουμε εδώ ότι, το ίδιο το ΔΝΤ, από τον Οκτώβριο του 2019, είχε προειδοποιήσει για τις λογιστικές “αλχημείες” που οδήγησαν το τραπεζικό σύστημα του Λιβάνου στη σημερινή κατάσταση: «η κεντρική τράπεζα υπήρξε ο συνδετικός κρίκος της σταθερότητας, αλλά με κόστος της εντεινόμενης εξάρτησης από τις τράπεζες, το οποίο απειλεί την τραπεζική σταθερότητα και πιέζει προς τα κάτω τους ισολογισμούς της, προκειμένου να προστατευθεί η κερδοφορία των τραπεζών».

Με λίγα λόγια, το ΔΝΤ σήμερα βάζει στο στόχαστρο τους τραπεζίτες του Λιβάνου που από κοινού με την κυβέρνηση χρηματοδότησαν τη διατήρηση της “σταθερότητας” αγοράζοντας κρατικά ομόλογα με υψηλά επιτόκια. Μάλιστα, πρόσφατα, αποκαλύφθηκε ότι ο διοικητής της Τράπεζας του Λιβάνου, Ριάντ Σαλάμε, περνούσε τα μελλοντικά κέρδη της τράπεζας στο ενεργητικό της, για να συγκαλύψει μια “τρύπα” ύψους 50 δισ. δολαρίων, τη στιγμή που το ΑΕΠ του Λιβάνου δεν ξεπερνά τα 56 δισ.!

Στο στόχαστρο η δημόσια περιουσία

Η όποια πολιτική αλλαγή ανοίγει το δρόμο για να γίνει αυτό που ζητούσαν εδώ και καιρό οι τράπεζες της χώρας, που φέρουν μεγάλο κομμάτι της ευθύνης για τη χρεοκοπία που βιώνει σήμερα ο Λίβανος: να πωληθεί το σύνολο της δημόσιας περιουσίας. Δεν είναι τυχαίο ότι, εν όψει της εξαφάνισης των συναλλαγματικών αποθεμάτων και της αδυναμίας της κυβέρνησης να πληρώσει χρέη σε ξένο νόμισμα (όπως τo eurobond 1,2 δισ. τον περασμένο Μάρτιο), οι τραπεζίτες υιοθέτησαν σκληρότερη στάση.

Ο τραπεζικός σύνδεσμος της χώρας έχει ζητήσει από το Μάιο την ιδιωτικοποίηση του συνόλου(!) της δημόσιας περιουσίας του Λιβάνου, ύψους –τότε– 40 δισ. δολαρίων για να αποπληρωθεί το χρέος της κυβέρνησης προς τις τράπεζες. «Δεν διαθέτει ρευστότητα, αλλά διαθέτει πολλά περιουσιακά στοιχεία τα οποία αξίζουν περισσότερα από όσα χρειάζονται για να επανέλθει η οικονομική σταθερότητα», διεμήνυε, τότε ο λιβανέζικος τραπεζικός σύνδεσμος.

Η πρότασή τους, μάλιστα, αφορούσε στη δημιουργία ενός “υπερταμείου”, σαν αυτό που δημιουργήθηκε με τις υποδείξεις της τρόικας στην Ελλάδα, το οποίο δυνητικά θα περιλαμβάνει:

  • Δημόσια γη, συμπεριλαμβανομένων και των ακτών.
  • Κρατικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, όπως η επιχείρηση ηλεκτρισμού, Electricité du Liban και η εταιρεία τηλεπικοινωνιών OGERO, και άλλες κρατικές επιχειρήσεις όπως η αεροπορική Middle East Airlines, η οποία ανήκει στην Τράπεζα του Λιβάνου.
  • Το καζίνο του Λιβάνου (Casino du Liban), για το “ξεπούλημα” του οποίου υπήρχαν φήμες εδώ και πολλούς μήνες.

Εν τω μεταξύ, η τιμή στην οποία θα κληθεί η εκάστοτε κυβέρνηση να πουλήσει τα περιουσιακά στοιχεία της χώρας δεν αναμένεται να είναι ίδια, μετά τις ανάγκες που έχει δημιουργήσει η έκρηξη στο λιμάνι της Βηρυτού και η ανθρωπιστική κρίση. Ωστόσο, οικονομολόγοι όπως ο Τζέιμς Ρίκαρντς, του αμερικανικού think tank Foundation for Defense of Democracies (FDD), έχουν “λύση” και γι’ αυτό.

Ο Λίβανος μπορεί, λένε, να “επιδοτήσει” τη διάσωσή του χρησιμοποιώντας τα σημαντικά, σε σχέση με το μέγεθός του, αποθέματα χρυσού που διαθέτει. Επισήμως, το Μάιο του 2020 αυτά μετρούσαν περίπου 287 τόνους και η αξία τους εκτιμάται σε περίπου 17 δισ. δολάρια. «Είναι μια αρχή», επισημαίνει το FDD, για να διαμορφωθεί ένα πακέτο διάσωσης, αλλά μαζί με πολιτική αναπροσαρμογή. «Δεν μπορεί να είναι μια “απλή” διάσωση», καταλήγει…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι