Brexit: Τελειώνει το πάρτι για τους τραπεζίτες του Σίτι;
05/01/2021“Σιγκαπούρη” ή “Βυζάντιο του Τάμεση θα γίνουμε”; Σε αναμμένα κάρβουνα βρίσκεται η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον ενόψει της μετά-το-Brexit εποχής, την ώρα που το καθεστώς λειτουργίας του χρηματοοικονομικού κέντρου της Βρετανίας έρχεται στο επίκεντρο του πολιτικού σχεδιασμού. Κι αυτό γιατί, καθώς η εμπορική συμφωνία ΗΒ-ΕΕ δεν προβλέπει πρόσβαση του ενός στην αγορά του άλλου, το μέλλον του Σίτι εξελίσσεται σε θρίλερ, με ενστάσεις και διαφωνίες ένθεν κακείθεν.
Σε μια προσπάθεια να καθησυχάσει την κοινή γνώμη, ο αρμόδιος υπουργός, Τζον Γκλεν, έσπευσε να διευκρινίσει ότι δεν θα μετατραπεί το Σίτι σε μια “Σιγκαπούρη του Τάμεση”, δηλαδή σε έναν παράδεισο απορρύθμισης και οπορτουνισμού. Η ανησυχία αυτή εκφράζεται συστηματικά το τελευταίο διάστημα στο δημόσιο διάλογο τώρα που ο τομέας έχασε τη λεγόμενη “πρόσβαση διαβατηρίου” στην ευρωπαϊκή αγορά και πιέζεται ώστε να παραμείνει ανταγωνιστικός, ενδεχομένως μέσω της κατάργησης υψηλών προδιαγραφών λειτουργίας.
Άλλωστε παύει να υποχρεούται σε συμμόρφωση με τους κοινοτικούς κανόνες της ΕΕ, και παρόλο που αρκετές χρηματοπιστωτικές εταιρείες και τράπεζες έχουν μεταφέρει όγκο των δραστηριοτήτων τους από το ΗΒ σε άλλη χώρα-μέλος της Ένωσης, ο κλάδος προσβλέπει σε μια καταρχήν συμφωνία με τις Βρυξέλλες.
Από την άλλη μεριά, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ του κλάδου, όπως ο νομικός σύμβουλος επενδύσεων Σάιμον Γκλίσον, προειδοποιούν ενάντια σε ένα “Βυζάντιο του Τάμεση”, δηλαδή ένα ασφυκτικό ρυθμιστικό πλαίσιο που θα μείωνε την ανταγωνιστικότητα της χρηματοοικονομικής βιομηχανίας. Η οποία –όπως λένε– αποτελεί το 10% της οικονομίας της χώρας.
Όπως έχει γίνει γνωστό, το Μάρτιο αναμένεται να υπογραφεί μνημόνιο συνεννόησης με την Κομισιόν για την έναρξη διαπραγματεύσεων με θέμα ακριβώς την πρόσβαση του Σίτι στην ευρωπαϊκή χρηματοοικονομική και τραπεζική αγορά. Πολλές επιχειρήσεις επεδίωξαν να αποσπάσουν περίοδο χάριτος απευθείας από τις κυβερνήσεις κρατών-μελών, κάτι που συνέβη για παράδειγμα με την Ιταλία, όπου οι βρετανικές επενδυτικές παραμένουν ενεργές για ένα ακόμα εξάμηνο. Ταυτόχρονα, ο κλάδος απειλείται όχι μόνο από ανταγωνιστικά κέντρα όπως η Φρανκφούρτη και το Παρίσι, αλλά και κέντρα εκτός ΕΕ, όπως η Ζυρίχη και η Νέα Υόρκη.
Οι εν δυνάμει απώλειες από το Brexit
Ένας από τους λόγους που η κυβέρνηση Τζόνσον δεν θέλησε να συμπεριλάβει το θέμα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στη συμφωνία που σύναψε τα Χριστούγεννα, ενδεχομένως να ήταν και πολιτικός. Θα μπορούσε εύκολα να κατηγορηθεί ότι βιάζεται να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του Σίτι, το οποίο άλλωστε είχε πρωτοστατήσει σε μια άνευ προηγουμένου τρομολαγνική καμπάνια εναντίον του Brexit, την εποχή του δημοψηφίσματος.
Εν πάση περιπτώσει, οι διαπραγματεύσεις που θα συνεχιστούν το 2021 για το θέμα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών θα αποβούν καθοριστικές για το βαθμό πρόσβασης του Σίτι στην ευρωπαϊκή αγορά. Η Κομισιόν θα κληθεί να αξιολογήσει με βάση την αρχή της ισοδυναμίας, και κατ’ επέκταση πόσο το ρυθμιστικό και λειτουργικό πλαίσιο του ΗΒ συγκλίνει επαρκώς με το ενωσιακό, ώστε να αποφανθεί για μια νέα συμφωνία που θα αφορά στον κλάδο.
Ο υπουργός Οικονομικών, Ρίσι Σούνακ, κάνει λόγο για μια «ανοιχτή, ελκυστική, και καλορυθμισμένη αγορά», που θα εστιάζει στη λεγόμενη πράσινη χρηματοοικονομική, τις νέες τεχνολογίες αλλά και στην αγορά των ανερχόμενων κρυπτονομισμάτων. Ορισμένοι εμπλεκόμενοι του κλάδου, όμως, δεν θεωρούν ότι απαιτούνται αλλαγές στο ρυθμιστικό πλαίσιο για να ανοίξει αυτός σε νέους τομείς. «Δεν μπορώ να δω τι μπορείς να κάνεις μετά το Brexit που δεν μπορούσες πριν», σχολίασε στους Sunday Times ο σερ Χάουαρντ Ντέιβις, πρόεδρος της επενδυτικής ΝatWest και πρώην στέλεχος της ρυθμιστικής τραπεζικής αρχής.
Υπό αυτό το πρίσμα είναι δύσκολο να εκτιμηθεί από τώρα το τελικό “κόστος” για το Σίτι από το Brexit. Σύμφωνα με την Τράπεζα της Αγγλίας, υπολογίζεται ότι από το 1,2 τρισ. δολάρια σε ημερήσιες συναλλαγές επιτοκίων και συμβολαίων ανταλλαγής πιστωτικής αθέτησης (κοινώς, CDS), τα 200 δισ. δεν θα λαμβάνουν χώρα στο Λονδίνο. Παράλληλα θα χρειαστεί να “μετακομίσουν” και αρκετές συναλλαγές μετοχών εταιρειών με έδρα την ΕΕ, όπως και των ομολόγων.
Πέραν αυτών, πρέπει να σημειώσουμε ότι οι τράπεζες και επενδυτικές του Σίτι έχουν γραφεία και δραστηριότητες σε αρκετές άλλες πόλεις του Ηνωμένου Βασιλείου, από το Εδιμβούργο και τη Γλασκώβη ως το Μάντσεστερ και το Κάρντιφ. Για όλους τους παραπάνω λόγους, τα χρηματοπιστωτικά λόμπι στη Βρετανία –που αποτελούνται σε μεγάλο βαθμό από πολυεθνικές τράπεζες και επενδυτικές– ασκούν έντονες πιέσεις στον Σούνακ να κάνει ό,τι μπορεί για να πετύχει την πολυπόθητη “ισοδυναμία”.
Τέλος στο “πάρτι” του Σίτι
Οι ενώσεις που εκπροσωπούν τα συμφέροντα του Σίτι μέσω της οργάνωσης TheCityUK έχουν προειδοποιήσει ότι το κόστος του Brexit για το χρηματοπιστωτικό τομέα της χώρας, δίχως το καθεστώς “ισοδυναμίας” με την ΕΕ, θα ανέλθει ως και 38 δισ. λίρες, 75.000 θέσεις εργασίας (κυρίως ξένων) και απώλειες 10 δισ. λίρες σε φορολογικά έσοδα για το κράτος.
Παρόλα αυτά, όπως παραθέτει σε εκτενή ανάλυσή του ερευνητής του Business School του City University London, το Σίτι έχει συστηματικά επιχειρηματολογήσει μόνο με γνώμονα τα δικά του συμφέροντα, παραγνωρίζοντας τους άλλους τομείς και αποφεύγοντας επιμελώς να συνυπολογίσει τυχόν οφέλη, για το Ηνωμένο Βασίλειο, από το Brexit.
«Τα επιχειρήματά του αφορούν κυρίως στο μέγεθος και τον αντωνισμό. Οι μεγάλες εταιρείες του Σίτι καλωσορίζουν τους κανόνες της ΕΕ που εμποδίζουν τις νέες μικρές επιχειρήσεις να τις ανταγωνιστούν. Κι αυτό συγκαλύπτεται ως εθνικό συμφέρον για το ΗΒ. Ενώ δεν είναι. Είναι απλώς ενάντια στα συμφέροντα των πελατών του Σίτι που θα δουν ακόμα μικρότερες αποδόσεις όσο οι μεγάλες επιχειρήσεις καταπίνουν τις μικρές».
Ακόμα δηλαδή και με όρους ελεύθερης αγοράς, το καθεστώς των χρηματοοικονομικών συναλλαγών δεν ευνοεί πραγματικά τον υγιή ανταγωνισμό ή τις επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, αλλά το εύκολο, υψηλού ρίσκου κέρδος που καλλιεργήθηκε στην κουλτούρα του κλάδου ήδη από το 1986, με το λεγόμενο Big Bang. Ορισμένοι ήλπιζαν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα “ελέγξει” την ισχύ και την αυθαιρεσία των τραπεζιτών, αλλά αυτό παραμένει αμφίβολο δεδομένης της επιρροής που ασκεί το αντίστοιχο λόμπι στις Βρυξέλλες.
Σε τελική ανάλυση, και όπως επισημαίνουν στον Guardian παράγοντες που πρόσκεινται τόσο στην κυβέρνηση όσο και στην αντιπολίτευση, «το Ηνωμένο Βασίλειο έχει υπερβολική εξάρτηση στα κέρδη από τα χρηματοοικονομικά και μια αλλαγή χρειαζόταν εδώ και καιρό. Το Brexit ίσως έδινε μια ευκαιρία επαναπροσδιορισμού».