Χωρίς εναλλακτική η τουρκική οικονομία
15/08/2018Οι πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου Ερντογάν, ότι θα αναζητήσει νέους οικονομικούς συμμάχους, αποδεικνύονται για ακόμη μια φορά εκτός πραγματικότητας. Αν κάποιος ρίξει μια ματιά στα στατιστικά στοιχεία που αφορούν στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας και τους κύριους εμπορικούς εταίρους θα το αντιληφθεί εύκολα. Η τουρκική οικονομία περιορίζεται αποφασιστικά.
Οι εξωτερικές εμπορικές (αγαθά) συναλλαγές της Τουρκίας με τις υπόλοιπες χώρες του πλανήτη, ανήλθαν το 2017 σε εισαγωγές ύψους 207,0 δισ. δολάρια και σε εξαγωγές ύψους 139,0 δισ. ευρώ. Με τις χώρες δε της ΕΕ οι αντίστοιχες συναλλαγές περιλάμβαναν εισαγωγές ύψους 69,8 δισ. ευρώ και εξαγωγές ύψους 84,5 δισ. ευρώ. Δηλαδή το % των εμπορικών συναλλαγών της Τουρκίας με τις χώρες της ΕΕ ανέρχεται στο 33,7 % ως προς τις εισαγωγές και στο 60,8 % ως προς τις εξαγωγές. Παρακάτω μπορούμε να δούμε τους παραπάνω οικονομικές δείκτες της Τουρκίας συγκριτικά με τα έτη 2015-6-7.
Στον Πίνακα 3 παρουσιάζονται αντίστοιχα οι εμπορικές σχέσεις των υπηρεσιών της Τουρκίας με τις υπόλοιπες χώρες του πλανήτη (αριστερή πλευρά) και με τις χώρες της ΕΕ (δεξιά πλευρά), τα έτη 2015 και 2016. Οι εισαγωγές υπηρεσιών στην Τουρκία από τις χώρες της ΕΕ (2016) αποτέλεσαν περίπου το 80,0% των συνολικών εισαγωγών υπηρεσιών της χώρας. Αντίστοιχα οι εξαγωγές υπηρεσιών προς τις χώρες τις ΕΕ ανήλθαν περίπου στο 35,0% των συνολικών εξαγωγών υπηρεσιών της χώρας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρική Τράπεζας οι συνολικές (αποθέματα) Άμεσες Ξένες Επενδύσεις στη χώρα ανέρχονται σε 140 δισ. δολάρια. Εξ αυτών οι ευρωπαϊκές χώρες κατέχουν το 80,0%, το 9,0% οι ΗΠΑ, το 7,0% οι χώρες του κόλπου και 5,0% η Ρωσία. Οι επενδύσεις από τις χώρες του κόλπου είναι συγκεντρωμένες κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα και ειδικά στον Ισλαμικό Τραπεζικό Τομέα (Albaraka Turk, Kuveyt Turk και Turkiye Finans είναι μερικές από τις αντιπροσωπευτικές ισλαμικές τράπεζες).
Real estate και κρατικά ομόλογα
Στον τομέα του real estate, περίπου το 20-25% των οικιών που αγοράσθηκαν από ξένους ανήκουν σε κατοίκους των χωρών του Κόλπου, οι περισσότεροι από τη Σαουδική Αραβία και το Κουβέιτ, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Το 2015 οι κάτοικοι των χωρών του κόλπου αγόρασαν 5.000 κατοικίες από τις 23.000 που πωλήθηκαν συνολικά στους ξένους. Το 2016 οι συνολικές πωλήσεις μειώθηκαν στις 18.000 και οι κάτοικοι των χωρών του κόλπου απέκτησαν 4.000 .
Περίπου οι ίδιες εξελίξεις παρατηρούνται και στην αγορά των τουρκικών κρατικών ομολόγων. Οι Ευρωπαίοι επενδυτές παρακρατούν περισσότερο από το 70,0% των κρατικών ομολόγων που έχουν αγορασθεί συνολικά από ξένους επενδυτές το 2016, και ανέρχονται σε 30 δισ. δολάρια σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας. Ένα 20,0% παρακρατούν οι Αμερικανοί επενδυτές, το 10,0% επενδυτές από την Ασία και οι χώρες του Κόλπου το 5,0%.
Αναφορικά τώρα με τις μακροχρόνιες πιστώσεις, τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προμηθεύουν περίπου το 56,0% από τις συνολικές εξωτερικές μακροχρόνιες πιστώσεις, συνολικού ύψους 206 δισ. δολαρίων που ο τουρκικός ιδιωτικός τομέας έχει δεχθεί μέχρι το τέλος του 2016 πάντοτε σύμφωνα με τα στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας. Οι αμερικανικές τράπεζες προμηθεύουν το 12,0%, ενώ το χρηματοπιστωτικό σύστημα των χωρών του κόλπου το 8,0% (περίπου 16 δισ. δολάρια) με τις τράπεζες του Μπαχρέιν να βρίσκονται στην πρώτη θέση.
Με βάση τα παραπάνω, το λεγόμενο αραβικό κεφάλαιο από τις πετρελαιοπαραγωγικές χώρες του κόλπου αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 10,0% των εξωτερικών χρηματικών πόρων που εισρέουν στην τουρκική οικονομία σε όλες τις μορφές (άμεσες ξένες επενδύσεις, επενδύσεις χαρτοφυλακίου, δάνεια).
Από το 2003, στην Τουρκία εισρέουν κατά μέσο όρο ετησίως περίπου 10,0 δισ. δολάρια και οι ευρωπαϊκές χώρες αποτελούν τον κύριο προμηθευτή αυτών των πόρων. Δεύτερες έρχονται οι ΗΠΑ ενώ οι χώρες του Κόλπου συνεισφέρουν το λιγότερο. Ακόμη και αν δεχθούμε την εισροή χρηματικών πόρων που δεν καταγράφονται στις επίσημες στατιστικές η συνεισφορά των χωρών του Κόλπου δεν υπερβαίνει το 10,0% του συνόλου.
Συμπερασματικά, και με βάση όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως γίνεται αντιληπτό ότι οι παληκαρισμοί του προέδρου Ερντογάν έχουν ένα όριο και καθορίζονται με σαφήνεια από τους περιορισμούς που θέτει, καλώς ή κακώς η τουρκική οικονομία και η αλληλεξάρτησή της με τη διεθνή οικονομία.