Δεν αρκεί η αύξηση του κατώτατου μισθού…
20/01/2025
Στο λεγόμενο “δυτικό” υπόδειγμα, όπου η μεγέθυνση του εθνικού εισοδήματος καθοδηγείται κυρίως από το χρηματοπιστωτικό σύστημα, οι κρατικές παρεμβάσεις στις αγορές, και για το θέμα μας στην αγορά εργασίας, δεν μπορεί παρά να είναι αναποτελεσματικές στην βελτίωση της εν γένει αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων.
Καταρχήν “οικονομικά”, αυτή δεν εξαρτάται μόνο από το ύψος του ονομαστικού μισθού που ρυθμίζει-θεσπίζει η κυβέρνηση ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, παρά την κυρίαρχη ιδεοληψία περί “ελεύθερων” αγορών, αλλά και από το γενικό επίπεδο τιμών, ή την λεγόμενη “ακρίβεια“. Η τελευταία εξαρτάται από τις συνθήκες λειτουργίας (μορφές) των αγορών στο οικονομικό κύκλωμα προϊόντος-εισοδήματος.
Όταν αυτό ελέγχεται από ολίγους και αλληλεξάρτητους (ολιγοπώλια), καμία νομοθετική παρέμβαση δεν μπορεί να είναι επωφελής για την ευημερία των εργαζομένων, επειδή (τουλάχιστον) οι επιχειρήσεις είναι “διαμορφωτές τιμών” κι επομένως σε κάθε περίπτωση έχουν την δυνατότητα μετακύλισης του παραπάνω κόστους στους καταναλωτές. Μόνο στο ιδεατό υπόδειγμα που όλοι οι οικονομολόγοι επιθυμούν, αυτό του πλήρους ανταγωνισμού, οι εταιρείες είναι “λήπτες τιμών” κι όπως όλοι οι εμπλεκόμενοι έτσι κι αυτές δεν έχουν δυνατότητα επηρεασμού της τιμής πώλησης των προϊόντων τους.
Η αύξηση κατώτατου μισθού δεν αρκεί
Πρόκειται για στοιχειώδη γνώση που κατέχουν οι πρωτοετείς φοιτητές των οικονομικών σχολών των πανεπιστημίων ήδη από το εισαγωγικό μάθημα στην οικονομική ανάλυση. Η επιβολή από την κυβέρνηση ελάχιστου μισθού στην αγορά εργασίας, δηλ. πάνω από το επίπεδο του λεγόμενου πραγματικού μισθού “ισορροπίας”, θα προκαλέσει αύξηση της ανεργίας, αφού, υπό προϋποθέσεις, οι επιχειρήσεις στον επιβαλλόμενο υψηλότερο μισθό λογικά θα ζητούν λιγότερους εργαζομένους για απασχόληση στην παραγωγή τους. Το μέτρο αυτό από μόνο του δεν “συμφέρει” τους εργαζομένους συνολικά, εκτός αν λειτουργεί ως αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή τους (ΑΤΑ) βραχυχρόνια.
Η κρατική παρέμβαση πρέπει να συμπληρωθεί και από άλλα μέτρα ώστε να επιτύχει τον στόχο της βελτίωσης της αγοραστικής δύναμης των “πολλών” εργαζομένων. Εν προκειμένω, αποτελεσματικότερο μέτρο, μακροχρόνια, θα ήταν η εξασφάλιση στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) συνθηκών πλήρους ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές και ειδικά στις αγορές εργασίας (με θέσεις πλήρους ωραρίου και ασφαλιστικής κάλυψης). Μεσοπρόθεσμα όμως η αγοραία ελευθερία είναι αναγκαίο να εξασφαλίζεται από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων των εργαζομένων και των επιχειρήσεων, κάτι που είναι μεν στόχος της ΕΕ αλλά εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι δεν υποστηρίζεται.
Εντούτοις, αβίαστα προκύπτει σημαντικότερο ερώτημα: “γιατί χρειάζονται ρυθμίσεις”; Το ερώτημα είναι βάσιμο, αφού το θεωρητικό αφήγημα της κυρίαρχης οικονομικής σχολής σκέψης (νεοκλασικών ή νεο-Κεϋνσιανών οικονομολόγων) η οποία στηρίζει (αβάσιμα) επιστημονικά την επιχειρηματολογία των διοικούντων την ΕΕ, μιλάει για εν γένει αυτο-ρυθμιζόμενες αγορές και ευφυέστατους παίκτες (καταναλωτές, παραγωγούς, επιχειρήσεις, οργανισμούς) που κατά μέσο όρο δεν κάνουν λάθη πρόβλεψης των συνεπειών οποιασδήποτε προβλεπτής οικονομικής πολιτικής. Δεν μάθαμε τίποτα από τις κρίσεις και ειδικά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική του 2008;
Με άλλα λόγια, η ανάγκη για επιβολή κατώτατου μισθού, επιβεβαιώνει στην πράξη ότι δεν λειτουργεί ούτε ανταγωνισμός ούτε πολύ περισσότερο ενιαία αγορά εργασίας στην ΕΕ (θεσμικά τουλάχιστον), δηλ. αποδεικνύεται έμπρακτα η αποτυχία των υπόψη πολιτικών ενοποίησης σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και φυσικά σε εθνικό. Αυτονόητα όλα αυτά θα έλεγε κάποιος μη-οικονομολόγος, αφού ειδικά για την χρεοκοπημένη χώρα μας, ο καθένας μας βιώνει ότι λειτουργούμε σε καθεστώς υποτέλειας των μνημονίων που δέχθηκε το “πολιτικό μας σύστημα”, βλ. απορρύθμισης και διάλυσης του όποιου ανταγωνισμού όλων των αγορών (προϊόντος, συντελεστών, χρήματος/κεφαλαίου) με στόχο τον αποπληθωρισμό τιμών προϊόντων/υπηρεσιών και αμοιβών συντελεστών, ώστε να μειωθεί δραστικά η ικανότητα κατανάλωσης υπερβάλλουσας της εγχώριας παραγωγής.
Κι αυτό γιατί, εξαιτίας του μεταπρατικού παραγωγικού μας μοντέλου, η όποια μεγέθυνση του ελληνικού εισοδήματος στηρίζεται κυρίως στην καταναλωτική δαπάνη των ιδιωτών (σήμερα εν γένει χρεοκοπημένων και υπό επιτροπεία). Βέβαια η μνημονιακή αυτή “συνταγή” ήδη αποδείχθηκε λανθασμένη, αφού το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μας βαίνει πάλι αυξανόμενο. Η “θεραπεία”, εντούτοις, κατάφερε την λεηλασία όχι μόνο των ενυπόθηκων περιουσιακών στοιχείων, αλλά και μέσω του αποπληθωρισμού του εν γένει πλούτου των “ατελών” Ελλήνων πολιτών. Περισσεύει η υποκρισία των επαγγελματιών της λεγόμενης “πολιτικής” στην ΕΕ… κάτι το οποίο από τους λαούς της δεν είναι πλέον ανεκτό όπως φαίνεται από την άνοδο των μη-συστημικών κομμάτων εξουσίας.
Η αγορά έχει πρόβλημα δημοκρατίας
Για να μην μακρηγορούμε για τα αυταπόδεικτα, το πρόβλημα είναι πολιτικό! Δεν λύνεται με οικονομικές “πολιτικές” περιπτωσιολογικής επιστήμης. Χρειάζεται μεγάλο αφήγημα και εδραία γνωσιολογία, δηλ. διεπιστημονική προσέγγιση με στόχο την κοινωνική συνοχή.
Είναι ευκαιρία στην ΕΕ σήμερα να προχωρήσουμε προς την δημοκρατία ώστε να επιλέγουμε εμείς ως πολίτες, πώς θέλουμε να ζήσουμε τη ζωή μας (επομένως και οικονομικά…)! Οι κοινωνίες στις χώρες-μέλη της αγαπημένης μας Ευρώπης, με πρόταγμα την ελευθερία (όχι μόνο την αποτελεσματικότητα), ήδη απαιτούν την θεσμική τους έκφραση στο πολιτικό σύστημα, ώστε να καταργήσουν την “εκλόγιμη μοναρχία” που σε διάφορους βαθμούς και έκταση κυριαρχεί στην “δύση” σήμερα.
Μπορούμε να προχωρήσουμε άμεσα από το πρώιμο ανθρωποκεντρικό πολιτικό σύστημα της ατομικής (έστω ελλιπούς) μόνο ελευθερίας στο “αντιπροσωπευτικό” (Κοντογιώργης, 2007), το οποίο, μπορεί μεν να μην είναι δημοκρατία, αλλά τουλάχιστον σε αυτό η κοινωνία θα μπορέσει να εξέλθει από την ιδιωτεία στην οποία την έχουν απομονώσει. Τότε, θα αναλάβει τον ρόλο του εντολέα προς τους “εντολοδόχους-πολιτικούς”, οι οποίοι σήμερα κατέχουν το “πολιτικό σύστημα” μετατρέποντάς το σε κράτος-εξουσία.
Έτσι, θα μπορέσει σταδιακά η θεσπισμένη κοινωνία να κατακτήσει την «κοινωνική ελευθερία» (καταρχάς) στην εργασία, ξεπερνώντας την μισθωτή μορφή, η οποία κακώς θεωρείται η βασική (αν όχι μοναδική) προσφορά εργασίας στην οικονομική επιστήμη… και υιοθετώντας κάτι άλλο, πχ. το παραδοσιακά Ελληνικό σύστημα της “εταιρικής κοινωνίας”, όπου η εργασία συμβάλλεται όχι ενοχικά αλλά ως εταίρος στην παραγωγή μαζί με το κεφάλαιο (Κοντογιώργης, 2010). Η εμπειρία υπάρχει στο ελληνικό κοσμοσύστημα και λειτούργησε με επιτυχία ως τον 19ο αιώνα όταν μας επιβλήθηκε η Βαυαρική μοναρχία. Ο στόχος της Δημοκρατίας είναι πλέον εφικτός ειδικά με βάση τα σύγχρονα ψηφιακά εργαλεία επικοινωνίας των πολιτών.
Ο Θεόδωρος Σταματόπουλος είναι Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής από τον Σεπτέμβριο 2020. Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Αθήνας (ΑΣΟΕΕ), και του Πειραιά (Πανεπιστήμιο Πειραιώς) στην Ελλάδα, καθώς και της Μασσαλίας (Aix-Marseille II) στην Γαλλία. Έχει διδάξει ανελλιπώς από το 1990 οικονομικά στο Τ.Ε.Ι. Κρήτης, σήμερα Ελληνικό Μεσογειακό Πανεπιστήμιο, και στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Έχει συγγραφικό και ερευνητικό ακαδημαϊκό έργο. Έχει εργαστεί στον ιδιωτικό τομέα σε εταιρείες χρηματοοικονομικών υπηρεσιών (1996-2004) όπου έφτασε σε διευθυντικές θέσεις, ενώ υπηρέτησε και σε ακαδημαϊκές διοικητικές θέσεις. Αρθρογραφεί σε ηλεκτρονικές εφημερίδες παρεμβαίνοντας στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική επικαιρότητα.