Δυνατή Γερμανία, ευάλωτη Ευρωζώνη
20/10/2017του Κώστα Βεργόπουλου –
Η Γερμανία, η χώρα που πραγματοποιεί τα υψηλότερα εξωτερικά πλεονάσματα (μέχρι 8,9% του ΑΕΠ της) είναι ταυτόχρονα αυτή που επενδύει τα λιγότερα: 16%-17% του ΑΕΠ ο σχηματισμός σταθερού κεφαλαίου στην Γερμανία, έναντι 18,5% του ΑΕΠ για το σύνολο της Ευρώπης. Παράλληλα, ο σχηματισμός σταθερού κεφαλαίου στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί στο 20% του ΑΕΠ.
Τί άραγε απομένει στην Ευρωζώνη προς ικανοποίησή της; Η επιτυχής μείωση του μέσου δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από το 1% του ΑΕΠ. Φυσικά, αυτό με τις ήδη γνωστές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική σταθερότητα και ανάπτυξη. Νόμιμο πλέον το «αφελές» ερώτημα: τόσες θυσίες για τόσο μικρό αποτέλεσμα;
Ασφαλώς αποσιωπάται από γερμανικής πλευράς ότι η αποκλειστική προσήλωση στη μείωση των ελλειμμάτων αποτελεί προληπτική «ασπίδα» προστασίας για την Γερμανία. Κι αυτό στο μέτρο που έτσι εξασφαλίζεται ότι δεν θα χρειαστούν μεταβιβάσεις γερμανικών πλεονασμάτων υπέρ των ελλειμματικών χωρών-μελών.
Με τον κανόνα των μηδενικών ελλειμμάτων, η Γερμανία πιστεύει ότι εξασφαλίζεται. Όμως, με αυτά δεν εξασφαλίζεται καθόλου η σταθερότητα των εταίρων της και του συνόλου της Ευρωζώνης. Η Ευρωζώνη αποβαίνει έτσι πιο ευάλωτη, καθότι περισσότερο εκτεθειμένη στην αυθαιρεσία των χρηματιστηρίων και των χρηματαγορών. Μια ευρωπαϊκή οικονομία πιο ισορροπημένη στα βασικά ισοζυγία της, αλλά ταυτόχρονα περισσότερο αποδυναμωμένη και πιο εύθραυστη. Έχει σχεδόν 12.000.000 ανέργους και κυρίως έχει δραματική υστέρηση στις επενδύσεις, στην εφαρμογή των τεχνολογικών καινοτομιών, στην παραγωγικότητα και συνεπώς στην διεθνή ανταγωνιστικότητα.
“Εξυγίανση” με ύφεση!
Κάθε «εξυγίανση» που επιχειρείται σε υφεσιακές συνθήκες καταλήγει πάντα σε αύξουσα ευθραυστότητα για την πραγματική οικονομία. Οπωσδήποτε, οι διαρθρωτικές στρεβλώσεις θα πρέπει να διορθώνονται, αλλά, ως γνωστόν, για κάθε έργο πρέπει να βρίσκεται και η κατάλληλη στιγμή. Δεν νοείται διόρθωση των στρεβλώσεων με τίμημα την εμβάθυνση της ύφεσης.
Σε ένα πλαίσιο ύφεσης και στασιμότητας, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ευρώπη, κάθε «διορθωτική» κίνηση κινδυνεύει να προκαλεί αρνητικές συνέπειες. Οι διαχειρήσιμες καταστάσεις αποβαίνουν απελπιστικά μη διαχειρήσιμες. Το συμβόλαιο μεταξύ των γενεών προϋποθέτει την ικανότητα διαρκούς ανάπτυξης, ώστε οι επόμενες γενιές να καλύπτουν τις προηγούμενες. Ωστόσο, εάν υποτεθεί ότι η ανάπτυξη σταματά, τότε κάθε συμβόλαιο μεταξύ γενεών εμφανίζεται ως «κατάχρηση» των προηγούμενων γενεών εις βάρος των επόμενων.
Από την άλλη πλευρά, εάν οι παλαιότερες γενιές περικόπτουν τις δαπάνες τους, αυτό δεν ωφελεί διόλου τις επόμενες, καθόσον δεν υπάρχει χείριστος δρόμος για το μέλλον από αυτόν που βασίζεται στις περικοπές δαπανών στο παρόν. Οπωσδήποτε, για ένα καλύτερο αύριο δεν αρκεί η τυφλή αύξηση δαπανών στο παρόν. Θα πρέπει, όμως, σε κάθε περίπτωση οι δαπάνες να είναι στοχευμένες με κριτήριο την αύξηση της απασχόλησης, της δυνητικής παραγωγικότητας και την μεγιστοποίηση του πολλαπλασιαστή.
Προς τούτο, τα ευρωπαϊκά κράτη θα όφειλαν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους, πράγμα που επί του παρόντος δεν συμβαίνει. Τα πολιτικά και κομματικά συστήματα βαλτώνουν σε ένα καθολικό έλλειμμα αξιοπιστίας, προοπτικής και φιλοδοξίας. Επί του παρόντος, η Ευρώπη, όχι μόνον δεν προστατεύει τις χώρες-μέλη της από την προαναγγελλόμενη καταιγίδα, αλλά αντιθέτως, αφού έχει ήδη απεμπολήσει κάθε μηχανισμό αυτοάμυνας, παραμένει αδρανής και σε κατάσταση αναμονής έναντι του επερχόμενου μοιραίου.