Εισοδηματικές ανισότητες – Γιατί μας πάει 100 χρόνια πίσω το αγγλοσαξωνικό μοντέλο
02/02/2020Πρόσφατα είχα αναφερθεί στη συστηματική και αξιόλογη δουλειά που κάνει ο οικονομολόγος Τομά Πικετί για την έρευνα πάνω στις ανισότητες. Είχαμε μάλιστα αναφέρει και ότι ήδη από τη δεκαετία του 1930, ο Κέυνς φώναζε για την ανάγκη συστηματικής και σταθερής μείωσης του ποσοστού της φτώχειας ώστε να επέλθει ανάπτυξη. Σήμερα, ακόμα και η Παγκόσμια Τράπεζα δεν μπορεί να μην το παραδεχτεί αυτό. Όπως αποφαίνεται με μεγάλη σαφήνεια: «Χωρίς σημαντική μείωση της ανισότητας, ειδικά σε χώρες με υψηλή φτώχεια και ανισότητα, ο κόσμος δεν θα επιτύχει το στόχο του να σταματήσει την ακραία φτώχεια έως το 2030».
Στο σημείο θα πρέπει να πούμε, για είμαστε απολύτως συνεπείς, ότι οι ανισότητες τα τελευταία 30 χρόνια δεν αυξήθηκαν σε όλες τις χώρες με τον ίδιο ρυθμό ή και σε ορισμένες έμειναν στάσιμες ή σχεδόν στάσιμες, σύμφωνα πάντα με βάση τον συντελεστή Gini.
Αυτό είναι σημαντικό διότι δείχνει με σαφήνεια ότι οι οικονομικές ανισότητες υπό μια καθοριστική έννοια αποτελούν πολιτικό πρόβλημα, διότι ήταν οι παρεμβάσεις της οικονομικής πολιτικής αυτές που τις περιόρισαν στις συγκεκριμένες χώρες. Μπορούμε συνεπώς να ισχυριστούμε ότι το οικονομικό υπόδειγμα που έχει ενσωματωθεί στο καθεστώς της παγκοσμιοποίησης διευκολύνει (πολιτικά) την άνοδο των οικονομικών ανισοτήτων.
Ωστόσο, ακόμη και εντός αυτού του πλαισίου υπάρχουν οι δυνατότητες παρεμβάσεων της οικονομικής πολιτικής ώστε αυτές να αμβλυνθούν. Άρα θα πρέπει να μελετηθούν όλοι εκείνοι οι ειδικοί παράγοντες που ισχύουν σε κάθε χώρα για να καταλάβουμε τους λόγους της μεγαλύτερης ή μικρότερης ανόδου των ανισοτήτων εντός των διαφόρων χωρών.
Στο γράφημα που ακολουθεί παρουσιάζονται εκτιμήσεις για το μερίδιο του συνολικού εισοδήματος που κατέχει το υψηλότερο 1% κατά τη διάρκεια του περασμένου αιώνα σε ένα αριθμό πλουσίων χωρών. Τα στοιχεία είναι προ φόρων και μεταβιβάσεων. Όπως μπορούμε να δούμε, από το τέλος της δεκαετίας του 1970 διαπιστώνονται αποκλίνουσες τάσεις. Στις ΗΠΑ και στις υπόλοιπες αγγλοσαξονικές χώρες, η ανισότητα επέστρεψε στα υψηλά επίπεδα των αρχών του αιώνα.
Ωστόσο, σύμφωνα με το διάγραμμα, οδηγούμαστε σε εντελώς διαφορετική διαπίστωση αν δούμε τις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης και την Ιαπωνία, παρ’ όλη τη σχετική άνοδο των ανισοτήτων. Αυτό επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά ότι οι εθνικές πολιτικές έχουν σημασία αλλά και το οικονομικό υπόδειγμα λειτουργίας του καπιταλισμού ιστορικά είναι διαφορετικό σε αυτές τις περιοχές του πλανήτη (Κώστας Μελάς – Εθνικά Οικονομικά Συστήματα, Φεβρουάριος 2005.
Δείτε τι έπαθαν οι αγγλοσαξωνικές χώρες που έχουν αναφανδόν έχουν υιοθετήσει το νεοκλασικό υπόδειγμα που είναι κυρίαρχο και καθοδηγεί τις παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες. Εκεί, οι οικονομικές ανισότητες –με βάση τον συντελεστή Gini– έχουν επιστρέψει στις αρχές του 20ου αιώνα. Η τεράστια καμπύλη U το δείχνει ξεκάθαρα. Αντιθέτως, στις χώρες τις Κεντρικής Ευρώπης και στην Ιαπωνία, ναι μεν υπάρχει αύξηση των ανισοτήτων, την περίοδο της παγκοσμιοποίησης, αλλά απέχουν πάρα πολύ από τις αρχές του αιώνα. Στη δική του περίπτωση η καμπύλη λαμβάνει τη μορφή L. (Γράφημα 1).
Βασικά εργαλεία της μείωσης των οικονομικών ανισοτήτων, μέσω της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, είναι η φορολογία και οι μεταβιβάσεις. Υπάρχουν στοιχεία που υπολογίζουν τον συντελεστή Gini με βάση το διαθέσιμο εισόδημα και όχι με το αντίστοιχο αγοραίο. Το διαθέσιμο εισόδημα υπολογίζεται αν από το προσωπικό εισόδημα αφαιρεθούν οι άμεσοι φόροι (φόρος εισοδήματος) και οι εισφορές σε ταμεία κοινωνικών ασφαλίσεων.
Στις χώρες που υπάρχουν στοιχεία και μπορεί να υπολογισθεί το διαθέσιμο εισόδημα ο συντελεστής Gini λαμβάνει μικρότερες τιμές, κατά μέσο όρο, περίπου 0,18. Φυσικά, αυτό προϋποθέτει προοδευτικό σύστημα φορολόγησης και σύστημα μεταβιβάσεων πόρων.
Στο Γράφημα 2 υπάρχουν στοιχεία για την εξέλιξη του συντελεστή Gini με βάση το διαθέσιμο εισόδημα για ορισμένες χώρες που υπάρχουν δεδομένα. Παρατηρούμε ότι σχεδόν σε όλες τις χώρες την περίοδο μετά το 1990 το μέγεθος του συντελεστή αυξάνει, δηλαδή αυξάνεται η ανισότητα. Στο Γράφημα 3, αντίστοιχα παρουσιάζεται η ανισότητα του εισοδήματος με βάση το αγοραίο εισόδημα στις ίδιες χώρες.