Ελληνική η πρώτη bad bank – Κάν’ το όπως ο Αρσένης
27/03/2023Με την κατάρρευση των δύο μικρομεσαίων αμερικανικών τραπεζών, την περιπετειώδη εξαγορά της Credit Suisse και το κραχ στην Deutche Bank, το “φάντασμα” μιας τραπεζικής κρίσης επέστρεψε στις ΗΠΑ και την Ευρώπη. Σε ότι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, υπάρχουν διαβεβαιώσεις ότι είναι “θωρακισμένες”, έναντι της παρούσας κρίσης, αν και στα χαρτοφυλάκια τους είναι συσσωρευμένα τα κόκκινα δάνεια. Ως γνωστόν η λύση που προκρίθηκε για αυτά, είναι η νομιμοποίηση σε δικαστικές πράξεις πλειστηριασμών εκπρόσωπων των funds και όχι η παλαιότερη πρόταση για ίδρυση μιας bad bank, μια ιδέα που δεν ήταν καθόλου νέα.
Συγκεκριμένα, ακούστηκε για πρώτη φορά το 1983. Ο τότε υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Γεράσιμος Αρσένης, εισηγήθηκε την ίδρυση ενός κρατικού φορέα που θα αναλάμβανε τη διάσωση των προβληματικών επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα (τότε βέβαια δεν υπήρχε βέβαια πρόβλημα με “κόκκινα” στεγαστικά δάνεια).
Παρόμοια παραδείγματα από τη διεθνή εμπειρία εντοπίζουμε στις ΗΠΑ, στα τέλη της δεκαετίας του 2000. Συγκεκριμένα το 2008, ο τότε Αμερικανός υπουργός Οικονομικών, Χένρι Πόλσον (Henry Paulson) και ο πρώην πρόεδρος της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας (FED), Μπεν Μπερνάνκι (Ben Bernanke) αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν κρατικό φορέα που θα υποδεχόταν τα επισφαλή προϊόντα τραπεζών, που είτε πτώχευσαν ή απειλούνταν με πτώχευση.
Το φαινόμενο των προβληματικών επιχειρήσεων, δηλαδή η εμφάνιση σημαντικού αριθμού βιομηχανικών επιχειρήσεων, που εμφανίζουν προβλήματα παραγωγικότητας και αποτελεσματικής συνέχισης του κύκλου εργασιών τους, εμφανίζεται στη χώρα μας στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Τα αίτια θα πρέπει να αναζητηθούν κυρίως στο πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύχθηκε η ελληνική βιομηχανία και στον τρόπο λειτουργίας της, αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Κατά δεύτερον, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η γενικότερη οικονομική ύφεση, η οποία εμφανίστηκε διεθνώς μετά το 1978 (Βλ. τον ρόλο των δυο πετρελαϊκών κρίσεων 1973 και 1979), αλλά και η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, χωρίς να έχει γίνει ανάλογη προετοιμασία για την ομαλή προσαρμογή της ελληνικής βιομηχανίας στο νέο περιβάλλον. Επομένως, αρχές της δεκαετίας του 1980, η ελληνική βιομηχανία βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση, αναφορικά με την ανταγωνιστικότητα της, ενώ αδυνατούσε να βρει πόρους για νέες επενδύσεις, δεδομένου ότι ο τεχνολογικός εξοπλισμός των περισσότερων προβληματικών επιχειρήσεων ήταν απαρχαιωμένος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρόβλημα των υπερχρεωμένων κρατικών επιχειρήσεων ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τη βιωσιμότητα και την αξιοπιστία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Η απειλή για το τραπεζικό σύστημα συνδεόταν με το γεγονός, ότι οι επιχειρήσεις αυτές είχαν λάβει μεγάλα δάνεια από την Εθνική Τράπεζα, με αποτέλεσμα οποιαδήποτε χρεοκοπία αυτών, συνεπαγόταν ταυτόχρονη χρεοκοπία της μεγαλύτερης ελληνικής τράπεζας.
Ο ΟΑΕ ως ιδιότυπη bad bank
Η τότε πολιτική ηγεσία θεώρησε ότι ήταν επιτακτική ανάγκη η δημιουργία ενός νομοθετικού πλαισίου για την αντιμετώπιση του ζητήματος των προβληματικών επιχειρήσεων, δεδομένου ότι οι περισσότερες από αυτές χαρακτηρίζονταν ως στρατηγικής σημασίας για την ελληνική οικονομία (βλ. ΛΑΡΚΟ, ΠΥΡ-ΚΑΛ, ΑΓΕΤ-ΗΡΑΚΛΗΣ, Αθηναϊκή Χαρτοποιία, Συγκρότημα Σκαλιστήρι, Πειραϊκή Πατραϊκή κ.α.).
Παράλληλα, το φαινόμενο των προβληματικών επιχειρήσεων είχε κοινωνικές προεκτάσεις, λόγω της αναταραχής που δημιουργούσε η ανεργία, απόρροια του γεγονότος ότι οι επιχειρήσεις αυτές ή υπολειτουργούσαν ή είχαν κλείσει. Ακόμη, η αναγκαιότητα δημιουργίας του νόμου αυτού επιβλήθηκε από το γεγονός ότι οι μέχρι τότε προσπάθειες αντιμετώπισης του ζητήματος, από τους ιδιώτες επιχειρηματίες και τις τράπεζες είχαν αποτύχει, δεδομένου ότι κάθε πλευρά αντιμετώπιζε το θέμα με τα δικά της κριτήρια, στενά συνδεδεμένα με τα συμφέροντά της.
Ο OAE (Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων) ιδρύθηκε με τον Ν. 1386/83 (ΦΕΚ 107 Α΄, 08.08.1983). Επρόκειτο για Ανώνυμη Εταιρεία, υπό την εποπτεία του κράτους που ασκούταν από τον εκάστοτε υπουργό Εθνικής Οικονομίας. Σκοπός του Οργανισμού ήταν πρώτον, η διάσωση υπερχρεωμένων επιχειρήσεων, που αποτελούσαν σημαντικό μέρος της βιομηχανικής υποδομής της χώρας, ώστε να καταστούν βιώσιμες, δεύτερον, η διασφάλιση όσο το δυνατόν περισσότερων θέσεων εργασίας, τρίτον, η επανεκκίνηση της βιομηχανίας της χώρας και τέλος, η προστασία του τραπεζικού συστήματος που είχε δανείσει μεγάλα ποσά.
Σε δεύτερη φάση, ο νέος φορέας μπορούσε να αναλάβει τη διοίκηση και εκμετάλλευση των υπό εξυγίανση επιχειρήσεων. Με τη ψήφιση του νόμου, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας δέχτηκε πάνω από 200 αιτήματα επιχειρήσεων για ένταξη στις ρυθμίσεις του νόμου. Τέθηκαν υπό τη διαχείριση του νέου φορέα 43 επιχειρήσεις, με συνολικές οφειλές προς τις τράπεζες ύψους 171,5 δισ. δραχμές.
Μετά το 1990
Η δράση του ΟΑΕ περιορίστηκε το 1990 με τη ψήφιση του Ν. 1882/90 (ΦΕΚ 43, Α΄ 23.3.1990), βάσει του οποίου σταμάτησε η υπαγωγή νέων προβληματικών επιχειρήσεων στην αρμοδιότητα του ΟΑΕ. Επομένως, από τη ψήφιση του παραπάνω νόμου και έκτοτε η δραστηριότητά του αφορούσε μόνο επιχειρήσεις που είχαν έως τότε υπαχθεί σε αυτόν. Τον Αύγουστο του 2002, έκλεισε οριστικά το κεφάλαιο του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Ο ΟΑΕ είχε τεθεί υπό καθεστώς εκκαθάρισης από τον Μάιο του 2000 (Υπουργική 10970/918/11.5.2000, ΦΕΚ 627/Β/12.5.2000) και μεταβίβασε όλα τα στοιχεία του ενεργητικού του στο ελληνικό δημόσιο.
Στα θετικά του Ν. 1386/83 συγκαταλέγονται πρώτον, η διάσωση επιχειρήσεων που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της εθνικής οικονομίας, δεύτερον, διατηρήθηκαν χιλιάδες θέσεις εργασίας, τρίτον, μέσα από τις μετοχοποιήσεις των χρεών των επιχειρήσεων που έγιναν, βοηθήθηκε ουσιαστικά το τραπεζικό σύστημα, ειδικότερα η ΕΤΕ η οποία κινδύνευε από κατάρρευση εξαιτίας των μεγάλων επισφαλών δανείων που είχε χορηγήσει στις προβληματικές επιχειρήσεις.
Στα αρνητικά του νόμου συμπεριλαμβάνονται πρώτον, η μη αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων μικρών σε μέγεθος επιχειρήσεων, δεύτερον, ήταν ασαφές το πλαίσιο ένταξης των επιχειρήσεων στον νόμο. Κυριάρχησαν ορισμένες φορές (κομματικά) κριτήρια που δεν είχαν σχέση με τη πραγματική βιωσιμότητα των προβληματικών επιχειρήσεων. Τέλος, δεν υπήρξε ξεκάθαρη πολιτική για το μέλλον των επιχειρήσεων που βρίσκονταν υπό εξυγίανση.