Επιχειρηματικά κέρδη και πληθωρισμός – Η περίπτωση της Ελλάδας
20/06/2023Από το προηγούμενο έτος, 2022, υποστηρίζω με ένταση ότι ο υψηλός πληθωρισμός που επικράτησε, κυρίως στις δυτικές οικονομίες, υποστηρίζεται σημαντικά και από τα επιχειρηματικά κέρδη (Δες: Κ. Μελάς, “Η κερδοσκοπία εκτοξεύει τον πληθωρισμό” και Κ. Μελάς, Η διόγκωση του περιθωρίου κέρδους συμβάλλει ουσιαστικά στην αύξηση του ρυθμού πληθωρισμού).
Η άποψη αυτή στηρίζονταν σε μελέτες που είδαν το φως της δημοσιότητας στην ΕΚΤ, αλλά και στις ΗΠΑ (Δες: στα παραπάνω άρθρα). Με καθυστέρηση σχεδόν ενός χρόνου εμφανίζονται και στην Ελλάδα υποστηρικτές αυτής της άποψης στηριζόμενες στην έκθεση της Goldman Sachs (“The Role of Profit Margins in Euro Area Inflation”, Απρίλιος 2023), (Δες: “Τα επιχειρηματικά κέρδη συμβάλλουν στη διατήρηση του επίμονου πληθωρισμού στην Ευρωζώνη” Alpha Bank, Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, 15 Ιουνίου 2023).
Αντιγράφω, λοιπόν, από το Δελτίο: «Ένας από τους παράγοντες που φαίνεται ότι συντελούν καθοριστικά στη διατήρηση του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα είναι η αύξηση των επιχειρηματικών κερδών. Τα κέρδη των επιχειρήσεων αποδείχθηκαν ιδιαιτέρως ανθεκτικά, από το ξεκίνημα της πανδημίας μέχρι σήμερα, ενώ αποτέλεσαν έναν καθοριστικό συντελεστή στη διαμόρφωση του πληθωρισμού. Η ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού, εξαιτίας κυρίως των γεωπολιτικών διαταραχών, των προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα και των ενεργειακών ανατιμήσεων, έδωσε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αυξήσουν τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών τους, μεγιστοποιώντας έτσι τα κέρδη τους.
Όταν η προσαρμογή των τιμών των αγαθών στο αυξημένο κόστος παραγωγής είναι μεγαλύτερη, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων της ΖτΕ (Ευρωζώνης) εκτιμάται ότι η διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων επιμηκύνεται. Η διερεύνηση αυτών των εξελίξεων συνιστά καθοριστικό παράγοντα για το πόσο γρήγορα θα μειωθεί ο γενικός πληθωρισμός της ΖτΕ από τα τρέχοντα υψηλά επίπεδα. Το τέταρτο τρίμηνο του 2022, η αύξηση των επιχειρηματικών κερδών αντιπροσώπευε περισσότερο από το ήμισυ της αύξησης του αποπληθωριστή του ΑΕΠ (GDP deflator), με την αύξηση του ονομαστικού μισθολογικού κόστους ανά εργαζόμενο να εξηγεί λιγότερο από το ήμισυ (Γράφημα 1).
Πολλές επιχειρήσεις όχι μόνο κατάφεραν να μετακυλήσουν πλήρως το υψηλότερο κόστος στους πελάτες τους, αλλά αύξησαν ακόμη και τα περιθώρια κέρδους τους. Αυτό οφειλόταν κυρίως στην επαναλειτουργία της οικονομίας, με την ισχυρή ζήτηση να υπερβαίνει την περιορισμένη προσφορά σε διάφορους τομείς της οικονομίας, ενισχύοντας σημαντικά την τιμολογιακή δύναμη των επιχειρήσεων.
Οι εργαζόμενοι, προσώρας, έχουν έρθει αντιμέτωποι με σημαντική απώλεια της αγοραστικής τους δύναμης, εξαιτίας της ενεργειακής κρίσης και του υψηλού πληθωρισμού. Στη ΖτΕ, οι πραγματικοί μισθοί, στο τέλος του περασμένου έτους, εξακολουθούσαν να είναι περίπου 4 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από τα προπανδημικά επίπεδα».
«Χαρακτηριστικά, η αύξηση του δομικού πληθωρισμού, το τελευταίο διάστημα, έχει προκαλέσει αύξηση των κερδών, στις χώρες της ΖτΕ (Γράφημα 2). Ιστορικά, η αύξηση των κερδών δεν συνδέεται πάντοτε με την αύξηση του δομικού πληθωρισμού, όμως από την έναρξη της ενεργειακής κρίσης κινούνται παράλληλα. Η Γερμανία παρουσιάζει σημαντική ποσοστιαία μεταβολή στα κέρδη, δημιουργώντας έτσι κίνδυνο για ένα ανοδικό σπιράλ κερδών – τιμών (spiral profit – price), που ενδεχομένως να οδηγήσει σε πιέσεις για πιο επίμονο πληθωρισμό. Παρόμοια εικόνα παρουσιάζουν και άλλες χώρες της ΖτΕ».
Τι συμβαίνει στην Ελλάδα
Παρότι τα στοιχεία αφορούν στη ζώνη του ευρώ, η ίδια κατάσταση και μάλλον χειρότερη συμβαίνει στην Ελλάδα. Ο λόγος είναι απλός. Γενικά μιλώντας, κάθε χώρα έχει τον πληθωρισμό της. Αυτός εξαρτάται από το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας, εντός του οποίου ασκούν τις δραστηριότητες τους οι επιχειρήσεις, και φυσικά από την ασκούμενη οικονομική πολιτική.
Στην Ελλάδα, το πλαίσιο αυτό χαρακτηρίζεται από μεγάλες επιχειρήσεις που δρουν ολιγοπωλιακά και από πλήθος μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων που προσπαθούν να αποκομίσουν έσοδα και κέρδη, εκμεταλλευόμενες ότι κενό αφήνουν οι πρώτες. Δηλαδή ο βαθμός ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας είναι σαφώς χαμηλότερος από αυτόν των χωρών της ευρωζώνης, αλλά και η ασκούμενη οικονομική πολιτική δεν είναι προσανατολισμένη σε ενέργειες μείωσης του πληθωρισμού (σε αντίθεση με πολλές χώρες της ευρωζώνης), αλλά αντιθέτως προσπαθεί να εκμεταλλευτεί, για δημοσιονομικούς και πολιτικούς λόγους, την αύξηση του.
Σε περιόδους αύξησης των τιμών λόγω αύξησης των τιμών εισαγωγής, όπως οι σημερινές, οι μεγάλες πολυεθνικές και εγχώριες επιχειρήσεις αυξάνουν υπέρμετρα το mark up σε σχέση με την αύξηση του κόστους παραγωγής, προκειμένου να εκμεταλλευτούν στο έπακρο τη συγκυρία.
Αλλά και οι δεύτερες, το πλήθος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που λειτουργούν στην Ελλάδα, αυξάνουν υπέρμετρα τις τιμές σε μια προσπάθεια να πραγματοποιήσουν τα προγραμματισμένα έσοδα σε καθεστώς μείωσης των ποσοτήτων. Βεβαίως αυτό επιτυγχάνεται όσο οι περιστάσεις το επιτρέπουν… κάτι που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τη διάρκεια. Η διάρκεια θα είναι τόσο μεγαλύτερη όσο οι κυβερνήσεις αρνούνται να δουν αυτή την πραγματικότητα (“The fight against inflation”, Christine Lagarde, ΕΚΤ, Ιούνιος 2023).