Ευρωζώνη: Η επαγγελία της σύγκλισης, η πραγματικότητα της απόκλισης
01/10/2020Η μέχρι σήμερα πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση πραγματοποιήθηκε χωρίς ποτέ να αντιμετωπισθούν οι θεμελιώδεις αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ. Θεμελιώδεις και πάγιες αντιθέσεις, όχι απλές αποκλίσεις θέσεων, ποικιλία απόψεων, ή έστω ιδεολογικές συγκρούσεις. Αναφερόμαστε σε αντιθέσεις που άπτονται της πολιτικής ενοποίησης, η οποία, άλλωστε, αποτελούσε τον καταληκτικό στόχο του ενοποιητικού εγχειρήματος.
Τις αντιθέσεις αυτές οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ, με την μέχρι σήμερα ακολουθούμενη διαδικασία για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, δεν θέλησαν να την αντιμετωπίσουν. Παραμερίστηκαν με επιμέλεια, κρύφτηκαν κάτω από το χαλί. Η προώθηση της ολοκλήρωσης ουσιαστικά στηρίχθηκε σε μη-λύση των βασικών προβλημάτων. Αυτή η λογική της ολοκλήρωσης ήταν απολύτως σύμφωνη με τη “μέθοδο Μονέ”, η οποία στηρίζεται ως γνωστόν στην αλληλουχία κρίσεων.
Με τα ίδια τα λόγια του Μονέ: «Η Ευρώπη θα συντίθεται μέσω κρίσεων και δεν θα είναι παρά το άθροισμα των λύσεων που η ίδια θα φέρει με τις λύσεις αυτές». Η κρίση αποτέλεσε πάντοτε ανάγκη, γιατί μόνο έτσι η λύση, ο τελικός συμβιβασμός, επεκτεινόταν και σε άλλους τομείς. Διευρυνόταν το φάσμα των τομέων της κοινής δράσης, βαθαίνοντας την ολοκλήρωση. Αποτέλεσμα αυτής της νεολειτουργικής λογικής ήταν και η διαμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με προεξάρχουσα την Κομισιόν.
“Συνωμοσία” των πολιτικών ελίτ
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αντελήφθησαν εγκαίρως ότι η επέκταση της ενοποίησης σε χώρους που παράγουν σύγκρουση και όχι συναίνεση, εκεί δηλαδή όπου διακυβεύεται η ίδια η αυτονομία των κρατών, όπως στους χώρους της “υψηλής πολιτικής” θα υπονόμευε την επιχειρησιακή ικανότητα της υπερεθνικής μεθόδου να ορίσει το κοινό συμφέρον και να το αναδείξει μέσα από συντονισμένες μορφές συλλογικής δράσης.
Βασίσθηκε, λοιπόν, στην παθητική συναίνεση των πολιτών των ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίοι θεώρησαν κατ’ αρχάς αδιάφορα τα γενόμενα, λόγω της σαφούς έλλειψης ενημέρωσης. Κι αυτό, επειδή οι διαδικασίες προώθησης της ολοκλήρωσης γίνονταν (και γίνονται) “εξ’ υφαρπαγής”, στα μουλωχτά. Δευτερευόντως επειδή φαίνεται ότι “πείσθηκαν” μέσω μιας βασικής υπόσχεσης εκ μέρους των ευρωπαϊκών πολιτικών ηγεσιών ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα έχει θετικές οικονομικές επιδράσεις στην καθημερινότητά τους και στην γενικότερη ευημερία τους. Φθάνει να εγκαταλειφθεί κάθε είδος “λαϊκισμού” που δημιουργεί μόνο προβλήματα στην οικονομία.
Σε αυτό το πλαίσιο αντιλήψεων, επιλέχτηκε η οικονομία ως ο χώρος που θα επιχειρείτο πρωταρχικά η σύγκλιση των επιμέρους ευρωπαϊκών οικονομιών έτσι ώστε, η πολιτική ενοποίηση θα ακολουθούσε, υπό μια έννοια, ως ώριμος καρπός. Όλες οι εθνικές αρχηγεσίες των χωρών-μελών, ειδικά των μεγάλων, γνώριζαν/γνωρίζουν ότι η πολιτική ενοποίηση (με όποια μορφή) αποτελεί τη βασική προϋπόθεση, την ικανή και αναγκαία συνθήκη για την λειτουργία μιας οικονομικής και νομισματικής ζώνης με βάση τα ιστορικά πραγματικά χαρακτηριστικά των υπαρχόντων εθνικών κρατών.
Η σύγκλιση στην ΕΕ και η Ευρωζώνη
Με αυτό τον σχεδιασμό οι ευρωπαϊκές πολιτικές και οικονομικές αρχηγεσίες έθεσαν σε εφαρμογή το σχεδιασμό για την σύγκλιση των οικονομιών των συμμετεχουσών χωρών. Σύμφωνα με τους ιθύνοντες της ΕΕ, η ενίσχυση της βιώσιμης οικονομικής σύγκλισης μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ κατέχει κεντρική θέση στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ιδιαίτερα στη συζήτηση για τη εμβάθυνση της ΟΝΕ (Οικονομική και Νομισματική Ένωση).
Η σύγκλιση συμβάλλει στην ομαλή λειτουργία της ΟΝΕ και μακροπρόθεσμα στην οικονομική ανάπτυξη και στην κοινωνική και πολιτική συνοχή της ΕΕ στο σύνολό της. Υπάρχουν διαφορετικές διαστάσεις της οικονομικής σύγκλισης. Συγκεκριμένα, υπάρχει η πραγματική, η ονομαστική, η κυκλική και η διαρθρωτική. Αυτή που μας ενδιαφέρει είναι η πραγματική σύγκλιση.
Ως πραγματική σύγκλιση ορίζεται η διαδικασία σύγκλισης των εισοδημάτων (κατά κεφαλήν ΑΕΠ) και εξομοίωσης των επιπέδων διαβίωσης. Αυτή συνιστά πολιτικό στόχο κατοχυρωμένο στη Συνθήκη για τη λειτουργία της ΕΕ. Ας δούμε πως εξελίχθηκε ιστορικά η διαδικασία πραγματικής σύγκλισης των χωρών της ΕΕ. Οι 12 χώρες που συμμετείχαν αρχικά στην Ευρωζώνη (ΕΖ-12) παρουσίασαν σε γενικές γραμμές μια πορεία πραγματικής σύγκλισης από το 1960 μέχρι και περίπου την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007-2008.
Η σύγκλιση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μπορεί να διακριθεί σε δύο φάσεις: Πρώτον, από το 1960 και μέχρι την πετρελαϊκή κρίση του 1973, κατά την οποία το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις περισσότερες χώρες χαμηλότερων εισοδημάτων (π.χ. Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία) αυξανόταν με ρυθμό πολύ ταχύτερο από τον αντίστοιχο των χωρών με υψηλότερα εισοδήματα. Δεύτερον, από το 1986, με την υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, μέχρι και την υιοθέτηση του ευρώ το 1999, περίοδο κατά την οποία ο ρυθμός πραγματικής σύγκλισης ήταν πιο υποτονικός.
Το ευρώ έφερε αποκλίσεις
Την περίοδο 2000-09 η διαδικασία σύγκλισης στην Ευρωζώνη παρουσίασε σημάδια κόπωσης, ενώ η κρίση δημόσιου χρέους το 2010 οδήγησε σε σταθερά έντονη πραγματική απόκλιση. Ως αποτέλεσμα, η εισοδηματική ανισότητα έχει αυξηθεί από το 2012 σε ανησυχητικά επίπεδα. Σημειώνεται, επίσης, ότι αυτή η πραγματική απόκλιση φαίνεται να μην σχετίζεται αποκλειστικά με τη βαθιά και παρατεταμένη ύφεση στην Ελλάδα. Αντίθετα, φαίνεται ότι συνδέεται με πιο θεμελιώδεις παράγοντες, που αφορούν και άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης.
Το βασικό πρόβλημα της αποτυχίας σύγκλισης των οικονομιών της Ευρωζώνης αποτυπώνεται με σαφήνεια αν μελετήσουμε την κατάσταση των πέντε μεγαλύτερων οικονομιών της ΕΕ: Γερμανίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας και Ηνωμένου Βασιλείου (πριν το Brexit). (Γραφική παράσταση 2). Προσαρμοσμένες ως προς το διαφορετικό ύψος των τιμών, η Γερμανία δεν είναι πλουσιότερη αναφορικά με το μέσο όρο των ΕΕ-15 από όσο ήταν το 1991, παρά τη δυναμική ανάπτυξή της τα τελευταία έτη.
Η Γαλλία είναι λίγο φτωχότερη από ότι ήταν 25 έτη πριν. Η Ιταλία είναι δραματικά φτωχότερη. Το Ηνωμένο Βασίλειο είναι λίγο πλουσιότερο. Η Ισπανία συνέκλινε γρήγορα τα πρώτα χρόνια, αλλά μετά την χρηματοοικονομική κρίση του 2008 έχασε περίπου το μισό αυτών των κερδών.
Αν όμως η σύγκριση γίνει με αναφορά το έτος δημιουργίας του ενιαίου νομίσματος (2000) η κατάσταση διαφοροποιείται σημαντικά: εκτός από την Γερμανία, όλες οι υπόλοιπες χώρες που ανήκουν στον χώρο του ευρώ, παρουσιάζουν απώλειες. Είκοσι χρόνια μετά την εφαρμογή του εγχειρήματος μπορούμε αβίαστα να πούμε ότι το εγχείρημα οδηγείται σε αποτυχία. Η ποθητή σύγκλιση των οικονομιών όχι μόνο δεν έχει συμβεί, αλλά παρατηρείται ότι η πραγματικότητα κινείται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή οι οικονομίες αποκλίνουν.