Για να “ξαναμπούμε” στην Ευρωζώνη…
03/04/2018Γράφει ο Ελευθέριος Τζιόλας –
Είναι φανερό ότι η σχεδιαζόμενη ρύθμιση του ελληνικού χρέους από την Ευρωζώνη θα αφορά κυρίως μετάθεση πληρωμών σε βαθύτερο χρόνο. Αυτό θα διατηρήσει το βάρος του χρέους επί της οικονομίας και σε πιθανή μελλοντική οικονομική αστάθεια θα το διογκώσει και πάλι. Εν πάση περιπτώσει, τούτο δείχνει ηπιότερο, μπροστά στην κρυφή οικονομική ατζέντα και τα μέτρα που αυτή περιλαμβάνει και δεν έχουν αποκαλυφθεί από κείνους που μιλάνε για κούρεμα χρέους (κυρίως το ΔΝΤ).
Ατζέντα και νέα μέτρα που δεν έχουν συνειδητοποιηθεί από εκείνους που πιστεύουν ότι η διαγραφή χρέους είναι ένα “δώρο”, μια θετική λογιστική πράξη, χωρίς καμία αρνητική επίπτωση. Αυτοί μάλλον στερούνται πείρας και γνώσης από χώρες όπου το ΔΝΤ πραγματοποίησε διαγραφή μέρους του δημοσίου χρέους τους, αντισταθμίζοντάς το με σκληρά μέτρα λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης. Το σημαντικότερο, όμως, που σχετίζεται με την εκδίπλωση μιας ελπιδοφόρας επανεκκίνησης, θα ήταν η Ελλάδα για το 2018 να ακολουθήσει την πολιτική των χωρών της Ευρωζώνης.
Η Ευρωζώνη θα έχει πρωτογενές πλεόνασμα +1% και θα κάνει, κατά μέσο όρο, επενδύσεις 4%του ΑΕΠ. Η Ελλάδα, όμως, κινείται αντίθετα: επιδιώκει ένα τεράστιο πρωτογενές πλεόνασμα +3,5%, ενώ θα υποστεί και μια περαιτέρω μείωση του παραγωγικού κεφαλαίου της τάξεως -5% του ΑΕΠ. Με δύο λόγια, η χώρα πρέπει να δημιουργεί πρωτογενές πλεόνασμα όσο και οι χώρες της Ευρωζώνης. Ο στόχος είναι απόλυτα ρεαλιστικός και μπορεί να γίνει αποδεκτός.
Αξιόλογο συνολικό επενδυτικό κύμα κι όχι μόνο σε σημειακές εστίες (π.χ. σημεία υψηλής τουριστικής πυκνότητας) δεν υπάρχει. Οι ιδιωτικές επενδύσεις σε πολλαπλά μέτωπα και με γεωγραφική διακτίνωση θα ενθαρρυνθούν και θα επιταχυνθούν μόνο αν το κράτος αναλάβει ενεργό ρόλο. Μόνο αν το κράτος δραστηριοποιηθεί για ένα μακρύ χρονικό διάστημα στην αναβάθμιση των υποδομών και των δικτύων, στην ενίσχυση εξωστρεφών επιχειρήσεων, στη μαζική διάδοση των νέων τεχνολογιών, στην υποστήριξη της παραγωγικής ανταγωνιστικότητας.
Η γαλλική πρόταση
Για αρκετά χρόνια θα απαιτηθεί η διάθεση για τους σκοπούς αυτούς πόρων από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, το οποίο μπορεί να αυξηθεί κατά +2% του ΑΕΠ (περίπου επιπλέον 4 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση), εάν μειωθεί ισόποσα το πρωτογενές πλεονάσματος, δηλαδή περιοριστεί στο 1,5%. Μία τέτοια λύση θα έδινε αναπτυξιακή διέξοδο στην ελληνική οικονομία. Οι Ευρωπαίοι δανειστές, ωστόσο, το αρνούνται, παρότι εκφράζονται φόβοι κι από αυτούς ότι τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα θα φρενάρουν τις όποιες προοπτικές ανάκαμψης.
Η γαλλική πρόταση για “ρήτρα ανάπτυξης” προβλέπει να διατηρηθούν τα υψηλά πλεονάσματα, αλλά όταν η ανάπτυξη φρενάρει τα τοκοχρεολύσια να μειώνονται ή/και να μετατίθενται στο μέλλον. Όταν η οικονομία μπαίνει σε μεγάλη ύφεση μια τέτοια ρήτρα είναι πολύ χρήσιμη, προσφέροντας έμμεσα πιστώσεις στην δοκιμαζόμενη εγχώρια οικονομία. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο 1ο Μνημόνιο, όταν ήταν βέβαιο, και η εμπειρία άλλων χωρών το επιβεβαίωνε, ότι η οικονομία θα έμπαινε σε βαθιά ύφεση. Τότε, όμως, ο μεν Γιώργος Παπανδρέου δεν ήξερε επακριβώς προς τα που κατευθύνονταν, το δε επιτελείο του υποστήριζε ότι σε ένα χρόνο η χώρα θα έβγαινε από το Μνημόνιο!
Στη σημερινή φάση, μετά από μια σωρευτική ύφεση -28% και αμυδρά δείγματα ανάκαμψης, η “ρήτρα ανάπτυξης” θα εγκλώβιζε τη χώρα σε μια κατάσταση μόνιμης καχεξίας. Σύμφωνα με τη γαλλική πρόταση, όταν επιταχύνεται η ανάπτυξη καμία μείωση χρέους δεν θα γίνεται μέσω της μείωσης των τοκοχρεολύσιων ή/και της μετάθεσης αποπληρωμών.
Η εφαρμογή αυτής της πρότασης, σε συνδυασμό με τα υψηλά πλεονάσματα, που αφαιρούν πόρους από την οικονομία και την ωθούν στην ύφεση, θα οδηγούσε στην καλύτερη περίπτωση σε καχεκτική ανάπτυξη. Η γαλλική πρόταση θα βοηθούσε την ελληνική οικονομία αν η ρήτρα ήταν ως εξής: όταν η οικονομία υπερβαίνει τον ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης, τότε το χρέος -μέσω αντίστοιχα σταθμισμένων μέτρων- θα αναδιαρθρώνεται.
Η πολιτική αυτή, επίσπευσης και ενίσχυσης των επενδύσεων και της ανάπτυξης θα αποτελούσε ισχυρό κίνητρο για τις ελληνικές κυβερνήσεις να λειτουργήσουν μεταρρυθμιστικά υπέρ της ανάπτυξης. Αυτή η πολιτική, σε συνδυασμό με εθνική παραγωγική κινητοποίηση και την δημιουργία ενός αποτελεσματικού κρατικού μηχανισμού, θα μπορούσε να αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μιας στρατηγικής με βάθος.
Στόχοι οδοδείκτες
Σε αυτή την πορεία πρέπει να υπάρξουν και ορισμένοι στόχοι-οδοδείκτες που θα καταγράφουν την αποδέσμευση από την κηδεμονία και την επανένταξη στους νέους κοινούς μηχανισμούς της Ευρωζώνης. Αν και είναι δεδομένο πως θα προσκρούσει στην αντίσταση των δανειστών, η Ελλάδα πρέπει να διεκδικήσει:
- Την κατάργηση του Υπερταμείου και τη μετατροπή του σε Ταμείο Εθνικού Πλούτου, στο οποίο οι πόροι από την αξιοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων να χρηματοδοτούν περισσότερο νέες επενδύσεις και λιγότερο την εξόφληση του χρέους.
- Την κατάργηση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το οποίο και στην αποστολή του απέτυχε και δεν έχει πλέον κανένα ουσιαστικό ρόλο, εφόσον οι εποπτικές αρμοδιότητες ασκούνται από τον SSM και την Τράπεζα Ελλάδος.
- Την σταδιακή κατάργηση του μηχανισμού ELA και την εξεύρεση τραπεζικής χρηματοδότησης μέσω των αγορών ως αναγκαίο βήμα επανενεργοποίησης των τραπεζών σε νέες επενδύσεις. Τούτο θα αποτελέσει, επίσης, προστάδιο εξόδου της χώρας στον διεθνή δανεισμό, που διαφορετικά θα έχει το ρίσκο της αποτυχίας.
- Την απομάκρυνση του ΔΝΤ από το πρόγραμμα με ανάληψη του χρέους από τον ESM και αργότερα από το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο. Επαναδιαπραγμάτευση με στόχο τον σταθμισμένο συνδυασμό: μείωση των προβλεπόμενων μέχρι το 2060 πρωτογενών πλεονασμάτων, αύξηση των επενδύσεων, ελάττωση της ανεργίας και μείωση του ποσοστού φτώχειας.
Στο πλαίσιο μίας τέτοιας στρατηγικής, πρέπει να κινητοποιηθούν πόροι 100 δισ. ευρώ για επενδύσεις στην επόμενη πενταετία σε ιεραρχημένους τομείς, με παράλληλη επαναθεμελίωση και αναδόμηση του κράτους πρόνοιας και των θεσμών του. Είναι ζωτική ανάγκη η στροφή στην ψηφιακή εποχή και στις νέες τεχνολογίες με μαζική ώθηση στην παραγωγή και στην καθημερινή ζωή, στην ενεργειακή εποχή του χαμηλού άνθρακα, στη νέα αγροτοδιατροφική οικονομία ποιότητας, στην ανταγωνιστική παραγωγή και στην εκπαίδευση που θα δίνει προτεραιότητα στα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας και στις ανάγκες της παραγωγής.
Επιτέλους, οι θεσμοί της χώρας (κυβερνητικοί, κρατικοί, οικονομικοί, διοικητικοί, πνευματικοί, κοινωνικοί), και το δυναμικό πρώτης γραμμής στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ας θέσει ως πρωταρχικό του καθήκον να σκεφτεί, να συνεργασθεί, να δράσει, να επενδύσει πάνω στο θέμα αυτό.