Γιατί χρεοκόπησε ο Λίβανος
08/03/2020«Ο Λίβανος καταρρέει», είναι ο αγαπημένος τίτλος σε πλήθος δημοσιευμάτων των ημερών, αναφορικά με όσα συμβαίνουν στη Βηρυτό. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι ότι ο Λίβανος δεν καταρρέει τώρα, από τη στάση πληρωμών, διότι έχει καταρρεύσει προ πολλού, με ευθύνη της ανώτερης πολιτικής και οικονομικής τάξης της χώρας.
Μετά από μια πολυδαίδαλη περίοδο πολιτικής αναταραχής, οικονομικής δυσπραγίας και κοινωνικής έκρηξης, ο Λίβανος βρίσκεται σε διαδικασία χρεοστασίου σε ομόλογο ύψους 1,2 δισ. δολαρίων με προθεσμία πληρωμής την 9η Μαρτίου. Ο πρωθυπουργός Χασάν Ντιάμπ, εν μέσω συνεχιζόμενων διαδηλώσεων, ανακοίνωσε ότι η χώρα του θα προχωρήσει σε διαπραγμάτευση για την αναδιάρθρωση του χρέους και δεν θα χρησιμοποιήσει τα ελάχιστα πια συναλλαγματικά αποθέματα για να το εξυπηρετήσει. Να σημειωθεί ότι πρόκειται για την τρίτη χώρα με το μεγαλύτερο δημόσιο χρέος στον κόσμο (μετά την Ιαπωνία και την Ελλάδα), το οποίο αγγίζει το 170% του ΑΕΠ και εκτιμάται σε περίπου 92 δισ. δολάρια.
Τα προβλήματα της λιβανέζικης οικονομίας ξεκίνησαν εδώ και πολύ καιρό, όταν το 2018 άρχισε να επιβαρύνει τη χώρα ένας επικίνδυνος συνδυασμός: η εξάρτηση από τις εισαγωγές και η πρόσδεση της λιβανέζικης λίρας στο δολάριο, η οποία ισχύει από το 1997. Ο συνδυασμός αυτός άρχισε να πιέζει την οικονομία επειδή ανάγκαζε το Λίβανο να χρησιμοποιεί τα συναλλαγματικά του αποθέματα για να διατηρήσει τη σταθερή ισοτιμία με το δολάριο.
«Δεν έχουμε δουλειές, δεν έχουμε χρήματα, δεν έχουμε μέλλον»
Το δημοσιονομικό έλλειμμα αυξανόταν και η κεντροδεξιά κυβέρνηση του Σαάντ Χαρίρι εφάρμοσε σκληρό πρόγραμμα λιτότητας, με φορολογικές αυξήσεις και περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, ενώ σύναψε δάνειο 10,2 δισ. δολαρίων –υπό όρους φυσικά– με την Παγκόσμια Τράπεζα και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης. Παρόλα αυτά, η αγορά δεν μπορούσε επ’ ουδενί να προμηθευτεί συνάλλαγμα στην επίσημη τιμή, ήτοι περίπου 1500 λίρες το δολάριο, το οποίο στη ραγδαία αναπτυσσόμενη μαύρη αγορά ξεπέρασε σύντομα τις 2300 λίρες.
Στο πλαίσιο της προσαρμογής, το φθινόπωρο του 2019 η κυβέρνηση ανακοίνωσε νέα μέτρα, μεταξύ των οποίων αύξηση του ΦΠΑ, ο οποίος θα έφτανε το 15% το 2022, καθώς και χαράτσι 20 σεντς στη χρήση τηλεφωνικών υπηρεσιών σε πλατφόρμες όπως το WhatsApp και το Facebook. Το χαράτσι αυτό στάθηκε η αφορμή για να ξεχυθούν μαζικά οι πολίτες στους δρόμους, φωνάζοντας χαρακτηριστικά συνθήματα, όπως «δεν έχουμε τίποτα να χάσουμε» και «δεν έχουμε δουλειές, δεν έχουμε χρήματα, δεν έχουμε μέλλον».
Οι ανατιμήσεις σε είδη όπως τα καύσιμα και το ψωμί, η ανεργία που κάλπασε στο 25%, η προβληματική ηλεκτροδότηση, η ατέρμονη διαφθορά ήταν βασικά αίτια της κοινωνικής έκρηξης. Στην οργή τους συνέβαλε, τότε μάλιστα, η καταστροφή 15.000 στρεμμάτων δασικής έκτασης από τις πυρκαγιές του Οκτωβρίου, για τις οποίες η Βηρυτός χρειάστηκε τη συνδρομή πυροσβεστικών αεροσκαφών από την Κύπρο, την Ελλάδα, την Τουρκία και την Ιταλία. Η κυβέρνηση Χαρίρι ανετράπη και την πρωθυπουργία ανέλαβε ο ανεξάρτητος Χασάν Ντιάμπ.
Ο συνεχής δανεισμός
Πώς οδηγήθηκε, όμως, ο Λίβανος στη σημερινή κατάσταση; Μπορεί, άραγε, να συγκριθεί με την κρίση της Ελλάδας; Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 2019, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Στρατηγικών Υποθέσεων της Βηρυτού, Σαμί Ναντέρ, έβλεπε ομοιότητες με την Ελλάδα, παρατηρώντας δίδυμα ελλείμματα, δηλαδή έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και ταυτόχρονα έλλειμμα στον προϋπολογισμό.
Δηλαδή ο Λίβανος, από τη μια δεμένος στο δολάριο, από την άλλη βασιζόμενος στις εισαγωγές, δανειζόταν συνεχώς, αύξανε το έλλειμμά του και οδηγούταν νομοτελειακά στη χρεοκοπία. Το γιατί συνέβη αυτό, το εξηγεί με αρκετά γλαφυρό τρόπο η καθηγήτρια του American University στη Βηρυτό, Νισρίν Σαλτί, ιχνηλατώντας τον εξωτερικό δανεισμό του Λιβάνου από τη δεκαετία του ‘90 μέχρι σήμερα.
Όπως σημειώνει, «οι όροι δανεισμού επέβαλαν υψηλό κόστος εξυπηρέτησης στο κράτος, αφήνοντας λίγους πόρους να δαπανηθούν σε αναδιανεμητικές δράσεις». Επειδή, μάλιστα ο δανεισμός βασιζόταν στην έκδοση ομολόγων για την εγχώρια αγορά, και μάλιστα σε πολύ υψηλές αποδόσεις, έως και 36%(!), αυτό «οδήγησε στη συντήρηση της κερδοφορίας σε έναν οικονομικό τομέα: την εμπορική τραπεζική […]. Ελάχιστος από αυτόν τον πλούτο, ή καθόλου, δεν πέρασε στους άλλους τομείς».
Ένας παρασιτικός τραπεζικός τομέας
Οι τράπεζες δεν ενδιαφέρονταν να προσφέρουν επιχειρηματικά δάνεια ή να συμμετάσχουν σε επενδυτικά προγράμματα, αρκούμενες στο εύκολο κέρδος των κρατικών ομολόγων. Είναι ενδεικτικό ότι τα κέρδη των 14 μεγαλύτερων τραπεζών στο Λίβανο, το 2015, έφτασαν το 4,5% του ΑΕΠ, την ώρα που στις ΗΠΑ το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνά το 0,9% και στο Ηνωμένο Βασίλειο το 1%!
Οι πληρωμές των τόκων για τα ομόλογα που διακρατούν οι τράπεζες έφτασαν να απορροφούν τα 9 από κάθε 20 δολάρια που δαπανά η κυβέρνηση. Εν τω μεταξύ, όχι τυχαία, το φορολογικό σύστημα στο Λίβανο είναι διαμορφωμένο έτσι που επιβαρύνει ανισομερώς τους πολλούς, με έμμεσους φόρους σε προϊόντα και υπηρεσίες, και πολύ λιγότερο το ατομικό εισόδημα ή τα κεφαλαιακά κέρδη.
Το φαινόμενο αποτυπώθηκε και στην εισοδηματική ανισότητα, επισημαίνει η Σαλτί: το 2017 έφτασε λοιπόν το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού του Λιβάνου να κατέχει το 25% του εθνικού εισοδήματος(!). Καταλαβαίνει κανείς ότι, σε ένα τέτοιο περιβάλλον, οριζόντιες αυξήσεις φόρων, όπως στο ΦΠΑ που πήγε από 10 στο 11%, επιβάρυναν ακόμα περισσότερο τα λαϊκά στρώματα.
Ωρολογιακή βόμβα
Η αναδιάρθρωση, που βλέπουμε σήμερα, είχε πέσει στο τραπέζι εδώ και καιρό. Αλλά οι δανειστές, φυσικά, την απέρριπταν και η κυβέρνηση δεν έκανε καμία παρέμβαση που θα επηρέαζε τα έσοδα των τραπεζών. Αλλοδαποί οίκοι και επενδυτικές τράπεζες όπως η Merrill Lynch προειδοποιούσαν, τότε, ότι «αναδιάρθρωση των eurobonds (σ.σ.: ομόλογο σε ξένο νόμισμα) θα διέλυε το κεφάλαιο των τραπεζών, θα έθετε σε κίνδυνο την πρόσδεση στο δολάριο και θα επηρέαζε την εμπιστοσύνη των καταθετών».
Αργότερα, οι εγχώριοι τραπεζίτες αποδείχθηκαν ακόμα πιο αδιάλλακτοι, καλώντας την κυβέρνηση να πάρει επείγοντα μέτρα για να μην αθετηθεί η πληρωμή στα eurobonds του Μαρτίου. «Μια αναδιάρθρωση θα βοηθούσε στη μείωση του ελλείμματος χωρίς δρακόντεια μέτρα λιτότητας, διορθώνοντας μια κληρονομιά που έκανε τους φορολογούμενους του Λιβάνου να ματώνουν προς όφελος των τραπεζών […]».
Αυτή η κληρονομιά, καταλήγει η Σαλτί, «επιτάχυνε το μέτρημα μιας ωρολογιακής βόμβας». Κατόπιν αυτών, δικαιολογημένα ο νυν πρωθυπουργός, Ντιάμπ, έθεσε το ερώτημα στο διάγγελμά του: «Πώς μπορούμε να πληρώσουμε τους δανειστές μας στο εξωτερικό όταν οι Λιβανέζοι δεν μπορούν να πάρουν χρήματα από τους λογαριασμούς τους;».
Βεβαίως, για το λαό του Λιβάνου, τίποτε δεν έχει τελειώσει ακόμα. Η στάση πληρωμών και η φαινομενική αλλαγή πολιτικής δεν σημαίνουν ότι η κυβέρνηση θα ακολουθήσει ένα άλλο οικονομικό μοντέλο, όπως αυτό που ακολουθεί η Αργεντινή, μετά την πτώση του Μάκρι. Εάν, για παράδειγμα, στραφεί στο ΔΝΤ –για πέρα από τεχνική βοήθεια– όπως συμβούλευαν πέρυσι οι ξένοι πιστωτές του Λιβάνου, ενδέχεται να επαναληφθεί ο φαύλος κύκλος του δανεισμού, της λιτότητας και της διάλυσης του κοινωνικού ιστού.