Γιατί η Λαγκάρντ μας θύμισε το κραχ του 1929
07/10/2024«Η παγκόσμια οικονομία έρχεται σήμερα αντιμέτωπη με προκλήσεις ανάλογες με εκείνες που πυροδότησαν πολιτικές οικονομικού εθνικισμού, κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου στη δεκαετία του 1920 και τελικά το κραχ και τη Μεγάλη Ύφεση του 1929», ανέφερε σε δήλωση της η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ.
«Αντιμετωπίσαμε τη χειρότερη πανδημία από τη δεκαετία του 1920, τη χειρότερη σύρραξη στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1940 και το χειρότερο ενεργειακό σοκ από τη δεκαετία του 1970» πρόσθεσε, επισημαίνοντας ότι οι προκλήσεις αυτές σε συνδυασμό με παράγοντες όπως τα προβλήματα στην αλυσίδα εφοδιασμού, έχουν αλλάξει για πάντα την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα. Να σημειωθεί πως η δήλωση της έγινε πριν την επικίνδυνη κλιμάκωση που βλέπουμε τα τελευταία 24ωρα στην Μέση Ανατολή.
Με αφορμή την παρέμβαση Λαγκάρντ, θα προχωρήσουμε σε μία ιστορική αναδρομή των γεγονότων που οδήγησαν στην Μεγάλη Ύφεση του 1929. Με μία άλλη πανδημία, την Ισπανική Γρίπη να σαρώνει τα πάντα με την λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, προκαλώντας εκατομμύρια θανάτους, ελάχιστοι αντιλαμβάνονται τότε το μέγεθος της επερχόμενης ύφεσης και τον αντίστοιχο τρόμο που κυοφορείται. Το πρώτο θύμα των συνθηκών που διαμορφώνονται είναι η Γαλλία. Η εστία τους εντοπίζεται στην αδυναμία των Γερμανών να αποπληρώσουν τις προβλεπόμενες πολεμικές αποζημιώσεις, λόγω των πληγμάτων της πανδημίας.
Οι Γάλλοι θεωρούν ότι το Βερολίνο αρνείται να τηρήσει τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Ακολουθεί το 1920 μία απροσδόκητη νομισματική κρίση που καταβαραθρώνει το γαλλικό φράγκο και πανικοβάλλει τις αγορές επί των ημερών του Προέδρου Δημοκρατίας Paul Eugène Louis Deschanel. Η κυβέρνηση δηλώνει πως η Γαλλία δέχεται πιέσεις από το διεθνές κεφάλαιο.
Η ισοτιμία των 5,18 φράγκων ανά δολάριο γίνεται 13,68 ανά δολάριο, υποχωρώντας κατά 164%! Με την είσοδο των Γάλλων στο Ρουρ στις αρχές 1923 (αντίποινα για τις αρνήσεις των Γερμανών να καταβάλλουν τις αποζημιώσεις), η κατάσταση επιδεινώνεται με μία νέα πτώση του φράγκου κατά 13%, επιδεινώνοντας το χρηματοοικονομικό περιβάλλον, λόγω του υψηλού δανεισμού της Γαλλίας από τις ΗΠΑ.
Από τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας L’ Action Francaise, ο εθνικιστής Charles Maurras καταγγέλλει με δριμύτητα πως οι Γερμανοί στρατολογούν τους Εβραίους τραπεζίτες τους, οργανώνοντας μία άνευ προηγουμένου επίθεση κατά του φράγκου. Στην κερδοσκοπία παρασύρουν τους τραπεζίτες του Λονδίνου, της Νέας Υόρκης, αλλά ακόμα και των Παρισίων, συντονισμένοι από κάποιον άγνωστο σκοτεινό εγκέφαλο. Την σκυτάλη παραλαμβάνει ο πρωθυπουργός Raymond Poincaré, όταν σε δείπνο τον Φεβρουάριο 1923 δηλώνει με απόλυτη βεβαιότητα πως η Γαλλία δέχεται πιέσεις από το διεθνές κεφάλαιο.
Τον ακολουθεί ένα εξάμηνο αργότερα ο υπουργός Οικονομικών Charles de Lasteyrie, που υποστηρίζει πως η καταθλιπτική υποτίμηση του φράγκου δεν οφείλεται σε οικονομικούς παράγοντες, αλλά σε οργανωμένους κερδοσκόπους που επιχειρούν να επηρεάσουν την γαλλική εξωτερική πολιτική. Συγκαλύπτει το γεγονός ότι η χώρα του έχει παρασυρθεί στην δίνη ενός νομισματικού πολέμου.
O γαλλικός αδύναμος κρίκος
Η κατάσταση θα ομαλοποιηθεί με την συνδρομή των Βρετανών, αν και η σταθεροποίηση δεν θα μετριάσει τα προβλήματα της ανεργίας και της οικονομικής ανέχειας που οδηγούν στην εξαθλίωση εκατομμύρια ανθρώπους σε Ευρώπη. Στις ΗΠΑ οι δραματικές εξελίξεις, οδηγούν σε σειρά μέτρων, όπως κυκλοφορία νέου χρήματος για την διάσωση της αγοράς, με τον κεντρικό τραπεζίτη να επινοεί τον όρο “Πιστωτική Χαλάρωση”.
Ο ευφυής οικονομολόγος υποκαθιστά και αποκρύπτει με επιστημονικοφανή τρόπο την απόφαση για την εκτύπωση νέου χρήματος και τον συνακόλουθο πληθωρισμό που προκαλεί, ώστε να εξαφανίσει εννοιολογικά κάθε ίχνος τρόμου στον μέσο πολίτη. Μία τετραετία αργότερα, το 1929, οι ανύποπτοι Αμερικανοί υφίστανται τα πάνδεινα λόγω της κρίσης, αλλά το πάθημα δεν γίνεται μάθημα.
Η Γαλλία αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά ο αδύναμος κρίκος. Στις αρχές 1926 νέα νομισματική κρίση προκαλεί ρίγη πανικού σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι Γάλλοι δημιουργούν το Εθνικό Ταμείο Διάσωσης του Φράγκου, αλλά παρά το γεγονός ότι συγκεντρώνουν ένα δισ. φράγκα που διοχετεύονται στην εξαγορά χρέους, το εθνικό νόμισμα καταρρέει σε νέα χαμηλά, φθάνοντας τα 30,32 φράγκα ανά δολάριο.
Στην προσπάθεια διάσωσης του εθνικού νομίσματος ο μυστηριώδης Sir Basil Zaharoff θα συνεισφέρει 1.000.000 φράγκα, πείθοντας τη μουσουλμανική γαλλική κοινότητα να προσφέρει ακόμη 1.000.000, ενώ 250.000 προσφέρει η Λυών και ακόμη 100.000 η εφημερίδα της αμερικανικής ομογένειας στο Παρίσι The Paris Herald, που συγκεντρώνει και 220.000 επιπλέον από τους αναγνώστες της.
Η ελληνική αντίδραση
Στην Ελλάδα, η δραχμή υποτιμάται συνεχώς από το 1921, καθώς συνδέεται άτυπα με το φράγκο, αλλά επηρεάζεται και από τις συνέπειες της Μικρασιατικής Καταστροφής, με συνέπεια η στερλίνα να φθάσει από 24 δραχμές το 1920 στις 460 δραχμές τον Αύγουστο 1926. Σε μία εξαετία η δραχμή υποτιμήθηκε κατά 1917%! Η επιδείνωση της κατάστασης αποκλείει την Ελλάδα από την τόσον απαραίτητη για την οικονομική ανασυγκρότηση υποστήριξη της διεθνούς κοινότητας και κυρίως της Κοινωνίας των Εθνών με χορήγηση δεύτερου εξωτερικού προσφυγικού δανείου.
Μετά την πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου το 1926 η οικτρή οικονομική κατάσταση της Ελλάδας απαιτεί ριζικές και άμεσες παρεμβάσεις, με συνέπεια η οικουμενική κυβέρνηση που αναλαμβάνει το ίδιο έτος να προχωρήσει σε εξορθολογισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων με βάση τις προτάσεις της ειδικής επιτροπής της Kοινωνίας Tων Εθνών, που αφορούν την σταθεροποίηση του νομίσματος και την ίδρυση κεντρικής κρατικής τράπεζας, η οποία θα κατείχε το αποκλειστικό προνόμιο της έκδοσης χαρτονομίσματος.
Οι ΗΠΑ επιβάλλουν δασμούς
Μετά την χρηματιστηριακή κρίση του 1929, στα τέλη εκείνου του έτους, ο Πρόεδρος της Οικονομικής Επιτροπής της Βουλής των ΗΠΑ Reed Smoot και ο συντηρητικός βουλευτής Willis C. Hawley προωθούν την επιβολή δασμών με σκοπό την προστασία της δραματικά τραυματισμένης αμερικανικής οικονομίας. Η τότε κυβέρνηση Herbert Hoover αποφασίζει να περιορίσει δραστικά τις εμπορικές συναλλαγές της χώρας με το εξωτερικό, λαμβάνοντας μέτρα προστατευτισμού, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να διασώσει την παραπαίουσα αμερικανική βιομηχανία. Στο πλαίσιο αυτό ψήφισε το Νόμο περί Δασμών του 1930, γνωστό ως Νόμος Smoot-Hawley.
Αν και το νομοσχέδιο αρχικά αντιμετωπίζει μεγάλες επικρίσεις, τελικά υπερψηφίζεται και από την Βουλή και από την Γερουσία, αυξάνοντας τους δασμούς για περισσότερα από 20.000 είδη σε δυσθεώρητα επίπεδα (60% κατά μέσο όρο). Αντί, όμως, αυτή η κίνηση να αναθερμάνει την οικονομία, την βυθίζει σε δυσανάλογα μεγάλη ύφεση με τραγικές συνέπειες για τους Αμερικανούς (απότομη πτώση των εισαγωγών κατά 66% και των εξαγωγών κατά 61% το 1931).
Η επιθετική κίνηση οδηγεί τους Βρετανούς να εγκαταλείψουν τη ρήτρα του χρυσού τον Σεπτέμβριο του 1931, υποτιμώντας ανταγωνιστικά την στερλίνα κατά 25% και περιχαρακώνοντας ασφυκτικά το αποκαλούμενο σύστημα Αυτοκρατορικής Προτίμησης που ορίζει προνομιακή και εξοργιστικά ευνοϊκή μεταχείριση στις συναλλαγές των αποικιών-μελών της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, αποκλείοντας τους τρίτους.
Στις 14 και 15 Ιουλίου 1931, ο καγκελάριος Heinrich Brüning εγκαταλείπει πρακτικά την ρήτρα του χρυσού στις διεθνείς συναλλαγές με σειρά έκτακτων μέτρων, επιβάλλοντας ασφυκτικό έλεγχο στην κίνηση του συναλλάγματος και αναστέλλοντας την λειτουργία των χρηματιστηριακών ιδρυμάτων, με συνέπεια να εγκλωβισθούν μεγάλα βρετανικά κεφάλαια στην χώρα. Ταυτόχρονα Αυστρία, Ουγγαρία και Ρουμανία επιβάλλουν αυστηρούς ελέγχους στις κινήσεις κεφαλαίων, ακολουθώντας τη Γερμανία και κλείνοντας ουσιαστικά τις τράπεζες.
Αλυσιδωτές αντιδράσεις
Η γερμανική κίνηση προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις στο εξωτερικό με πρώτη την ταχύτατη πτώση της τιμής της στερλίνας και τον συνεπακόλουθο σχηματισμό στο Λονδίνο στις 24 Αυγούστου κυβέρνησης εθνικής ενότητας, αμέσως μετά τις εκλογές. Στην Ελλάδα ο Νόμος 5456 που ψηφίζεται στις 10 Μαΐου 1932 από την κυβέρνηση Βενιζέλου, κηρύσσει και επίσημα την πτώχευση του ελληνικού δημοσίου, που την ακολουθεί η πτώχευση της Γερμανίας το φθινόπωρο και η αποδέσμευση του δολαρίου από την ρήτρα του χρυσού τον Απρίλιο 1933 με αναπόφευκτη πλέον την συνεπακόλουθη υποτίμηση του αμερικανικού νομίσματος κατά 40% από την κυβέρνηση του Franklin Delano Roosevelt.
Η συρρίκνωση του διεθνούς εμπορίου από τον Ιανουάριο 1929 έως τον Ιούνιο 1933 σε εκατομμύρια χρυσά δολάρια (1 χρυσό δολάριο ισούται με 10 δολάρια), θα αποτελέσει μία από τις χειρότερες συνέπειες του ανόητου εμπορικού πολέμου. Από τα 5.352 εκατομμύρια του 1929 θα συρρικνωθεί σε μόλις 1.796 εκατομμύρια στις αρχές του 1933, δηλαδή θα εξανεμισθούν τα δύο τρίτα των διεθνών συναλλαγών! Ενώ η πτώση κατά το 1929 φθάνει το 9,2%, κατά το 1930 με το αμερικανικό νόμο περί επιβολής προστατευτικών δασμών εκτοξεύεται στο 32,9%, συνεχίζοντας με εκθετικούς ρυθμούς κατά την επόμενη διετία.
Ο Νόμος Αμοιβαιότητας Δασμών (Reciprocal Act) της νέας κυβέρνησης Roosevelt που ψηφίζεται τον Ιούνιο 1934 προβλέπει διαπραγματεύσεις μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων εταίρων για τον προσδιορισμό των δασμών, επιτρέποντας στον Αμερικανό πρόεδρο να διαπραγματεύεται και να μειώνει τους δασμούς με βάση ένα καθεστώς αμοιβαίων δασμολογικών μειώσεων μεταξύ των εμπορικών εταίρων, σε μία προσπάθεια να αποσοβηθούν οι θανατηφόροι κραδασμοί της κρίσης. Το ενδιαφέρον στοιχείο που διασώζει ο Galbraith στην εξαιρετική του μελέτη με “The Great Crash 1929”, εστιάζεται στον αριθμό των αυτοκτονιών, όπου από τις 17 ανά 100.000 κατοίκους το 1929, αυξάνεται σε 21,3 το 1932, αντικατοπτρίζοντας ανάγλυφα τα δεινά της κρίσης.
Στο απίστευτο κλίμα πανικού που όμως δυστυχώς επικρατεί και δεν ανακόπτεται, κηρύσσουν πτώχευση 15 χώρες (Τουρκία, Χιλή, Άγιος Δομίνικος, Περού το 1931, Γερμανία, Ελλάδα, Κόστα Ρίκα, Κολομβία, Ελ Σαλβαδόρ, Παναμάς το 1932, Ουγγαρία, Γουατεμάλα, Ουρουγουάη το 1933, Πολωνία το 1936, Αυστρία το 1938). Ο πόλεμος που κηρύσσεται το 1939, μετά από απίστευτες επικοινωνιακές εκστρατείες που φορτίζουν τις εθνικιστικές εξάρσεις, επέρχεται πλέον με την μορφή μίας λύτρωσης από τα αδιέξοδα. Το έλλειμμα των ΗΠΑ κατά την περίοδο της κρίσης φθάνει το 18%.
Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, οι διαδοχικές κρίσεις που περιέγραψε στην δήλωση της η Λαγκάρντ επηρέασαν την παγκόσμια οικονομία και την κάθε εθνική οικονομία ξεχωριστά. Όμως, σήμερα η συμπτωματολογία των μεγάλων χρηματοοικονομικών κρίσεων και οι επιπλοκές τους είναι γνωστές. Οι κυβερνήσεις έχουν πλέον μεγαλύτερη γνώση για τη διαχείριση κρίσεων, αλλά και περισσότερα εργαλεία άσκησης πολιτικής.