Γιατί οι συνταξιούχοι θα πληρώσουν το τραπεζικό σύστημα
30/07/2020Το τελευταίο χρονικό διάστημα στον δημόσιο διάλογο υποστηρίζεται η άποψη ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας δεν είναι βιώσιμο και ότι λειτουργεί αντιαναπτυξιακά για την ελληνική οικονομία. Έτσι, διατυπώνεται η άποψη ότι χρειάζεται περαιτέρω “μεταρρύθμιση”, προκειμένου να υπάρξει πρόσθετη ατομική αποταμίευση και ο κάθε ασφαλισμένος να προνοεί ατομικά για τη σύνταξή του.
Στην προοπτική αυτή, υποστηρίζεται ότι η συγκεκριμένη “μεταρρύθμιση” θα πρέπει να βασισθεί σε μια μετάβαση η οποία θα γίνει κοινωνικά αποδεκτή από τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους. Ειδικότερα, υποστηρίζεται ότι η συμμετοχή του κρατικού προϋπολογισμού στο κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα αυξήθηκε από το 5% του ΑΕΠ το 2001 σε 9,5% το 2018 (συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη στο 15,6% του ΑΕΠ με ανώτερο όριο το 16,2% που ορίστηκε από τον Ν. 3863/2010 και το 1ο Μνημόνιο) και ότι στο χρονικό διάστημα 2000-2018 ο κρατικός προϋπολογισμός δαπάνησε 289 δισ. ευρώ στο κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα.
Η κατανόηση αυτή της κοινωνικο-ασφαλιστικής λειτουργίας οδηγεί στην αντίληψη ότι «όσο το ασφαλιστικό εξακολουθεί να βρίσκεται σε συνθήκες έντονης ανισορροπίας τόσο η οικονομία θα παραμένει ευάλωτη». Αντίθετα, σε αυστηρούς θεωρητικούς, μεθοδολογικούς και τεχνικούς όρους πολιτικής οικονομίας, το εύθραυστο και ευάλωτο παραγωγικό μοντέλο της δανειακής και άνισης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που διαμορφώθηκε κατά την μεταπολεμική περίοδο, αποτελεί την θεμελιώδη αιτία των ανισοτήτων και των ανισορροπιών του συστήματος κοινωνικής προστασίας.
Παράλληλα, έρχονται και οι προκλήσεις του του παρόντος και του μέλλοντος: μείωση των γεννήσεων, αύξηση του προσδόκιμου ζωής, γήρανση του πληθυσμού, αύξηση της ανεργίας και της γενικευμένης ευελιξίας στην αγορά εργασίας, μείωση της απασχόλησης και των εισοδημάτων, κ.λ.π.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι οι σημερινές ανισότητες, οι ανισορροπίες και οι προκλήσεις που παρατηρούνται στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, θα επιλυθούν κατά βάση και κατά προτεραιότητα από τις στρατηγικές επιλογές, τους όρους και τις προϋποθέσεις της παραγωγικής και οικονομικής ανασυγκρότησης. Μια τέτοια ορθολογική επιλογή έρχεται σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζεται, που προτείνει ως λύση την περαιτέρω λιτότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης με την επιλογή ότι «ο κάθε ασφαλισμένος να προνοεί ατομικά για τη σύνταξη του».
Αυτοάνοσο νόσημα
Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει ότι το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία κατά την μεταπολεμική περίοδο διατηρεί «χαμηλά επίπεδα αναπτυξιακής μετεξέλιξης», αποτελεί αυτοάνοσο χαρακτηριστικό νόσημα του παραγωγικού μοντέλου και όχι παράπλευρη απώλεια του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Στην κατεύθυνση αυτής της θεώρησης ότι τα χαμηλά επίπεδα της αναπτυξιακής μετεξέλιξης στην χώρα μας αποτελούν παράπλευρη απώλεια του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, κινείται και η αναλογιστική μελέτη η οποία εκπονήθηκε στο πλαίσιο της τελευταίας νομοθετικής παρέμβασης (Ν.4670/2020). Αυτή δείχνει ότι το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα είναι βιώσιμο μέχρι και το 2070, αλλά με όρους σταδιακής συρρίκνωσης του πραγματικού επιπέδου των συντάξεων (2020-2070 αύξηση του ΑΕΠ κατά 22% και του μέσου επιπέδου των συντάξεων κατά 5,7%) και επιδείνωσης του βιοτικού επιπέδου των συνταξιούχων.
Πράγματι, στην αναλογιστική μελέτη του Ν.4670/2020 η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη μειώνεται από το 15,6% το έτος 2018 στο 11,9% το έτος 2070, όταν σύμφωνα με τις μελέτες της Κομισιόν ο μέσος όρος της συνταξιοδοτικής δαπάνης στις 27 χώρες της ΕΕ θα είναι το 2070 στο 12,5%, δηλαδή η Ελλάδα θα είναι κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το μέσο όρο και 5,3 ποσοστιαίες μονάδες κάτω από το μνημονιακό όριο του 16,2%.
Φτωχοποίηση συνταξιούχων
Αντίστοιχα, η συμμετοχή του κρατικού προϋπολογισμού θα μειωθεί στο 5,5% του ΑΕΠ από το 9,5% που ήταν το έτος 2018. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει με τον πιο εύληπτο τρόπο την μακροχρόνια οικονομική ισορροπία και βιωσιμότητα του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος με όρους περιορισμού του επιπέδου των συντάξεων, διεύρυνσης των ανισοτήτων και περαιτέρω φτωχοποίησης του συνταξιοδοτικού πληθυσμού.
Επίσης, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν.4670/2020, ο κρατικός προϋπολογισμός θα έχει χρηματοδοτήσει το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης την περίοδο 2019-2037 με 260 δις ευρώ, την περίοδο 2038-2056 με 306 δις ευρώ και την περίοδο 2057-2070 με 246 δις ευρώ.
Στην προοπτική αυτή, μια πλήρης κεφαλαιοποίηση της Επικουρικής Ασφάλισης, εκτός του ότι αντίκειται στις αποφάσεις του ΣτΕ (άρθρο 1 του Ν. 4670/2020), δημιουργεί ένα κόστος μετάβασης ύψους 56 δισ. ευρώ. Παράλληλα, η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας μίας τέτοιας μετάβασης από οικονομολόγους της κοινωνικής ασφάλισης και από αναλογιστές, στο πλαίσιο της βελτίωσης κατά Pareto, με την έννοια ότι όλες οι εμπλεκόμενες κοινωνικές ομάδες θα πρέπει να βρεθούν σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από ό,τι ήταν πριν και καμία να μη βρεθεί σε χειρότερη οικονομική κατάσταση, είναι αρνητική, με την έννοια ότι αποτυγχάνει το test Pareto (Orszag & Stiglitz 1999).
Πράγματι, από την άποψη αυτή δεν μπορεί να υπάρξει μια μετάβαση χωρίς να βρεθούν στο μέλλον όλες οι εμπλεκόμενες ομάδες (εργαζόμενοι και συνταξιούχοι) σε χειρότερη οικονομική κατάσταση. Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι αποταμιεύσεις των εργαζομένων θα χρησιμοποιηθούν για την ανάπτυξη της χώρας, αυτό δεν ισχύει. Είναι δεδομένο ότι σε όλα τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα οι εισφορές των εργαζομένων χρησιμοποιούνται για την ενίσχυση του τραπεζικού συστήματος και των κεφαλαιαγορών και δεν διοχετεύονται στην πραγματική οικονομία και στην δημιουργία υποδομών.
Και όταν αυτές οι εισφορές εξανεμίζονται, όπως στις οικονομικές κρίσεις του 1998, του 2001, του 2008 και της πρόσφατης κρίσης του κορονοϊού, τότε οι φορολογούμενοι πολίτες με την φορολογία τους καλούνται να στηρίξουν το τραπεζικό σύστημα και τις χρηματιστηριακές αγορές.
Τέλος, αναφορικά με τη σύγκρουση των γενεών που υποστηρίζεται, τίθεται ένα θεμελιώδες ερώτημα: τι είναι προτιμότερο για μια νέα γενιά, να αποταμιεύει τις ασφαλιστικές εισφορές επενδύοντας στις κεφαλαιαγορές και να ελπίζει πως αυτές δεν θα εξανεμιστούν σε μια χρηματιστηριακή κρίση ή να καταβάλλονται με αυτές τις ασφαλιστικές εισφορές οι συντάξεις των γονιών τους. Οι οποίες συντάξεις, σημειωτέον, μέσω του μηχανισμού της ζήτησης, επιστρέφουν σε αυτούς, αφού οι γονείς με τις συντάξεις τους αγοράζουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες των επιχειρήσεων (ενδογενές παραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης) στις οποίες εργάζονται οι νέες γενιές, προσδιορίζοντας έτσι σε όρους συγκρότησης και αναπαραγωγής ότι η οικονομία αποτελεί το σύστημα (μείζον) και η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί το υποσύστημα (έλασσον).