Γιατί το 10ετές ομόλογο δεν σηματοδοτεί επιστροφή στην κανονικότητα
09/03/2019Το 10ετές ομόλογο προστέθηκε σε μια σειρά επιτυχημένων ομολογιακών εκδόσεων από τις αρχές του 2019, σε πείσμα των προβλέψεων για μείωση της ζήτησης κρατικού χρέους της Ευρωζώνης, μετά το τέλος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Η αγορά άρχισε να καταλαγιάζει μόνο μετά την στροφή της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, που δεν αύξησε τα επιτόκια, αλλά και την παραδοχή της επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας από την Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα (ΕΚΤ).
Tα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα παραμείνουν στα σημερινά τους επίπεδα τουλάχιστον μέχρι και το τέλος του 2019. Τα γεγονότα αυτά, επιβεβαίωσαν για τους επενδυτές ότι είναι σχεδόν μηδαμινές οι πιθανότητες για αύξηση των επιτοκίων τους επόμενους μήνες. Έτσι, οι συνθήκες έγιναν ευνοϊκές για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που προσβλέπουν αυτή την περίοδο σε εκδόσεις ομολόγων.
Το ελληνικό δημόσιο δεν είχε δοκιμάσει να εκδώσει 10ετές ομόλογο εδώ και εννέα χρόνια. Η τελευταία προσπάθεια ήταν στις 11 Μαρτίου 2010, λίγους μήνες πριν η Ελλάδα μπει στο καθεστώς των Μνημονίων. Η προχθεσινή έκδοση, εξασφάλισε προσφορές 11,4 δισ. ευρώ κατορθώνοντας να εκμεταλλευθεί το κλίμα που κυριαρχεί το τελευταίο διάστημα στις χρηματαγορές. Ήταν ικανοποιητική, δεδομένων των συνθηκών, δηλαδή το πολύ υψηλό χρέος της χώρας και τον τεράστιο όγκο των κόκκινων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών. Βέβαια αντλήθηκε μικρό ποσό.
Η αρχική κατεύθυνση για το επιτόκιο είχε διαμορφωθεί στο 4,125%, αλλά τελικά έκλεισε χαμηλότερα, στο 3,90%. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, το ομόλογο υπόκειται στο αγγλικό Δίκαιο. Το γεγονός αυτό αποτελεί πρόσθετη εξασφάλιση για τους επενδυτές, αφού τους προσφέρει δυνατότητα κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων του ελληνικού δημοσίου. Αυτό δεν θα ήταν δυνατόν εάν η έκδοση ήταν στο ελληνικό Δίκαιο. Οι συνολικές προσφορές ξεπέρασαν τα 11,8 δισ. ευρώ, καθώς η ζήτηση ήταν αρκετά ικανοποιητική.
Η έκδοση εκμεταλλεύτηκε όχι μόνο την θετική τάση που είχε διαμορφωθεί στην αγορά, αλλά και το μπόνους της Moody’s. Η διπλή αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας στο Β1 από Β3 με σταθερές προοπτικές από τον οίκο αξιολόγησης, αποτέλεσε ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, επέσπευσε την έξοδο στις αγορές, καθώς αναμενόταν να έχει ισχυρή ζήτηση αυτή την στιγμή, λόγω του ευνοϊκού περιβάλλοντος μετά τις εκδόσεις χρέους από Ιταλία και Ισπανία.
Κοινοπρακτική έκδοση
Η έκδοση ήταν κοινοπρακτική και ανάδοχοι ορίστηκαν οι Goldman Sachs, BNP Paribas, Citigroup, Credit Suisse, HSBC και JP Morgan, οι οποίοι συμμετείχαν στην έκδοση με προσφορές ύψους 795 εκατ. ευρώ. Το γεγονός αυτό διευκόλυνε την επιτυχία του εγχειρήματος, αφού τελικά αντλήθηκαν 2,5 δισ. δηλαδή μόνο 1,7 δισ. παραπάνω από την συμμετοχή των αναδόχων.
Εξάλλου η Ελλάδα επωφελείται προς το παρόν από το «μαξιλάρι» των 26,8 δισ. ευρώ, περίπου 14,5% του ΑΕΠ. Για την ώρα η χώρα δεν χρειάζεται οπωσδήποτε νέα χρηματοδότηση. Η έκδοση του ομολόγου προσπαθεί να εκπέμψει μήνυμα σταθεροποίησης της οικονομίας σε ευρύτερους κύκλους της επενδυτικής κοινότητας. Να εμπεδώσει δηλαδή την εικόνα ότι η χώρα έχει πρόσβαση στις αγορές.
Αρχικά το υπουργείο Οικονομικών σχεδίαζε την έκδοση, αμέσως μετά την ολοκλήρωση της δανειακής σύμβασης του τρίτου μνημονίου τον Αύγουστο του 2018, αλλά λόγω της αύξησης των αποδόσεων που προκάλεσαν οι αναταραχές στην ιταλική αγορά ομολόγων, αναγκάστηκε να την αναβάλει. Επιπλέον, η επιστροφή του ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς κεφαλαιαγορές με 10ετές ομόλογο, αποτελεί απαραίτητο βήμα για την οικοδόμηση της λεγόμενης «καμπύλης αποδόσεων» που θα βοηθήσει στην πορεία επιστροφής στην κανονικότητα δανεισμού από τις αγορές.
Η ανατροπή της πολιτικής της ΕΚΤ
Το ελληνικό ομόλογο προστίθεται έτσι σε μια σειρά επιτυχημένων ομολογιακών εκδόσεων χωρών από τις αρχές του 2019, ανατρέποντας τις προβλέψεις για μείωση της ζήτησης για κρατικό χρέος της Ευρωζώνης, μετά το τέλος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης. Η πεποίθηση της αγοράς ότι εισερχόμαστε σε περίοδο ανόδου των επιτοκίων, άρχισε να καταλαγιάζει μόνο μετά την στροφή 180 μοιρών της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ που δεν αύξησε τα επιτόκια, αλλά και την παραδοχή της επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής οικονομίας από την ΕΚΤ.
Εχει ληφθεί η απόφαση, τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ να παραμείνουν στα σημερινά τους επίπεδα τουλάχιστον μέχρι και το τέλος του 2019 και πάντως «για όσο χρονικό διάστημα χρειαστεί». Τα γεγονότα αυτά, επιβεβαίωσαν για τους επενδυτές ότι είναι σχεδόν μηδαμινές οι πιθανότητες για αύξηση των επιτοκίων τους επόμενους μήνες. Ετσι, οι συνθήκες έγιναν ευνοϊκές για τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που προσβλέπουν αυτή την περίοδο σε εκδόσεις χρέους.
Η χώρα βέβαια μπορεί να χτίσει σιγά-σιγά, με διαδοχικές εκδόσεις ομολόγων, το προφίλ του τακτικού εκδότη κρατικού χρέους, καθώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες έως και το 2020, καλύπτονται από το μαξιλάρι ρευστότητας. Έτσι, η προχθεσινή πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές αποτελεί ουσιαστικά άσκηση εμπέδωσης εμπιστοσύνης, αφού η επενδυτική βαθμίδα της χώρας είναι 3-4 θέσεις κάτω από το αξιόχρεο. Ίσως όμως να εξοφλήσει την οφειλή προς το ΔΝΤ, που κοστίζει κάτι λιγότερο από την απόδοση του ομολόγου.
Το Eurogroup της Δευτέρας
Το επόμενο γεγονός που θα επηρεάσει την εμπιστοσύνη των αγορών, θα είναι η απόφαση του Eurogroup της 11ης Μαρτίου για την επιστροφή των κερδών των ελληνικών ομολόγων που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες και οι αποφάσεις σχετικά με τις μακροοικονομικές ανισορροπίες που καταγράφει η Έκθεση της Κομισιόν για την Ελλάδα. Η υλοποίηση των 16 προαπαιτούμενων του 2018 θεωρείται προϋπόθεση για την έγκριση της απελευθέρωσης των 970 εκατ. ευρώ, στο Eurogroup της Δευτέρας.
Βασικό αγκάθι παραμένει ο διάδοχος του ν. Κατσέλη που επιχειρείται να νομοθετηθεί με βάση τις επιπτώσεις που θα έχει στην κεφαλαική επάρκεια των τραπεζών. Στο σημείο αυτό θα ληφθεί υπόψη και η Έκθεση του ΔΝΤ που εξακολουθεί να τονίζει τις ανησυχίες του για το θέμα αυτό. Εκκρεμεί επίσης το θέμα των λιγνιτικών μονάδων, των οφειλών προς ιδιώτες αλλά και άλλων πεδίων στα οποία αναμένεται νομοθετική ρύθμιση.
Συζήτηση θα γίνει ακόμη για την έκθεση αναφορικά με τις υπερβολικές ανισορροπίες της χώρας στο μακροοικονομικό πεδίο. Για το θέμα αυτό, η Κομισιόν εισηγείται την ένταξη της Ελλάδας σε καθεστώς εποπτείας για “υπερβολικές ανισορροπίες”, μαζί με την Κύπρο και την Ιταλία.
Η έκθεσή της αναφέρει, ότι «η μείωση των συσσωρευμένων ανισορροπιών, θα απαιτήσει πολλά έτη συνεχούς εφαρμογής των μεγάλων θεσμικών και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και σταθερή ανάπτυξη για πολλά χρόνια». Καθώς τα διαφορικά επιτόκια (spreads) της χώρας σε σύγκριση με τα γερμανικά, παραμένουν υψηλά και αντικατοπτρίζουν τις ανησυχίες της αγοράς μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ο δρόμος για την κανονικότητα είναι μακρύς και αβέβαιος.