Η αλήθεια για την οικονομία πίσω από τον μαγικό καθρέπτη…
11/12/2021Αύξηση κατά 36,6% παρουσίασαν οι εξαγωγές μας τον Οκτώβριο, αλλά με ταυτόχρονη αύξηση, κατά 52,8%, του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου. Μεγάλο μέρος των αυξήσεων αυτών οφείλεται στις ανατιμήσεις, που επέφερε η παρανοϊκή διαχείριση του κορονοϊού διεθνώς, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι οι εισαγωγές παρουσίασαν αύξηση 42,1%, αλλά χωρίς τα πετρελαιοειδή η αύξηση περιορίζεται σε 17,9%.
Ως γνωστόν, η Ελλάδα διαθέτει μεγάλη βιομηχανία διυλίσεως πετρελαίου, ο μεγαλύτερος όγκος των οποίων επανεξάγεται. Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι σημαντικό μέρος των εξαγωγών προϊόντων διυλίσεως, το επανεισάγουμε υπό την μορφή πρώτης ύλης για την –επίσης μεγάλη– χημική μας βιομηχανία και, κυρίως, την βιομηχανία πλαστικών. Πρόκειται για μια σημαντική πτυχή του προβλήματος της χαμηλής εγχωρίου προστιθεμένης αξίας που παρουσιάζει η οικονομίας μας και η οποία αποτελεί μία από τις σημαντικότερες αιτίες του ελλείμματος και, εν τέλει, του χρέους.
Αξίζει, επειδή η Ιστορία διδάσκει, να αναφέρω ότι το κενό μεταξύ διυλιστηρίων και χημικής βιομηχανίας δεν θα υπήρχε αν η Ελλάδα διέθετε πετροχημικό εργοστάσιο, όπως προέβλεπε ο σχεδιασμός των κυβερνήσεων Καραμανλή (1955-1963) και τον οποίο διατήρησαν τόσο οι κυβερνήσεις της Ενώσεως Κέντρου, όσο και των Αποστατών, αλλά ανέστειλαν οι αδαείς χουντικοί. Την επένδυση επανεκκίνησαν οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις Καραμανλή, αλλά η σκληρή αντίδραση της Αριστεράς οδήγησε στην οριστική ματαίωσή της με τα μηχανήματα να σκουριάζουν, επί σειρά ετών, στις αποθήκες του λιμένος Λίβερπουλ, το οποίο, βεβαίως εισέπραττε υψηλές σταλίες, προς δόξαν της πάλης των τάξεων και της δήθεν προστασίας του περιβάλλοντος!
Η περιπέτεια του πετροχημικού εργοστασίου είναι μία από τις πολλές ανάλογες που συνθέτουν την ζοφερή εικόνα της ελληνικής οικονομίας, η οποία ματαίως προσπαθεί να σπάσει τον κύκλο της εξάρτησης. Γιατί, τι άλλο από εξάρτηση είναι το έλλειμα του εμπορικού ισοζυγίου, πολλώ δε μάλλον όταν μέρος του οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών, λόγω αυξήσεως των εισαγωγών, που είναι απαραίτητες είτε ως πρώτη ύλη είτε ως κεφαλαιουχικός εξοπλισμός.
Τα διυλιστήρια δεν ήταν η μοναδική επιτυχής επιλογή του προγράμματος εκβιομηχανίσεως. Ακόμη πιο επιτυχής υπήρξε η σύμβαση με την “Αλουμίνιον της Ελλάδος” (Πεσινέ), για την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων βωξίτη του Παρνασσού. Η διαφορά είναι ότι στην περίπτωση των πετρελαιοειδών η κρατική παρέμβαση –με την επένδυση στο εργοστάσιο πετροχημικών– δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί, με ευθύνη της Χούντας και, στη συνέχεια της Αριστεράς, ενώ στην περίπτωση του βωξίτη δεν υπήρχε ανάγκη για κρατική παρέμβαση: Η παραγωγή αλουμινίου ώθησε το εγχώριο κεφάλαιο να επενδύσει σε μεγάλες βιομηχανίες παραγωγής profile αλουμινίου και σε μικρότερες βιομηχανίες παραγωγής κουφωμάτων.
Η πραγματική εικόνα για την οικονομία
Παρόμοιο πρόβλημα (χαμηλής, ίσως και αρνητικής!) εγχωρίου προστιθεμένης αξίας παρουσιάζουν οι δύο άλλοι μεγάλοι τομείς της οικονομίας μας: οι κατασκευές και ο τουρισμός. Βασική αιτία (πλην περιπτώσεων κατασκευαστικής τεχνογνωσίας μεγάλων έργων) είναι η έλλειψη επαρκούς και υψηλού επιπέδου βιομηχανικής παραγωγής, τα προϊόντα της οποίας θα αξιοποιήσουν οι κατασκευές και ο τουρισμός, είτε ως πάγια είτε ως αναλώσιμα αγαθά. Θα άξιζε να διερευνήσουμε την αλυσίδα αξίας του τουρισμού και να δούμε πως κατανέμεται η δαπάνη των επισκεπτών μας: Τι ποσοστό εγχωρίου προστιθεμένης αξίας περιέχουν όσα τρώνε και αγοράζουν; Τι ποσοστό εγχωρίου προστιθεμένης αξίας περιέχουν τόσο οι επενδυτικές όσο και οι λειτουργικές δαπάνες των ξενοδοχείων;
Δεν είναι η πρώτη φορά που θίγω το ζήτημα αυτό, έχω ξαναγράψει συγκεκριμένα παραδείγματα. Όμως, επανέρχομαι επειδή βλέπω ότι η κυβέρνηση, αλλά και γενικώς το οικονομικό σύστημα (εργοδοτικές οργανώσεις, επιμελητήρια, τράπεζες, οικονομικός τύπος) επιμένουν να παρουσιάζουν μια μαγική εικόνα για την ελληνική οικονομία, είτε προβάλλοντας αποσπασματικά στοιχεία, είτε διαφημίζοντας ξένες επενδύσεις, οι οποίες αν και καλοδεχούμενες, δεν είναι παρά σταγόνα στον ωκεανό και δεν μπορούν να δημιουργήσουν μια “κρίσιμη μάζα”, που θα αλλάξει οριστικώς το τοπίο.
Τα χρόνια προβλήματα της οικονομίας μας δεν αντιμετωπίζονται, απλώς παραπέμπονται στο μέλλον ή/και εφαρμόζονται οι γνωστές αποτυχημένες συνταγές του παρελθόντος π.χ. αναπτυξιακός νόμος. Η μεγάλη μάζα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν έχει επαρκή χρηματοδότηση, ο αγροτικός τομέας έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του, η παραοικονομία καλπάζει και μαζί της η φοροδιαφυγή. Ο πληθωρισμός, που επανέκαμψε μετά από μια 20ετία, δεν είναι παροδικό φαινόμενο και είναι βέβαιον ότι θα προκαλέσει πολύ ισχυρές πιέσεις τόσο προς την κυβέρνηση όσο και προς τις επιχειρήσεις για –εύλογη– αύξηση των αποδοχών.
Δεδομένης της αδυναμίας των επιχειρήσεων να αντιμετωπίσουν την ταυτόχρονη αύξηση των τιμών ρεύματος και πρώτων υλών, πως θα ικανοποιήσουν τις –επαναλαμβάνω, εύλογες– απαιτήσεις για αυξήσεις των αποδοχών; Λύσεις υπάρχουν, έστω και εκ των υστέρων. Εκείνο που δεν υπάρχει είναι πολιτική ικανότητα και βούληση για την εφαρμογή τους.