Η άλυτη εξίσωση της ανάπτυξης
30/11/2017του Κώστα Μελά –
Μετά από 7 χρόνια εφαρμογής του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής έχει σημασία να μελετήσουμε πως διαμορφώθηκε η συνεισφορά των συνιστωσών στο ΑΕΠ από τη μεριά της ζήτησης. Το ζήτημα έχει μεγάλη σημασία διότι μας επιτρέπει να αντιληφθούμε αφενός τις επιπτώσεις του προγράμματος και αφετέρου, με βάση αυτές τις επιπτώσεις, τα προβλήματα που ανακύπτουν και με κάποιο τρόπο θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν.
Στη Γραφική παράσταση 1 παρουσιάζεται η εξέλιξη των συνιστωσών του ελληνικού ΑΕΠ την περίοδο 2008-2016.
Όλες οι παρατηρούμενες αλλαγές, στις οποίες θα σταθούμε στη συνέχεια, πραγματοποιήθηκαν σε περιβάλλον συρρίκνωσης του ΑΕΠ (2008= 241,990 δισ. ευρώ, 2010= 226,031 δισ. ευρώ, 2016= 174,199 δισ. ευρώ σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, σε τρέχουσες τιμές). Δηλαδή την περίοδο 2008-2016= -28,0% και την περίοδο 2010-2016 = -22,93%.
Τα μνημονιακά χρόνια
Θα μελετήσουμε την περίοδο 2010-2016 που τέθηκε σε εφαρμογή το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
- Η συμμετοχή της ιδιωτικής κατανάλωσης μειώθηκε κατά 0,58 ποσοστιαίες μονάδες.
- Η συμμετοχή της δημόσιας κατανάλωσης μειώθηκε κατά 0,33 ποσοστιαίες μονάδες.
- Η συμμετοχή του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου μειώθηκε κατά 5,89 ποσοστιαίες μονάδες.
- Η συμμετοχή των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκε κατά 8,22 ποσοστιαίες μονάδες.
- Η συμμετοχή των εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκε κατά 2,04 ποσοστιαίες μονάδες.
Πρώτη παρατήρηση είναι η εξής: η ιδιωτική και η δημόσια κατανάλωση παρά τη σημαντικότατη συρρίκνωση τους (ιδιωτική 2010 = 156,803 δισ. ευρώ, 2016= 121,737 δισ. ευρώ, και δημόσια: 2010= 50,188 δισ. ευρώ, 2016= 35,239 δισ. ευρώ) διατήρησαν σχεδόν το ίδιο ποσοστό στο σχηματισμό του ΑΕΠ.
Δεύτερη παρατήρηση: η συμμετοχή του ΑΣΠΚ μειώθηκε σημαντικά αλλά και σε απόλυτα νούμερα παρουσίασε σημαντικότατη πτώση (2010= 39,598 δισ. ευρώ, 2016= 20,458 δισ. ευρώ).
Τρίτη παρατήρηση: οι εισαγωγές παρά τη μείωσή τους, σε όρους αξίας, (2010= 69,452 δισ. ευρώ, 2016= 54,317 δισ. ευρώ) αύξησαν την (αρνητική) συμμετοχή τους στον προσδιορισμό του ΑΕΠ.
Τέταρτη παρατήρηση: η συμμετοχή των εξαγωγών αυξήθηκε αλλά συγχρόνως αυξήθηκαν σχετικά οι εξαγωγές και σε απόλυτα νούμερα (2010 =49,958 δισ. ευρώ, 2016 = 53,059 δισ. ευρώ).
Σύμφωνα με τα παραπάνω το κύριο βάρος της «προσαρμογής – μεταβολής» το έφεραν οι επενδύσεις και οι εισαγωγές. Οι δραστικές μειώσεις των δύο μεγεθών εξηγούνται εύκολα με βάση την οικονομική θεωρία. Αν η μείωση των εισαγωγών μπορεί να θεωρηθεί «θετική» με την έννοια ότι περιορίστηκε, αν περιορίστηκε, εκείνο το μέρος των εισαγωγών που μπορεί να χαρακτηριστούν «ακραία καταναλωτικές» και όχι «αναγκαίες για την αναπαραγωγή της οικονομίας», σίγουρα η κατάρρευση των επενδύσεων αποτελεί σαφή αρνητική εξέλιξη του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής.
Επενδύσεις “εναντίον” κατανάλωσης
Ο ΑΣΠΚ στην Ελλάδα την περίοδο πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική, 2005-2008, υπερέβαινε το 20,0% του ΑΕΠ (Γραφική παράσταση 2), συμβαδίζοντας με το αντίστοιχο ποσοστό των χωρών της ΕΕ (μέσος όρος). Σημειωτέο ο ΑΣΠΚ στην Ελλάδα βρίσκεται σήμερα (11,64% ) στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ και μάλιστα σε απόσταση από τον μέσο όρο (20,5%) (Γραφική Παράσταση 3).
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να σημειωθεί, ότι το ύψος του ΑΣΠΚ, αυτή την περίοδο, κατ’ αρχάς, χρηματοδοτήθηκε από το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, με βάση την γνωστή μακροοικονομική εξίσωση:
Χ – M = S –I
Όπου Χ = εξαγωγές, Μ = εισαγωγές, S = αποταμιεύσεις, Ι = επενδύσεις.
Σήμερα, η επιτευχθείσα προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, και η ανάγκη για διαχρονική εξισορρόπηση του, αποτρέπει αυτό τον τρόπο χρηματοδότησης (και σωστά). Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η χρηματοδότηση των επενδύσεων θα πρέπει να αναζητηθεί είτε από εγχώριους πόρους είτε από εισροή πόρων (μη δανειακών, κυρίως Άμεσων Ξένων Επενδύσεων) από το εξωτερικό.
Αν ο στόχος είναι, επομένως, η σταδιακή αύξηση του ποσοστού των επενδύσεων στο ΑΕΠ, με τον περιορισμό της διαχρονικής εξισορρόπησης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, αυτό θα πρέπει να γίνει με περιορισμό της κατανάλωσης. Δεδομένου ότι η δημόσια κατανάλωση βρίσκεται περίπου στο ίδιο ύψος με το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ, απομένει η ιδιωτική κατανάλωση το ποσοστό της οποίας θα πρέπει να συρρικνωθεί διαχρονικά. Σημειωτέο το ποσοστό της ιδιωτικής κατανάλωσης ως % του ΑΕΠ στην Ελλάδα είναι το υψηλότερο μεταξύ των χωρών της ΕΕ (69,0%) έναντι περίπου 55,0% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ.
Μεγάλος χαμένος οι επενδύσεις
Η περιγραφή του προβλήματος βεβαίως δεν επιλύει και το πρόβλημα. Οι υπάρχουσες ιστορικές ιδιομορφίες της ελληνικής οικονομίας (και κοινωνίας) χρειάζεται να ληφθούν υπόψη για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Αναφέρω ως παράδειγμα: οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών στην Ελλάδα, που συμμετέχουν με 30,0% στο ΑΕΠ (2016) κατά τα 2/3 περίπου προέρχονται από τις υπηρεσίες και κυρίως από τον τουρισμό.
Δηλαδή προέρχονται από πόρους που αποτελούν «οιονεί» εγχώρια εισόδημα δημιουργώντας καταναλωτικές συμπεριφορές που δεν αντανακλούν στις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας, και οι οποίες μέχρι τώρα τουλάχιστον κατευθύνονταν σε μεγάλο ποσοστό στην τροφοδότηση των εισαγωγών. Συνεπώς ο στόχος θα πρέπει να είναι η διοχέτευση αυτών των πόρων, όσο γίνεται περισσότερο, στην εγχώρια παραγωγή. Φυσικά και αυτό δεν πραγματοποιείται εύκολα και βεβαίως δεν αρκεί κάποιος απλά να το περιγράφει.
Επίσης η τρομακτική συρρίκνωση του ΑΣΠΚ στην Ελλάδα, οφείλεται στην κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας. Το 2008 ο ΑΣΠΚ για κατοικίες ανερχόταν σε 19,689 δισ. ευρώ, ενώ το 2016 σε 1,127 δισ. ευρώ. Φυσικά στην μεγέθυνση του ΑΣΠΚ στις κατοικίες είχε συμβάλλει ο ασύστολος τραπεζικός δανεισμός που ακολουθούσε pari passo τον επίσης ασύστολο δημόσιο δανεισμό.
Το συμπέρασμα που μπορεί να συναχθεί είναι ότι το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής βελτιώνοντας τις δημοσιονομικές ανισορροπίες και τις αντίστοιχες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, προκάλεσε μεγάλη συρρίκνωση του βασικού αναπτυξιακού μοχλού της οικονομίας, των επενδύσεων, και επί της ουσίας άφησε ανεπηρέαστη τη δομή της ελληνικής οικονομίας όπως αυτή αντανακλάται στη συμμετοχή των συνιστωσών στο σχηματισμό του ΑΕΠ από τη μεριά της ζήτησης.