Η ανισότητα στον πλούτο – Μία κριτική στον Τομά Πικετύ
06/01/2020Στην προεκλογική εκστρατεία για το χρίσμα των δημοκρατικών, που διεξάγεται στις ΗΠΑ, ορισμένοι από τους υποψηφίους, όπως ο Μπέρνι Σάντερς και η Ελίζαμπεθ Γουόρεν, εκφράζουν έναν ακραίο καταγγελτικό ρόλο για την ραγδαία αύξηση της ανισότητας του πλούτου στις ΗΠΑ, με ναυαρχίδα βεβαίως τον πλούτο των πλουσιότερων Αμερικανών. Παρόμοια ρητορική χρησιμοποίησαν ο Τζέρεμι Κόρμπιν και άλλα αριστερά, αλλά και ακροδεξιά, κόμματα στην Ευρώπη για να στηλιτεύσουν αυτήν την “ακραία” αύξηση του πλούτου.
Όλη αυτή η καταιγίδα καταγγελιών ξεκίνησε και από την δημοσίευση του βιβλίου του Τομά Πικετύ “Capital in the Twenty-First Century” και την δημιουργία της βάσης δεδομένων World Inequality Database, που δημιούργησε ο ίδιος με τους συνεργάτες του. Όμως, τόσο το βιβλίο όσο και η ίδια η βάση δεδομένων υπέστησαν και υφίστανται δριμεία κριτική από την ακαδημαϊκή κοινότητα.
Το γεγονός αυτό οδήγησε και τον Πικετύ να προτείνει, με άρθρο του στο Project Syndicate, στους διεθνείς οργανισμούς την δημιουργία νέων, πιο αντιπροσωπευτικών, δεικτών παρακολούθησης της ανισότητας. Εν αντιθέσει με τα παραπάνω (και τα παρακάτω), αρκετοί πολιτικοί και όχι μόνον εξακολουθούν να στηρίζουν την επιχειρηματολογία τους σε λανθασμένα στοιχεία.
Στο σύντομο αυτό σημείωμα θα παρουσιάσω ορισμένες κριτικές που θεμελιώνουν το έλλειμμα αξιοπιστίας των στοιχείων του Πικετύ και του World Inequality Database. Θα ξεκινήσω από την κριτική του Martin Feldstein, νομπελίστα Οικονομίας και από τους σημαντικότερους οικονομολόγους του 20ου αιώνα στα δημόσια οικονομικά. Το πρώτο σχόλιο του Feldstein αναφέρεται στο συμπέρασμα ότι η ανισότητα του πλούτου είναι διαρκώς αυξανόμενη.
Τα στοιχεία διαψεύδουν τον Πικετύ
Όμως, όπως υποστηρίζει, αυτό το συμπέρασμα στηρίζεται στην αυστηρή υπόθεση ότι οι άνθρωποι ζουν για πάντα, που ασφαλώς δεν μπορεί να στηριχθεί. Με τους φόρους περιουσίας και κληρονομιάς και τον αριθμό των διαδόχων αποδεικνύεται, σύμφωνα με τον Feldstein, ότι ο πλούτος των ατόμων αυξάνει με τον ίδιο ρυθμό που αυξάνει και το εισόδημα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης ήταν παρόμοιος, 3.2%-3.3%, από το 1960 μέχρι σήμερα.
Το δεύτερο σχόλιο του Feldstein επικεντρώνεται στο γεγονός ότι ο Πικετύ δεν λαμβάνει υπόψη του τις μεταβολές που γίνονται κατά διαστήματα στους φορολογικούς νόμους. Ειδικά για τις ΗΠΑ, οι μεταβολές που σημειώθηκαν μετά το 1980 δίνουν την εντύπωση της ραγδαίας αύξησης της ανισότητας.
Για παράδειγμα, η μείωση από 70% σε 50% του φορολογικού συντελεστή στα μερίσματα, τους τόκους και τα εισοδήματα από επενδυτικά προϊόντα έδωσε ώθηση στην μεταβολή των επενδυτικών πρωτοβουλιών των ατόμων μεταφέροντας κεφάλαια από χαμηλής απόδοσης και αφορολόγητα επενδυτικά προϊόντα, όπως τα δημοτικά ομόλογα, σε υψηλής απόδοσης αλλά φορολογούμενες επενδύσεις. Κατά αυτόν τον τρόπο φάνηκε ότι υπήρξε αύξηση του φορολογητέου εισοδήματος και της εισοδηματικής ανισότητας, ενώ στην πραγματικότητα δεν υπήρξε αύξηση.
Επίσης, το 1986, ο ανώτερος φορολογικός συντελεστής μειώθηκε από 50% σε 28%. Λόγω της μείωσης αυτής το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε, δίνοντας την ευκαιρία για περισσότερες επενδύσεις, όπως παραπάνω. Από την άλλη μεριά, ώθησε τις επιχειρήσεις στην αλλαγή της πολιτικής αμοιβών με την αύξηση των μισθών σε σχέση με την καταβολή της διαφοράς σε παροχές, όπως bonus, οι οποίες ήταν αφορολόγητες για τους εργαζόμενους. Έτσι φαίνεται να αυξάνει πάλι το εισόδημα και η ανισότητα.
Επιπροσθέτως, με τον προηγούμενο φορολογικό νόμο, πολλά, ανώτερα κυρίως, στελέχη εταιρειών λάμβαναν μέρος της αμοιβής τους από τις εταιρείες που εργάζονταν, μέσω προσωπικών εταιρειών, για να πληρώνουν λιγότερους φόρους. Η μεταβολή του νόμου οδήγησε στην αλλαγή αυτής της πολιτικής και αυτά τα στελέχη εμφάνισαν πλέον τις αμοιβές τους ως προσωπικό εισόδημα, γεγονός που φάνηκε σαν ακραία αύξηση του εισοδήματος.
Ανισότητα, μύθος και πραγματικότητα
Σύμφωνα με το τρίτο σχόλιο, ο Πικετύ δεν έλαβε υπόψη του τα επιδόματα, τις παροχές υγείας κλπ. που αυξάνουν το διαθέσιμο εισόδημα των φτωχότερων και μεσαίων τάξεων. Τέλος, δεν έλαβε υπόψη του τις εξελίξεις στην αγορά ακινήτων και τα συνταξιοδοτικά προγράμματα των εργαζόμενων. Σημειώνεται ότι εάν αφαιρεθούν τα ακίνητα, το μερίδιο του κεφαλαίου στο εισόδημα, έχει ελάχιστα μειωθεί από το 1950 μέχρι σήμερα στις ΗΠΑ.
Ο Mervyn King, πρώην διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, σχολιάζει το βασικό επιχείρημα του Πικετύ ότι στον καπιταλισμό η ανισότητα αυξάνει διότι το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου ξεπερνά τον ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας. Όμως, τονίζει ο King, αυτή η σχέση είναι η αναγκαία συνθήκη για την καλύτερη κατανομή των επενδύσεων σε μια οικονομία, ανεξάρτητα από την δομή της, πχ καπιταλιστική, κεντρικού σχεδιασμού και είναι συμβατή με κάθε μορφής ανισότητα, μεγάλης-μικρής, αυξανόμενης – μειούμενης.
Επίσης, σύμφωνα με τον King, κάθε επένδυση εμπεριέχει κίνδυνο και συνεπώς στο ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου εμπεριέχεται και η αμοιβή του κινδύνου. Εάν αφαιρέσουμε την αμοιβή του κινδύνου, τότε το μέσο ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου είναι περίπου ίδιο με το μέσο ποσοστό μεγέθυνσης της οικονομίας. Τέλος, ο King σημειώνει ότι τα ίδια τα δεδομένα του Πικετύ δεν στηρίζουν η θέση του περί αυξανόμενης ανισότητας στον καπιταλισμό.
Εξετάζοντας αυτά τα δεδομένα για τα τελευταία 200 χρόνια του καπιταλισμού στην Γαλλία, το μερίδιο του πιο πλουσίου 1% ήταν περίπου 50% του πλούτου στις αρχές του 19ου αιώνα, παρέμεινε σταθερό μέχρι το 1890 και στην συνέχεια αυξήθηκε στο 60%, μέχρι το 1920. Στην δεκαετία του 1920 μειώθηκε στο 20% και παραμένει περίπου σε αυτό το ποσοστό μέχρι σήμερα. Το ίδιο παρατηρείται και στις άλλες χώρες του δείγματος (Αγγλία, ΗΠΑ και Σουηδία). Άρα η βασική θέση δεν αντέχει ούτε στα ίδια τα στοιχεία.
Η κριτική Galbraith
Ο James Galbraith, σε άρθρο του που δημοσιεύθηκε το 2018, ασκεί δριμεία κριτική (όπως εξάλλου φαίνεται και από τον τίτλο του άρθρου) στο World Inequality Report 2018, που εκδίδει ο Τομά Πικετύ, και στην αντίστοιχη βάση δεδομένων, World Inequality Database (WID) . O Galbraith ασκεί κατά αρχήν κριτική στην θέση που διατυπώνει ο Πικετύ σχετικά με τον δείκτη ανισότητας εισοδήματος Gini που δημοσιεύουν διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΗΕ, και στηρίζεται σε έρευνες νοικοκυριών. Αναρωτιέται εάν η μεθοδολογία του φορολογητέου εισοδήματος του Πικετύ, είναι πιο αξιόπιστη από τις έρευνες αυτές. Στην συνέχεια ασκεί κριτική στα δεδομένα του WID από τρεις πλευρές.
Πρώτο, η κάλυψη και αξιοπιστία των φορολογικών δεδομένων σε παγκόσμιο επίπεδο. Στο WID υπάρχουν χώρες με μια μόνο παρατήρηση, όπως η Υεμένη, ή η τελευταία παρατήρηση σταματά το 1970 και όμως παρουσιάζεται σαν τάση. Άλλες χώρες όπως το Μεξικό, το Πακιστάν, η Νιγηρία δεν εμφανίζονται, ή στην περίπτωση της Νιγηρίας εμφανίζεται ένα μερίδιο πλούτου 99.95% που κατέχει το πλουσιότερο 1%. Όμως τα δεδομένα αναφέρονται στην περίοδο 1954-1959, δηλαδή, πριν από την ανεξαρτησία της Νιγηρίας το 1960.
Συνολικά, αναφέρει ο Galbraith, το WID παρουσιάζει δεδομένα για το μερίδιο του πλούτου του κορυφαίου 1%, για 16 χώρες με λιγότερες από 5-6 ετήσιες παρατηρήσεις, για 24 χώρες με λιγότερες από 18 ετήσιες παρατηρήσεις και για μόλις 20 χώρες οι ετήσιες παρατηρήσεις είναι ίσες ή περισσότερες των 40. Αυτή η μεροληψία δεν διαφέρει από την υποτιθέμενη μεροληψία των ερευνών νοικοκυριών, που κατακρίνει ο Πικετύ.
Τελικά, ο μεγάλος όγκος των δεδομένων της WID αναφέρεται στις χώρες του ΟΟΣΑ. Δεύτερο, ο Galbraith θέτει το ερώτημα εάν τα δεδομένα του WID είναι συμβατά με τις άλλες βάσεις δεδομένων ή όπως σημειώνουν και στην WID «η βάση μας έχει δεδομένα που είναι καλύτερα όλων των υπόλοιπων εναλλακτικών». Σε προηγούμενη έρευνα, ο Galbraith συνέκρινε τα δεδομένα της WID με άλλες βάσεις δεδομένων, όπως η Luxemburg Income Survey, ο ΟΟΣΑ, η Οικονομική Επιτροπή για την Λατινική Αμερική και την Καραϊβική, (ECLAC), η Eurostat και η Estimated Household Income Inequality (EHII).
Όπως έδειξε η σύγκριση, τα δεδομένα της WID δεν είναι τόσο συμβατά με αυτά των άλλων βάσεων. Καλυτέρα ή χειροτέρα; Σύμφωνα με τον Galbraith, εξαρτάται ποιον θέλεις να πιστέψεις, όμως στις σημαντικές περιπτώσεις η WID δίνει πολύ ακραίες τιμές (outliers). Τρίτον, όσον αφορά τις ιδιομορφίες της οικονομίας των ΗΠΑ, αρκετές από αυτές συζητήθηκαν παραπάνω και δεν θα αναφερθώ ειδικότερα.
Περί πλούτου
Τέλος, μιλώντας για αύξηση του πλούτου θα πρέπει να σημειώσουμε και κάτι ακόμη. Είναι διαφορετικό να αυξάνει ο πλούτος ενός ανθρώπου από την επιχειρηματική του δραστηριότητα, γεγονός που οδηγεί σε δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας, υψηλότερο εισόδημα στην οικονομία, και περισσότερα φορολογικά έσοδα για το κράτος και διαφορετικό να αυξάνει η περιουσία ενός ανθρώπου από την εκμετάλλευση δημοσίων πόρων και διαδικασιών. Αυτό παρατηρείται σε ορισμένες χώρες στις οποίες οι φίλοι του εξουσιαστικού μηχανισμού απολαμβάνουν περιουσία, η οποία δεν προέρχεται από ανταγωνιστική επιχειρηματική δραστηριότητα.
Συμπερασματικά, η κατασκευή δεικτών είναι πολύ σοβαρή υπόθεση διότι ενδέχεται να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα και λάθος πολιτικές. Δείκτες οι οποίοι χρησιμοποιούνται εδώ και δεκαετίες από διεθνείς οργανισμούς και από την συντριπτική πλειοψηφία των επιστημόνων παρέχουν μεγαλύτερη ασφάλεια. Προφανώς, όλα μπορούν να βελτιωθούν, όπως ζητά ο Πικετύ, όμως με προσοχή και σεβασμό στην επιστημονική μεθοδολογία.
Κλείνοντας θα αναφέρω τα λόγια του Martin Feldstein: «Το πρόβλημα με την διανομή του εισοδήματος δεν είναι ότι μερικοί άνθρωποι κερδίζουν υψηλά εισόδημα λόγω ταλέντου, ικανοτήτων, εκπαίδευσης και τύχης. Το πρόβλημα είναι η φτώχεια. Και για να μειωθεί η φτώχεια είναι αναγκαίοι οι υψηλότεροι ρυθμοί μεγέθυνσης και μια διαφορετική προσέγγιση στην εκπαίδευση και κατάρτιση και όχι η επιβολή φόρων που φτάνουν στο όριο της δήμευσης του εισοδήματος και της περιουσίας», όπως προτείνουν ο Σάντερς, η Γουόρεν και οι άλλοι.