Η ΕΕ θα πληρώσει τα σπασμένα του εμπορικού πολέμου ΗΠΑ-Κίνας
20/06/2019Μέσα στον καπνό και τον θόρυβο του κηρυγμένου πια εμπορικού πολέμου μεταξύ των ΗΠΑ και της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ο πιο σημαντικός παίκτης για την έκβαση αυτού του πολέμου δεν έχει ακόμη δείξει τα χαρτιά του, τηρώντας σώφρονα ουδετερότητα. Πρόκειται βεβαίως για την ΕΕ, της οποίας τα μέλη θα βρεθούν σύντομα προ στρατηγικών διλημμάτων σε σχέση με την θέση που θα πάρουν ενώπιον του εμπορικού (και γεωπολιτικού) πολέμου μεταξύ της ηγεμονικής παγκόσμιας υπερδύναμης και της ανερχόμενης. Πόλεμος, ο οποίος δεν αποκλείεται να διαρκέσει για δεκαετίες. Τρεις παράγοντες μετατρέπουν την όποια θέση λάβει η Ευρώπη σε σχέση με το κολοσσιαίο αυτό θέμα σε ζήτημα κριτικής σημασίας για την ασφάλεια, την ευημερία, και την συνοχή της ΕΕ.
Ο πρώτος παράγων είναι οι σινοευρωπαϊκές εμπορικές σχέσεις και το θετικό για την Ευρώπη ισοζύγιο πληρωμών, παρά το γιγαντιαίο έλλειμμα που παρουσιάζει η Ευρώπη σε μόνιμη βάση όσον αφορά το εμπόριο αγαθών με την Κίνα. Επιπροσθέτως οι αυξανόμενες κινέζικες επενδύσεις στην ΕΕ επικεντρώνονται κυρίως σε χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, οι οποίες βεβαίως έχουν και την μεγαλύτερη ανάγκη από παραγωγικές επενδύσεις, λόγω της οικονομικής κρίση που ταλανίζει κυρίως τις δύο χώρες του Νότου.
Από την άλλη πλευρά, οι χώρες-μέλη της ΕΕ, με προεξάρχουσες τη Βρετανία (για όσον ακόμη παραμένει μέλος της ΕΕ) και τη Γερμανία, διατηρούν προνομιακές σχέσεις με την Κίνα στους τομείς των εκπαιδευτικών, μορφωτικών και πολιτισμικών ανταλλαγών. Επίσης, στους τομείς της έρευνας και της τεχνολογίας. Οι ανταλλαγές αυτές αποδεικνύονται προσοδοφόρες κυρίως για τις χώρες-μέλη της ΕΕ. Πέραν των καθαρών χρηματοοικονομικών προσόδων από την εισροή χιλιάδων Κινέζων φοιτητών και επαγγελματιών, αναπτύσσονται και αθέατοι δεσμοί επιρροής με την μορφωμένη ελίτ της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομικής υπερδύναμης.
Αν πιέσουν οι ΗΠΑ;
Ο δεύτερος καθοριστικός παράγων είναι βέβαια οι πολύ στενοί αμυντικοί και ιδεολογικοί δεσμοί που συνδέουν τις ΗΠΑ με την Ευρώπη. Αυτοί οι δεσμοί οφείλονται όχι μόνον στην απαραίτητη προστασία που εξασφαλίζει η αμυντική ασπίδα του ΝΑΤΟ στην Ευρώπη, αλλά και η κοινή ιστορία. Πιο συγκεκριμένα, το χρέος που ακόμη οφείλει η Δυτική Ευρώπη (και η Ελλάδα του 1948-49) στις ΗΠΑ για τις καθοριστικές στρατιωτικές παρεμβάσεις της στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την προστασία που παρείχε στους Ευρωπαίους εταίρους της κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Επίσης, οι ΗΠΑ είναι προνομιακός προορισμός για τις εξαγωγές αγαθών δυτικοευρωπαϊκών χωρών, όπως η Γερμανία. Το εμπορικό ισοζύγιο της ΕΕ με τις ΗΠΑ είναι μονίμως θετικό υπέρ της ΕΕ.
Ο τρίτος αποφασιστικός παράγων είναι η συνταγματική διάρθρωση της αρμοδιότητας υπογραφής εξωτερικών εμπορικών συνθηκών εκ μέρους της ΕΕ, η οποία έχει εν πολλοίς εκχωρηθεί στην Κομισιόν για λόγους διαπραγματευτικής αποτελεσματικότητας. Οι ΗΠΑ ήδη απειλούν την ΕΕ με κυρώσεις λόγω των κολοσσιαίων γερμανικών εμπορικών πλεονασμάτων. Τί θα γίνει εάν αρχίσουν να ασκούν αφόρητη πίεση στις χώρες-μέλη για να αποκλείσουν από τα δίκτυά τους κινέζικες εταιρίες υψηλής τεχνολογίας, όπως η περιβόητη Huawei και η ΖΤΕ, ή κινέζικες εμπορικές, ναυτιλιακές και κατασκευαστικές εταιρείες;
Επί παραδείγματι θα συνεχίσουν σε αυτήν την περίπτωση οι ροές κινέζικων επενδύσεων που σχετίζονται με λιμάνια της Μεσογείου, όπως ο Πειραιάς, και έργα υποδομής, συγκοινωνιακά και άλλα; Επίσης, θα συνεχισθεί η ροή των εκατομμυρίων Κινέζων τουριστών προς την Ευρώπη, ή η κινέζικη κυβέρνηση θα δημιουργήσει προσκόμματα ως αντίποινα. Και τι θα γίνει με την αλματώδη αύξηση της εξαγωγής αγροτικών προϊόντων στην Κίνα σε μια εποχή που οι ΗΠΑ σηκώνουν τείχη προστατευτισμού για τις ευρωπαϊκές εξαγωγές αγαθών;
Οι οιωνοί δεν είναι καλοί
Οι οιωνοί δεν είναι καλοί παρά την απροθυμία των κυβερνήσεων των κρατών-μελών της ΕΕ ακόμη και να σκεφθούν πως πλησιάζει η ώρα των αποφάσεων, ή να υπολογίσουν τις συνέπειες. Πρώτον ,απ’ ότι φαίνεται η Κομισιόν και η Γερμανία, δηλαδή η ηγεμονεύουσα ευρωπαϊκή οικονομία, βλέπουν ήδη με μεγάλη δυσπιστία της κινέζικες επενδύσεις στην ΕΕ, ειδικώς στις χώρες του Νότου.
Είναι σχεδόν δεδομένο για παράδειγμα πως η μετά την Μέρκελ γερμανική πολιτική ηγεσία θα χρησιμοποιήσει το πρόβλημα ασφαλείας, που ίσως να σχετίζεται με μεγάλες κινέζικες τεχνολογικές εταιρίες, ως μοχλό για την υιοθέτηση προστατευτικών πολιτικών σε σχέση με της κινεζικές επενδυτικές ροές στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, οι κυβερνήσεις της Τσεχίας, της Ουγγαρίας, της Ιταλίας, της Βρετανίας, και σε κάποιο βαθμό της Ολλανδίας έχουν αναγάγει τις εμπορικές σχέσεις με την Κίνα σε επίπεδο στρατηγικού οικονομικού συμφέροντος.
Ας σημειωθεί εδώ πως ακόμη και εάν θελήσουν να αγνοήσουν τα όργανα της ΕΕ, οι χώρες-μέλη της ΕΕ με σοβαρά προβλήματα ασφάλειας, δεν μπορούν να αγνοήσουν τις επιταγές της Ουάσινγκτον, ακόμη κι εάν βλαφτούν ζωτικά οικονομικά τους συμφέροντα. Τέτοια περίπτωση είναι η Ελλάδα, οι χώρες της Βαλτικής και σε κάποιο βαθμό η Πολωνία.
Από την άλλη πλευρά, το πρόβλημα ασφάλειας είναι ή χαμηλότερης έντασης ή ανύπαρκτο για χώρες όπως η Ιταλία, η Ουγγαρία, η Γαλλία, ή η Ισπανία. Οι κυβερνήσεις των δύο πρώτων χωρών είναι σε μια κατάστασή ακήρυκτου πολέμου με τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Ως εκ τούτου, προσβλέπουν τα μέγιστα από πλευράς οικονομικής ανάπτυξης στην σχέση τους με την Κίνα.
Κίνδυνος για την συνοχή της ΕΕ
Τι θα γίνει λοιπόν εάν οι εν λόγω χώρες πάρουν διακριτικά θέση υπέρ της Κίνας με βάση την καλή αριθμητική του εθνικού συμφέροντος; Η εύλογη απάντηση είναι πως σε μια τέτοια περίπτωση ο επαναπροσδιορισμός των κινέζικων επενδύσεων και η διατήρηση στενών οικονομικών σχέσεων με το Πεκίνο θα δημιουργήσουν ένα περαιτέρω ρήγμα στην συνοχή της ΕΕ.
Θα πρόκειται δε για ρήγμα που δεν θα είναι αποτέλεσμα της κινεζικής εξωτερικής πολιτικής. Εν αντιθέσει με τη ρωσική εξωτερική πολιτική, η οποία έχει παρέμβει στα εσωτερικά πολλών χωρών της ΕΕ, η Κίνα ευλαβικώς μέχρι σήμερα έχει δείξει την προτίμησή της σε μια ενωμένη ευρωπαϊκή ζώνη εμπορίου, με την οποία θα μπορεί να συναλλάσσεται επί το πλείστον κεντρικά μέσω των Βρυξελλών και ενίοτε του Βερολίνου. Είναι ενδεικτικό ότι σιωπηλά καταδίκασε την έκβαση του βρετανικού δημοψηφίσματος υπέρ της εξόδου από την ΕΕ.
Η Ελλάδα θα βρεθεί σύντομα, χωρίς τον κατάλληλο σχεδιασμό για να αντιμετωπίσει τέτοιου είδους προκλήσεις. Ο σχεδιασμός έτσι και αλλιώς έλειψε από όλες τις εκφάνσεις διακυβέρνησης της χώρας, ειδικά από την αποτυχημένη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η χώρα μας, λοιπόν, θα βρεθεί μεταξύ σφύρας και άκμονος με άγνωστες σήμερα επιπτώσεις για την στρατηγική επένδυση στον Πειραιά και την πορεία ανάκαμψης της οικονομίας μετά τις εκλογές.