Η ελληνική οικονομία μπροστά στον καθρέπτη – Τί λένε οι αριθμοί
22/11/2023Η επικοινωνιακή διαχείριση της οικονομίας από την κυβέρνηση αποτρέπει να αναδειχθεί η πραγματική κατάστασή της. Κατ’ αρχάς είναι επιλεκτική: προβάλλει μεμονωμένες βραχυχρόνιες εξελίξεις που τις θεωρεί θετικές, αδιαφορώντας παντελώς ότι για να “παίξουν αυτό το ρόλο” χρειάζεται να το αποδείξουν στην πράξη, εντασσόμενες σε ένα μακροχρόνιο σχεδιασμό ενδυνάμωσης της ελληνικής οικονομίας. Στη συνέχεια, λέει τη μισή αλήθεια για πολλές εξελίξεις.
Η τελευταία είναι η αναφορά στην αύξηση του Ακαθάριστου Διαθέσιμου Εισοδήματος των νοικοκυριών το 2022, κατά 7,6% σε σύγκριση με το 2021. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή αύξηση είναι ονομαστική και όχι πραγματική, καθώς πρέπει να προσμετρηθεί ο πληθωρισμός, ο οποίος άγγιξε το 9,6% το 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Συνεπώς, το πραγματικό εισόδημα των πολιτών συρρικνώθηκε κατά 2% (9,6%-7,6%=2%). Ακόμη, αποκρύπτει με συνέπεια όλες τις εξελίξεις που παρουσιάζουν αρνητικό πρόσημο: ακρίβεια, ειδικά στα τρόφιμα, στους επερχόμενους λογαριασμούς ρεύματος και στις τιμές των καυσίμων.
Όμως, το πιο σημαντικό είναι ότι δεν φαίνεται να την απασχολούν οι εξελίξεις σε βασικά μακροοικονομικά μεγέθη, οι οποίες είναι καθοριστικές για το μέλλον της οικονομίας. Συγκεκριμένα:
Πρώτον, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ, όλη την περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη είναι πολύ υψηλό: 2020: -6,6%, 2021: -6,8%, 2022: -10,3% και 2023: -5% (πρόβλεψη). Το έλλειμμα οφείλεται στο εμπορικό ισοζύγιο κάτι που δείχνει όχι μόνο έλλειψη διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, αλλά και περιορισμένη παραγωγική βάση. Ειρήσθω εν παρόδω μόνο ένας βιομηχανικός όμιλος εξάγει το 10% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών! (ΕΛΣΤΑΤ)
Δεύτερον, το δημόσιο χρέος (ως ποσοστό του ΑΕΠ) παραμένει το υψηλότερο της ΕΕ και ένα από τα υψηλότερα διεθνώς. Η μείωσή του οφείλεται στην αύξηση του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Η αύξηση του δημόσιου χρέους σε απόλυτους αριθμούς συνεχίζεται. Μπορεί η ρύθμιση του δημοσίου χρέους το 2018 να έχει εξασφαλίσει χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης (1,54% το 2022) και σταθερό επιτόκιο στο μεγαλύτερο ποσοστό του χρέους, όμως η ρύθμιση λήγει το 2032 και κανείς δεν γνωρίζει ποιες θα είναι οι μελλοντικές εξελίξεις εντός ενός τόσο ρευστού οικονομικού πλαισίου, το οποίο υπερκαθορίζεται από τις έντονες γεωπολιτικές συγκρούσεις (ΟΔΔΗΧ).
Η προστιθέμενη αξία
Τρίτον, η προστιθέμενη αξία της ελληνικής οικονομίας είναι πολύ χαμηλή: σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021, κυμαίνεται περίπου στο 23,2%! Γίνεται έτσι εμφανής η εξάρτηση της ελληνικής παραγωγής από τις εισαγωγές μηχανολογικού εξοπλισμού, ημικατεργασμένων και πρώτων υλών και υπογραμμίζεται η στενή παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας (ΕΛΣΤΑΤ).
Τέταρτον, σύμφωνα με την Eurostat, το 2022, στις 12 από τις 13 περιφέρειες της Ελλάδος, οι υψηλά ειδικευμένοι εργαζόμενοι αποτελούν πολύ χαμηλό ποσοστό σε σύγκριση με τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ το οποίο ανέρχεται σε 44.2% το 2022. Τα αντίστοιχα ποσοστά στις 13 περιφέρειες είναι: Αττική 41,8%, Κεντρική Μακεδονία 29,7%, Θεσσαλία 29,5%, Βόρειο Αιγαίο 28,1%, Κρήτη 27,1%, Ήπειρος 26,5%, Νότιο Αιγαίο 25,6%, Πελοπόννησος 25,3%, Δυτική Μακεδονία 25,2%, Ανατολική Μακεδονία και Θράκη 25,2%, Δυτική Ελλάδα 24,8%, Ιόνια Νησιά 22,3% και Στερεά Ελλάδαa 21,8%. Τα δεδομένα στοιχεία ίσως να εξηγούν μέρος της χαμηλής παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα σε σχέση με το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ.
Πέμπτον, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι απογοητευτικά χαμηλό (55% του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των χωρών της Ευρωζώνης έναντι περίπου 70% πριν από την κρίση χρέους).
Έκτον, το 2000, η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού στην Ελλάδα βρισκόταν στο 70% περίπου του αντίστοιχου της Ευρωζώνης των 20 και το 2006 είχε ανέλθει στο 87,2%. Το 2009, όταν άρχισε η κρίση χρέους, βρισκόταν στο 86,4%, προτού μειωθεί απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν. Έκτοτε, και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, βρίσκεται σε ήπια υποχώρηση (με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο) ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας. Το 2022, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην Ευρωζώνη και ήταν η χαμηλότερη (Eurobank research 7 ημέρες Οικονομία, 30.10.2023).
Έβδομον, το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε στα €16.000, σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 (€15.400) και 6,6% σε σχέση με το προ-πανδημίας επίπεδό του (το 2019 ήταν €15.000). Υπολειπόταν όμως ακόμα κατά 23,9% του ιστορικού υψηλού που είχε καταγραφεί το 2009 (€21.000), έτος κατά το όποιο άρχισε να εκτυλίσσεται η κρίση χρέους. H Ελλάδα βρισκόταν στην 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ με τον μέσο ετήσιο μισθό στην ΕΕ να ανέρχεται στα €32.300. Μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, όπου ό μέσος μισθός ήταν €35.200, η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση ((Eurobank research 7 ημέρες Οικονομία, 30.10.2023).
Η παραγωγικότητα της εργασίας
Όγδοον, το 2019 η παραγωγικότητα της εργασίας σε όρους ΑΕΠ ανά απασχολούμενο ήταν χαμηλότερη κατά 18,3% σε σχέση με το 2009, ενώ στην Ευρωζώνη είχε αυξηθεί κατά 7,9%. Η παραγωγικότητα της εργασίας το 2022 ήταν αυξημένη κατά 2,6%, ενώ οι πραγματικοί μισθοί ήταν μειωμένοι κατά 1,8% σε σχέση με το 2019. Παρόμοια ήταν και η εικόνα στην Ευρωζώνη (+0,6% και -2,5% αντίστοιχα). Όπως είναι προφανές, το χαμηλό επίπεδο των ονομαστικών μισθών στην Ελλάδα, όπως και η αύξησή τους με ρυθμό μικρότερο από αυτόν των εταίρων μας με αντίστοιχα επίπεδα μισθών (χώρες της νότιας και νοτιοανατολικής Ευρώπης), έχουν αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους.
Ένατον, παρά τα λεγόμενα η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι χαμηλά στους διεθνείς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας (καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης, γραφειοκρατία, αναποτελεσματικότητα του Δημοσίου κ.λπ.).
Δέκατον, η φοροδιαφυγή εξακολουθεί να βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής η διαφυγή εσόδων του ΦΠΑ το 2021 ανέρχεται στο 17,8% έναντι 4,9% του μέσου όρου των χωρών της ΕΕ, κατατάσσοντας την Ελλάδα στην τρίτη θέση.
Ενδέκατον, η συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή του φυσικού κεφαλαίου στη μεγέθυνση του ΑΕΠ μέχρι και το 2022 ήταν αρνητική, δεδομένου ότι οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίων από το 2010 υπολείπονται των αποσβέσεων, μειώνοντας το φυσικό κεφάλαιο της οικονομίας.
Δωδέκατον, αντιθέτως, την τελευταία δεκαετία, η συνεισφορά του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας (απασχόληση) στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι θετική και σημαντική, παρά το ότι υποαμείβεται. Με απλά λόγια η αυξημένη απασχόληση στηρίζει τη μεγέθυνση της ελληνικής οικονομίας.
Δέκατον τρίτον, οι παραπάνω δύο εξελίξεις, προφανώς συνάδουν με την χαμηλή παραγωγικότητα της οικονομίας. Η μεγάλη πλειοψηφία των δημιουργούμενων θέσεων εργασίας είναι χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης, όπως άλλωστε και ο μεγάλος όγκος των επενδύσεων.
Η ανεργία
Δέκατον τέταρτον, το ποσοστό συμμετοχής του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, διαμορφώθηκε στο 60,4% το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023 από 60,3% στο αντίστοιχο 9μηνο του 2022. Παρόλα αυτά έχει παραμείνει σταθερό από τις αρχές της περασμένης δεκαετίας (το 2010 ήταν 60%). Αντίθετα, στην ΕΕ το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό αυξήθηκε από 62,3%, το πρώτο τρίμηνο του 2010, σε 65%, το πρώτο τρίμηνο του 2023. Επίσης διαπιστώνεται μεγάλη υστέρηση στα ποσοστά συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό στην Ελλάδα και την ΕΕ διευρύνεται στις γυναίκες και στους νέους έως 24 ετών. Συγκεκριμένα, το πρώτο τρίμηνο του έτους, στις γυναίκες, το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό διαμορφώθηκε σε 51,5%, στην Ελλάδα, έναντι 59,9%, στην ΕΕ, ενώ στους νέους το ποσοστό συμμετοχής διαμορφώθηκε σε 24%, στην Ελλάδα, έναντι 40,3%, στην ΕΕ.
Δέκατον πέμπτον, η μείωση του ποσοστού ανεργίας (10% Σεπτέμβριος 2023) πρέπει να συνδυαστεί με τη μείωση του πληθυσμού και συνεπώς με τη μείωση του εργατικού δυναμικού που ζητά απασχόληση. Η τρέχουσα μείωση του πληθυσμού ήταν -0,4% σε ετήσια βάση το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2023. Αυτή η μείωση οφείλεται στη υπογεννητικότητα και στη γήρανση του πληθυσμού, αλλά και στην καθαρή εκροή εργαζομένων (brain drain) κατά βάση με υψηλή μόρφωση και εξειδίκευση.
Δέκατον έκτον, η ελληνική οικονομία το 2022 είχε το χαμηλότερο ποσοστό συνολικής αποταμίευσης ως προς το ΑΕΠ ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης. Παραθέτω την κατάταξη: Ολλανδία 30,5%, Γερμανία 29,4%, Αυστρία 27,6%, Μάλτα 26,8%, Εσθονία 26,3%, Βέλγιο 26,1%, Φινλανδία 24,3%, Ευρωζώνη 24,2%, Σλοβενία 23,5%, Κροατία 23,5%, Γαλλία 22,5%, Ισπανία 22,1%, Λιθουανία 21,4%, Ιταλία 21,2%, Λετονία 21,1%, Πορτογαλία 19,3%, Λουξεμβούργο 18,1%, Σλοβακία 15,7%, Κύπρος 13,5% και Ελλάδα 10,6%. Η χαμηλή αποταμίευση συναρτάται και με τα υψηλά ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο, που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία.
Δέκατον έβδομον, στην Ελλάδα η ακαθάριστη αποταμίευση των νοικοκυριών την περίοδο 2010- 2022 ήταν αρνητική (εκτός του έτους 2021 που λόγω της πανδημίας μειώθηκε δραματικά η κατανάλωση). Μάλιστα, το 2022 είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης σε αυτή τη θέση. Αντιθέτως, θετική αποταμίευση παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις! Δηλαδή, απόλυτη αντιστροφή αυτού που θα έπρεπε να συμβαίνει, προκειμένου να υπάρχει η δυνατότητα μιας βιώσιμης μεγέθυνσης της οικονομίας. Ο πρωτοετής φοιτητής των οικονομικών σχολών γνωρίζει ότι στο κύκλωμα του εισοδήματος τα νοικοκυριά αποταμιεύουν, καταθέτουν τα χρήματα στις τράπεζες, οι οποίες δανείζουν τις επιχειρήσεις για επενδύσεις…