Η ελληνική οικονομία στο μικροσκόπιο
29/01/2018Αναμφίβολα το 2018 θα είναι έτος-σταθμός για την ελληνική οικονομία και σε αυτό συνηγορούν τα μηνύματα που φτάνουν στην Ελλάδα από πολλά διεθνή κέντρα. Ανεξαρτήτως του πόσο “καθαρή” θα είναι η έξοδος, το 2018 αναμένεται, με βάση τα σημερινά δεδομένα και τις προθέσεις τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της ΕΕ και του ΔΝΤ, να καταγραφεί ως η χρονιά του τερματισμού των μνημονιακών προγραμμάτων.
Στο πλαίσιο αυτό, οι οικονομικοί αναλυτές τραπεζών Ηλίας Λεκκός, Παναγιώτης Καπόπουλος και Τάσος Αναστασάτος, καθώς και ο καθηγητής οικονομικών Κώστας Μελάς, με δηλώσεις τους στο ΑΠΕ, διατυπώνουν τις εκτιμήσεις τους για την πορεία και τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Όλοι στέκονται ιδιαίτερα στις εξελίξεις γύρω από τα ελληνικά ομόλογα και μιλούν για την εποχή που ξεκινά μετά το καλοκαίρι του 2018.
Ο επικεφαλής Οικονομικής Ανάλυσης και Επενδυτικής Στρατηγικής της Τράπεζας Πειραιώς Ηλίας Λεκκός αναφέρεται στα θετικά μηνύματα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, που κληροδοτούν στο 2018 τα μακροοικονομικά στοιχεία και η πορεία των αγορών κατά το προηγούμενο έτος.
Η κληρονομιά του 2017
Ο Λεκκός δεν μένει απλώς στον αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης 2% για το τρέχον έτος. Προχωρά σε μία ποιοτική ανάλυση του μεγέθους, σημειώνοντας ότι «πιο σημαντικό από το 2% είναι το γεγονός ότι σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια, η ανάπτυξη του 2017 και κυρίως του 2018 εδράζεται όχι μόνο στον τουρισμό, αλλά και στη μεταποίηση, στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών και στις εξαγωγές». Εκτιμά επίσης ότι αυτές οι θετικές οικονομικές επιδόσεις και σε άλλους τομείς του δευτερογενούς και του τριτογενούς τομέα θα αποτελέσουν «καθοριστικό παράγοντα για την πορεία της ανάπτυξης σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα και σίγουρα για τα έτη έως το 2020».
Ως «ένα ακόμη βήμα για τον περαιτέρω περιορισμό της αβεβαιότητος και την εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία» χαρακτηρίζει την γρήγορη ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης ο διευθυντής Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank Παναγιώτης Καπόπουλος. Προσθέτει, επίσης, ότι ευνοϊκές συνθήκες δημιουργεί και η «σημαντική υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων», η οποία ακολούθησε την «επιτυχή ανταλλαγή των ομολόγων που είχαν εκδοθεί το 2012 με νέα».
Ο ίδιος επισημαίνει ότι «η ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητος, το πρώτο εξάμηνο του 2018», σε συνδυασμό με την περαιτέρω βελτίωση της κατάταξης του ελληνικού αξιόχρεου από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης «αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την περαιτέρω αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ομολόγων, έτσι ώστε η προσφυγή στις αγορές να μην οδηγήσει εκ νέου σε αύξηση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου».
Ο οικονομικός αναλυτής της Eurobank Τάσος Αναστασάτος επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι για το 2018 η επίσημη πρόβλεψη είναι πιο αισιόδοξη. Προβλέπεται ανάπτυξη 2,5%. Υπάρχει ωστόσο ένα στοιχείο αμφιβολίας, που εντοπίζεται στο γεγονός ότι βασίζεται στην υπόθεση διψήφιας ανόδου των επενδύσεων.
Σύμφωνα με τον Αναστασάτο «η ανταλλαγή (swap) των 20 ομολόγων του PSI,ονομαστικής αξίας 29,7 δισ. ευρώ, αντιμετώπισε το ζήτημα της χαμηλής εμπορευσιμότητας αυτών των τίτλων» και «σε συνδυασμό με το ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον (επεκτατική νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, ταχεία ανάπτυξη της Ευρωζώνης) και τη μείωση της αβεβαιότητας από την ολοκλήρωση της 2ης και της 3ης αξιολόγησης οδήγησε σε ένα ράλι στις τιμές των ελληνικών ομολόγων».
Ο ίδιος προσθέτει ωστόσο ότι «οι αποδόσεις των ελληνικών δεκαετών ομολόγων εξακολουθούν να είναι περίπου διπλάσιες αυτών της Ιταλίας και της Πορτογαλίας» κυρίως λόγω του μεγάλου όγκου του δημόσιου χρέους. Παρατηρεί ακόμη ότι «η υστέρηση συμβαίνει παρά τη μεγάλη πρόοδο που έχει σημειωθεί στα μακροοικονομικά θεμελιώδη (εξάλειψη των διδύμων ελλειμμάτων, δημοσιονομικού και εξωτερικού, ανάκτηση ανταγωνιστικότητας κόστους εργασίας)» και εκτιμά ότι «αυτό αντανακλά την αβεβαιότητα των επενδυτών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας μετά την ολοκλήρωση του 3ου Προγράμματος Προσαρμογής».
Που ελλοχεύουν κίνδυνοι
Ο καθηγητής Κώστας Μελάς, αναφέρει ότι «οι προβλέψεις διεθνών και εγχώριων φορέων συγκλίνουν στην πρόβλεψη για το ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ από 2% και άνω, με ανώτατο όριο το 2,6%». Αυτή η διαφοροποίηση ωστόσο που παρουσιάζουν τα σενάρια, όπως σημειώνει, «δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με διαφορετική αξιολόγηση των κινδύνων, στους οποίους εκτίθεται η ελληνική οικονομικά, όπως και των παραγόντων εκείνων που η επίδρασή τους κρίνεται ως θετική».
«Υπάρχουν εξωτερικοί κίνδυνοι που μπορούν να προέλθουν από την αβεβαιότητα για την έκβαση της διαδικασίας αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ, καθώς και η ενίσχυση των πολιτικών προστατευτισμού στις ΗΠΑ», επισημαίνει ο Μελάς. Προσθέτει ακόμη ότι «σοβαρός κίνδυνος μπορεί να προέλθει από την μεταβλητότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα, από την αναμενόμενη σκλήρυνση της νομισματικής πολιτικής (FED), αλλά και από τις πολιτικές εξελίξεις σε διάφορες χώρες της ΕΕ».
Είναι δυνατή η αποφυγή των κινδύνων
Ο Λεκκός (Τράπεζας Πειραιώς) υπογραμμίζει ότι παράλληλα με την αναπτυξιακή προσπάθεια θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην αποφυγή κινδύνων, οι οποίοι δυνητικά θα μπορούσαν να εκτρέψουν την ελληνική οικονομία από την αναπτυξιακή τροχιά. Ως τέτοιους αναφέρει την «μετάβαση και διαχείριση της μεταμνημονιακής εποχής», καθώς και τις «συζητήσεις αναφορικά με τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους».
Αυτά ζητήματα «παρά το γεγονός ότι παρουσιάζουν πολύπλοκες τεχνικές πλευρές, έχουν αποκτήσει έντονο πολιτικό χρώμα και χαρακτήρα, γεγονός που δημιουργεί κίνδυνο εγκλωβισμού τους σε πολιτικούς συσχετισμούς και συμβιβασμούς, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο».
Από την πλευρά του ο Καπόπουλος (Alpha Bank) εκτιμά, μεταξύ άλλων, ότι επιτάχυνση της ανάκαμψης και η επάνοδος στις αγορές, προϋποθέτουν την πλήρη εφαρμογή των ιδιωτικοποιήσεων και μεταρρυθμίσεων που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου προγράμματος, αλλά και τον σχεδιασμό εξόδου από το πρόγραμμα.
«Απαιτείται, συνεπώς, η δημιουργία ενός αποθέματος ρευστών διαθεσίμων για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών την επόμενη διετία που θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των αγορών», σημειώνει, προσθέτοντας ότι η «ελάφρυνση του δημοσίου χρέους με την ολοκλήρωση του προγράμματος, θα επιτρέψει την αναπροσαρμογή και εκλογίκευση των τεθέντων στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα, σε συμφωνία με τους εταίρους, ώστε να διευκολυνθεί η παραμονή της χώρας σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά και να επαναπροσδιορισθεί το μίγμα δημοσιονομικής πολιτικής».
«Κλειδί για την επιτυχή πορεία εξόδου από την κρίση δεν είναι η τυπολογία του μεταμνημονιακού καθεστώτος, αλλά το περιεχόμενο των οικονομικών πολιτικών», εκτιμά ο Αναστασάτος (Eurobank). Υπογραμμίζει επίσης ότι «είναι σημαντικό να ανακτηθούν βαθμοί ελευθερίας στην άσκηση της πολιτικής, αλλά με παράλληλη διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας» και προσθέτει ότι «ακόμα πιο σημαντικό είναι να επιδειχθεί «ιδιοκτησία» στην προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων».
Τονίζει τέλος ότι «μία εμπροσθοβαρής εφαρμογή ενός ελληνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων και τη δημόσια διοίκηση», καθώς και «παρεμβάσεις για την επιτάχυνση της απονομής της δικαιοσύνης» και την «προώθηση εμβληματικών ιδιωτικοποιήσεων» θα έπειθαν πολίτες και αγορές ότι «η Ελλάδα δεν χρειάζεται εξωτερικές δεσμεύσεις για να παραμείνει σε πορεία αναπτυξιακής σύγκλισης με την ΕΕ».
Ο Κώστας Μελάς χαρακτηρίζει κρίσιμο το 2018, σημειώνοντας ότι για τους εγχώριους παράγοντες τα κυριότερα ζητήματα είναι ότι:
- Οι προβλέψεις στηρίζονται (εκτός των άλλων) σε περαιτέρω μεγέθυνση των επενδύσεων
- Η διευθέτηση του ζητήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζικών ιδρυμάτων και γενικότερα η κατάσταση των τεσσάρων συστημικών ελληνικών τραπεζών
- Το ζήτημα της διευθέτησης του χρέους της Ελλάδος, και ειδικότερα το πώς θα αξιοποιηθούν, αν αξιοποιηθούν, τα περίπου 25 δις ευρώ που θα περισσέψουν από το πρόγραμμα των 86 δις ευρώ.
Σημειώνει επίσης ότι «το ελληνικό χρέος για τους ευρωπαίους κρίνεται “βιώσιμο” έως το 2022, δηλαδή για τα επόμενα 5 χρόνια σε αντίθεση με τις απόψεις του ΔΝΤ, αλλά και της ΕΚΤ» πράγμα που, όπως λέει, σημαίνει ότι «λίγα ουσιαστικά πράγματα θα επιτρέψουν οι Ευρωπαίοι να συμβούν, πάντοτε εντός του πλαισίου-λογικής που έχουν οι ίδιοι χαράξει». Επισημαίνει τέλος ότι «παρά την ανάκαμψη, δεν μπορεί να υποτιμάται το γεγονός πως ο ρυθμός μεγέθυνσης για το περασμένο έτος ήταν μόνο στο μισό από τον στόχο που είχε τεθεί» την ώρα που η «ελληνική οικονομία κινείται βραδύτερα από σχεδόν όλες τις άλλες ευρωπαϊκές».
«Συνολικά, ακόμη και μια μεγέθυνση λίγο άνω του 2% στην τρέχουσα χρονιά θα υπολείπεται του επιπέδου που θα σηματοδοτούσε τη σημαντική άμβλυνση των κινδύνων για την ελληνική οικονομία. Παράλληλα δεν θα συνέβαλε ουσιαστικά στη βελτίωση της θέσης των νοικοκυριών και επιχειρήσεων που σήμερα κινούνται οριακά», εκτιμά καταλήγοντας ο Μελάς.