Η εμμονή στη λιτότητα γυρίζει μπούμερανγκ στη Γερμανία
23/01/2024Από την αρχή της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η Γερμανία είναι αναμφισβήτητα μία από τις ευρωπαϊκές χώρες, αν όχι η ευρωπαϊκή χώρα, που είναι περισσότερο αφοσιωμένη στη διαδικασία, ανεξάρτητα από το πολιτικό χρώμα της κυβέρνησής της και με τη συντριπτική υποστήριξη της γερμανικής κοινωνίας.
Φυσικά αυτό έχει την εξήγησή του η οποία συνίσταται με απλά λόγια στο ότι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί ήταν ο ασφαλέστερος δρόμος για την γερμανική ηγεμονία στη Γηραιά Ήπειρο. Ωστόσο, εδώ και αρκετές δεκαετίες, είναι επίσης η χώρα που έθεσε τακτικά σε σοβαρό κίνδυνο την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, υπερασπίζοντας άκαμπτα θέσεις που υπονομεύουν την Ένωση και το μέλλον της, ανεξάρτητα από το χρώμα της κυβέρνησής της και με την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού της.
Στις 15 Νοεμβρίου, το Δικαστήριο της Καρλσρούης κήρυξε αντισυνταγματική την ανακατανομή αχρησιμοποίητων κονδυλίων ύψους 60 δις ευρώ που επιχείρησε η γερμανική κυβέρνηση, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Πρόκειται για πόρους που είχαν συσσωρευθεί σε ένα ταμείο, εκτός προϋπολογισμού, το οποίο δημιουργήθηκε για τη στήριξη της οικονομίας κατά τη διάρκεια της επιδημίας COVID-19. Η απόφαση προκάλεσε πολιτικό σεισμό στη Γερμανία.
Εδώ και αρκετά χρόνια, η γερμανική κυβέρνηση και τα ομοσπονδιακά κρατίδια πολλαπλασιάζουν τα ειδικά κεφάλαια αυτού του τύπου – υπάρχουν 29 από αυτά, συνολικού ύψους 869 δισεκατομμυρίων ευρώ. Χρησιμοποιούνται για να παρακάμψουν τους πολύ περιοριστικούς δημοσιονομικούς κανόνες που η χώρα έχει επιβάλει στον εαυτό της, εισάγοντας στο γερμανικό Σύνταγμα το 2009, στο αποκορύφωμα της οικονομικής κρίσης, ένα “Schuldenbremse”, το “φρένο χρέους”, που επιβάλλει πολύ αυστηρά όρια σχετικά με το έλλειμμα που μπορούν να συνάψουν το ομοσπονδιακό κράτος, τα Länder και οι δήμοι: δεν πρέπει να υπερβαίνει το 0,35% του ΑΕΠ. Εάν σε ένα δεδομένο έτος αυτό το όριο ξεπεραστεί προσωρινά για κυκλικούς λόγους, η υπέρβαση πρέπει να αντισταθμιστεί από τα πλεονάσματα του προϋπολογισμού, όταν η οικονομία ανακάμψει.
Αυτή η τροποποίηση του γερμανικού Συντάγματος εγκρίθηκε με πλειοψηφία δύο τρίτων από την Bundestag και το Bundesrat, χάρη στην κοινή υποστήριξη του SPD και του CDU εκείνη την εποχή. Σήμερα θα χρειαζόταν πλειοψηφία δύο τρίτων ακόμη και για να αλλάξει αυτή η παράλογη συνταγματική διάταξη, αλλά αυτή τη στιγμή φαίνεται αδύνατο να επιτευχθεί μια τέτοια πλειοψηφία. Η απόφαση του Δικαστηρίου της Καρλσρούης ρίχνει τη Γερμανία σε σοβαρή κρίση, σε μια περίοδο που η οικονομία της χώρας εισέρχεται σε ύφεση και θα χρειαζόταν σημαντική δημοσιονομική στήριξη σε πολλούς τομείς.
Ειδικότερα, απειλεί τη χρηματοδότηση μιας ενεργειακής μετάβασης που είναι ήδη πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Αυτή η γερμανική δημοσιονομική κρίση έχει επίσης σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις σε ευρωπαϊκή κλίμακα, σε μια περίοδο κατά την οποία διαπραγματεύονται αλλαγές στον προϋπολογισμό της ΕΕ για τα επόμενα χρόνια, συμπεριλαμβανομένου πακέτου 50 δισεκατομμυρίων ευρώ για να βοηθηθούν τα οικονομικά της Ουκρανίας και άλλα 20 δισεκατομμύρια ευρώ για την παροχή στρατιωτικής υποστήριξης της χώρας τα επόμενα χρόνια (sic!). Βραχυπρόθεσμα, λοιπόν, οι συνέπειες αυτής της απόφασης είναι ανησυχητικές, τόσο για τη Γερμανία όσο και για την Ευρώπη.
Εμμονή με την δημοσιονομική πειθαρχία
Η εμμονική επιμονή της Γερμανίας στη μόνιμη δημοσιονομική πειθαρχία (που ελάμβανε τη μορφή της λιτότητας) είχε ήδη αποδυναμώσει σημαντικά την ευρωπαϊκή οικονομία τη δεκαετία του 1990, πριν από τη δημιουργία του ευρώ, εμποδίζοντάς την να ανακάμψει για αρκετά χρόνια από το σοκ της οικονομικής κρίσης του 1993. Αυτή η σαφώς αντιπαραγωγική πολιτική τροφοδότησε τον αυξανόμενο ευρωσκεπτικισμό, με αποκορύφωμα το φιάσκο του 2005 για το Ευρωπαϊκό Σύνταγμα, τόσο στη Γαλλία, όσο και στην Ολλανδία, δύο ιδρυτικά μέλη της Ένωσης.
Μετά τη μεγάλη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η παρατεταμένη άρνηση της Γερμανίας να δεχτεί οποιαδήποτε μορφή αλληλεγγύης με τις χώρες που βρίσκονταν περισσότερο αντιμέτωπες με την κρίση, κινδύνευσε να εκτροχιάσει τόσο το ευρώ, όσο και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση συνολικά. Στην ίδια τη Γερμανία, αυτή η σταθερή άρνηση οδήγησε στην υιοθέτηση του δύσμοιρου “Schuldenbremse”, για να δείξει στους γείτονές της ότι η Γερμανία ήταν πολύ αποφασισμένη στην άρνησή της και σκόπευε να δώσει το παράδειγμα. Ευτυχώς, αφού έφερε την Ευρώπη στο χείλος του γκρεμού, η Γερμανία του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και της Άνγκελα Μέρκελ έκανε πίσω την τελευταία στιγμή, με το δικό τους βέβαια τρόπο.
Ωστόσο, αυτή η λιτότητα, που επιβλήθηκε την πιο ακατάλληλη στιγμή, έχει αποδυναμώσει περαιτέρω μια ήδη αιμορραγούσα ευρωπαϊκή οικονομία, προσφέροντας στην Κίνα, ειδικότερα, την ευκαιρία να αποκτήσει έδαφος στην Ευρώπη αγοράζοντας σε χαμηλές τιμές τα “οικογενειακά κοσμήματα” των χωρών σε κρίση που η Γερμανία εξανάγκαζε εκποιήσεις, όπως το λιμάνι του Πειραιά, ή ο φορέας εκμετάλλευσης του πορτογαλικού δικτύου ηλεκτρικής ενέργειας.
Για δεκαετίες, η Βόννη και στη συνέχεια το Βερολίνο, αντιτάχθηκαν σταθερά και σθεναρά σε κάθε μορφή ευρωπαϊκής βιομηχανικής πολιτικής, αφού οι εθνικές πολιτικές καταργήθηκαν οριστικά στο γύρισμα της δεκαετίας του 1990, με την εφαρμογή της ενιαίας αγοράς. Η άρνηση ήταν συστηματική, είτε επρόκειτο για προστασία των συνόρων της Ένωσης με τελωνειακούς δασμούς σε ορισμένα προϊόντα, είτε για περιορισμό και έλεγχο των ξένων επενδύσεων, είτε για χρήση ευρωπαϊκών κονδυλίων για τη στήριξη σε σημαντικά επίπεδα αναδυόμενο επιχειρηματικό τομέα.
Οι συνέπειες της λιτότητας
Η άρνηση της υιοθέτησης κοινής βιομηχανικής πολιτικής σήμαινε ότι η Ευρώπη έχασε όλες τις πρόσφατες τεχνολογικές επαναστάσεις, είτε πρόκειται για το διαδίκτυο, την κινητή τηλεφωνία, τους ημιαγωγούς, τις πλατφόρμες, τα κοινωνικά δίκτυα, την τεχνητή νοημοσύνη ή τα φωτοβολταϊκά, προς όφελος χωρών όπως η Κίνα, η Νότια Κορέα, ή των Ηνωμένων Πολιτειών, που δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να ακολουθήσουν ενεργές βιομηχανικές πολιτικές. Ως αποτέλεσμα, η Ευρώπη έχει γίνει υπερβολικά εξαρτημένη από τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ασία σε όλους αυτούς τους τομείς κρίσιμους για το μέλλον, παρόλο που το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού της και η ποιότητα της έρευνάς της θα έπρεπε να της επέτρεπαν να είναι μπροστά από την καμπύλη αιχμής στην τεχνολογική καινοτομία.
Η υπερβολική και παρατεταμένη λιτότητα που επέβαλε η Γερμανία σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία μετά την κρίση του 2008 είχε επίσης μια διαρκή καταθλιπτική επίδραση στην εσωτερική αγορά της ηπείρου. Και είναι σε μεγάλο βαθμό αυτή η πολιτική που έχει κάνει την ευρωπαϊκή βιομηχανία, και ειδικότερα τη γερμανική βιομηχανία, να εξαρτάται υπερβολικά από την κινεζική αγορά, στερώντας της ευρωπαϊκές διεξόδους, με τον κίνδυνο να συντριβεί τώρα αυτή η βιομηχανία από τον σινο-αμερικανικό εμπορικό πόλεμο. Σε αυτές τις απειλές προστίθεται η τεχνολογική καθυστέρηση, ιδίως στα ηλεκτρικά οχήματα και την πράσινη τεχνολογία, που προκαλείται από την προαναφερθείσα απουσία βιομηχανικής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Και τέλος, είναι η Γερμανία, κατά ένα σημαντικό μέρος, που βάζει την Ευρώπη με την πλάτη στον τοίχο στη Μέση Ανατολή, με την άνευ όρων υποστήριξή της στην κυβέρνηση του Μπενιαμίν Νετανιάχου στην ισραηλινο-παλαιστινιακή σύγκρουση, εμποδίζοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση, πιθανά, να υιοθετήσει μια ισορροπημένη θέση σε αυτό το εκρηκτικό θέμα. Αυτή η στάση εξηγείται προφανώς από την ιδιαίτερη ιστορία της χώρας, αλλά δεν είναι λιγότερο δραματική για την Ευρώπη. Πρώτα απ’ όλα, τροφοδοτεί ισχυρές εσωτερικές εντάσεις, με αυξημένο κίνδυνο τρομοκρατίας, αναζωπύρωση του αντισημιτισμού, ιδιαίτερα στις μουσουλμανικές κοινότητες, και παράλληλη αύξηση των ισλαμοφοβικών και ξενοφοβικών συμπεριφορών, που ενθαρρύνονται από μια αναπτυσσόμενη ακροδεξιά παντού.
Υπεράσπιση αντιπαραγωγικών πολιτικών
Τόσο από οικονομική όσο και από γεωπολιτική άποψη, οι πολιτικές επιλογές για τις οποίες υπάρχει ευρεία συναίνεση στη Γερμανία είχαν τακτικά πολύ αρνητικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση τις τελευταίες δεκαετίες. Στην ίδια τη Γερμανία, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, λέγεται συχνά ότι οι Γερμανοί ηγέτες ενήργησαν με τρόπο που υπερασπίζονταν τα εθνικά συμφέροντα της χώρας τους πάνω από όλα. Εάν συνέβαινε αυτό, δεν θα ήταν απαραίτητα παράνομο σε μια Ευρώπη, που εξακολουθεί να είναι μια συνομοσπονδία εθνικών κρατών.
Αλλά αυτό δεν είναι απολύτως αλήθεια, όπως καταδεικνύεται από το τρέχον τραγικό επεισόδιο του “Schuldenbremse”, η άθλια κατάσταση των υποδομών της Γερμανίας, λόγω της παρατεταμένης έλλειψης δημόσιων επενδύσεων, και τη σοβαρή κρίση που διέρχεται η αυτοκινητοβιομηχανία της λόγω της ευρωπαϊκής τεχνολογικής καθυστέρησης, λόγω έλλειψης βιομηχανικής πολιτικής. Οι δογματικές θέσεις που υπερασπίστηκαν με νύχια και με δόντια στην Ευρώπη οι Γερμανοί ηγέτες όλων των πολιτικών στρωμάτων για αρκετές δεκαετίες έχουν κάνει ζημιά στην ίδια τη Γερμανία, τους γείτονές της και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Γεγονός παραμένει ότι σήμερα είναι η Γερμανία που υπαγορεύει τους ρυθμούς εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χάρη στο δημογραφικό, οικονομικό και γεωπολιτικό της βάρος, στο κέντρο μιας Ευρώπης διευρυμένης προς τα ανατολικά. Όσο οι γείτονές μας συνεχίζουν να υπερασπίζονται πολιτικές που είναι τόσο αντιπαραγωγικές για την Ευρώπη, η Ευρώπη δεν θα έχει καμία πιθανότητα να βγει από τις βαθιές δυσκολίες της.
Μπορεί να αλλάξει η κατάσταση; Κάθε φορά που συνειδητοποιούσαν ότι οδηγούσαν την Ευρώπη προς την άβυσσο, οι Γερμανοί ηγέτες συμφώνησαν να αλλάξουν τη θέση τους, αλλά αυτές οι αλλαγές μέχρι στιγμής ήταν πάντα “πολύ λίγες, πολύ αργά”. Η Γερμανία βρίσκεται πλέον σε τροχιά για την πρώτη διετή ύφεση από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Εκτός από την κακή περσινή χρονιά, αναμένεται να έχει μία από τις πιο αδύναμες επιδόσεις και το 2024, σύμφωνα με τις προβλέψεις της ΕΕ που δημοσιεύθηκαν τον Νοέμβριο. Οι ειδικοί λένε ότι η οικονομία της χώρας βρίσκεται τώρα σε «μόνιμη κατάσταση κρίσης».
ΥΓ: Τα κύρια χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να χαρακτηρίσουμε εμμονικό τον γερμανικό τρόπο πολιτικής και κοινωνικής συμπεριφοράς είναι ένα σταθερό και επίμονο μοτίβο σκέψεων, συναισθημάτων, και πράξεων, που χαρακτηρίζονται από αυστηρότητα, τελειομανία και την ανάγκη ελέγχου, κατ’ αντιστοιχία με την εμμονική προσωπικότητα. Πρόκειται για μια διαταραχή προσωπικότητας, και έτσι όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά εκφράζονται σε κάθε τομέα της ζωής του ατόμου, τόσο σε προσωπικό επίπεδο, όσο και σε επαγγελματικό.