Η επιστροφή στις αγορές αφήνει εκτός ατζέντας την ελάφρυνση
06/08/2017του Κώστα Βεργόπουλου –
Έχει πολλαπλό ενδιαφέρον να ακούμε τον Υπουργό Οικονομικών να συνιστά στην κυβέρνηση να αφήσει το «κατενάτσιο», με το οποίο «χάνει ευκαιρίες» και να περάσει σε «επιθετική πολιτική». Πρώτον, επειδή τη σύσταση την κάνει ο πιο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών και όχι κάποιος εκτός κυβέρνησης. Δεύτερον, επειδή ο Τσακαλώτος διεκδικούσε και ίσως διεκδικεί ακόμα για τον εαυτό του τον τίτλο του ηγέτη της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ!
Ας αφήσουμε, όμως, αυτά τα ομολογουμένως περίεργα, και ας αναρωτηθούμε τι θα άλλαζε εάν η κυβέρνηση εφάρμοζε με «επιθετική πολιτική» και δική της πρωτοβουλία τις αξιώσεις των δανειστών προτού καν αυτές διατυπωθούν. Ευκαιρίες μπορούν να χάνονται τόσο με την επιθετική πολιτική όσο και με την αμυντική.
Ο Τσακαλώτος διαβεβαιώνει ότι διαθέτει «σχέδιο εξόδου» της χώρας από το τούνελ. Εάν αυτό πράγματι αληθεύει, όμως, γιατί άραγε δεν το γνωστοποιεί στον ελληνικό λαό, ώστε να εξασφαλίσει τη συμμετοχή και στήριξη του; Εάν το σχέδιο του συμπίπτει με αυτό των δανειστών, τότε δεν έχει σημασία έχει εάν εφαρμόζεται με «επιθετική» πρωτοβουλία της μιας πλευράς ή της άλλης.
Διαβεβαιώνει, επίσης, πως με την πρόσφατη έξοδο στις αγορές η Ελλάδα αποδεικνύει ότι στέκεται στις δικές της δυνάμεις, χωρίς στήριξη ούτε βοήθεια από τους εταίρους της. Κι ακόμη ότι, σε αντιδιαστολή με κάθε προηγούμενη έκδοση ομολόγου, η πρόσφατη «ενσωματώνει και λύση του προβλήματος του χρέους», πράγμα που υποτίθεται ότι αγνοείτο από όσες είχαν προηγηθεί.
Τριπλάσιο κόστος
Δεν έχει άδικο όταν συνδυάζει τα δυο προβλήματα: την άντληση πόρων από τις αγορές και την εξυπηρετησιμότητα του χρέους. Ωστόσο, εάν η κρίση χρέους πλήττει την Ελλάδα από το 2010, αυτό οφείλεται στο ότι από εκείνη την χρονιά οι αγορές είχαν κλείσει για την χώρα μας. Το κόστος του ενδεχόμενου νέου δανεισμού αποβαίνει απαγορευτικό για την εξυπηρέτηση του ήδη συσσωρευμένου και οφειλόμενου χρέους.
Πόσο βελτιώνεται η κατάσταση σήμερα, όταν το κόστος του πρόσφατου δανεισμού ανήλθε σε 4,62%, ενώ αυτό του ήδη συσσωρευμένου και οφειλόμενου χρέους έχει κατέλθει σε 1,5% με 2%; Κατά πόσο βελτιώνεται η εξυπηρετησιμότητα του χρέους, όταν νέο χρέος υποκαθίσταται στο παλαιό, με κόστος σχεδόν τριπλάσιο του προϋπάρχοντος;
Με τις συνθήκες έκδοσης του πρόσφατου ομολόγου, το συνολικό χρέος της χώρας δεν ελαφρύνεται, αλλά αντίθετα επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο. Πέραν τούτου, όταν η προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ τοποθετείται μεταξύ 1,5% και 2%, αυτό σημαίνει ότι το οφειλόμενο χρέος δεν θα μπορεί να εξυπηρετείται από την αύξηση του ΑΕΠ, αλλά κατ’ ανάγκην από το προϋπάρχον. Δηλαδή, από τις σάρκες της πραγματικής οικονομίας και με αυτονόητη συνέπεια την προϊούσα αποδυνάμωσή της.
Πρόσθετες αφαιμάξεις
Εάν η πρόσφατη έξοδος θεωρηθεί «επιτυχία», αυτό θα σημαίνει ότι η μελλοντική εξυπηρέτηση του χρέους θα βασίζεται σε πρόσθετες αφαιμάξεις της οικονομίας, με όλο και βαθύτερη αποσταθεροποίηση και συρρίκνωσή της. Επιτυχία θα ήταν εάν η Ελλάδα εξασφάλιζε σοβαρή επενδυτική ώθηση και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, σε κάθε περίπτωση ανώτερους από το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της. Αυτό, όμως, απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ενόσω αυτό δεν συμβαίνει, η αίσθηση επιτυχίας θα παραπέμπει σε φαινόμενα αντικατοπτρισμού στην έρημο.
Οπωσδήποτε, η εικόνα της χώρας ενισχύεται με τις δηλώσεις εμπιστοσύνης των Γερμανών και Ευρωπαίων υπευθύνων. Ωστόσο, με αυτές, το ελληνικό πρόβλημα δεν προωθείται προς κάποια λύση, αλλά μετατίθεται επ’ αόριστον. Διαιωνίζεται με συνέπεια να καταπίπτει έτσι στην πράξη κάθε ανάγκη άμεσης αναδιάρθρωσης του χρέους.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η έξοδος στις αγορές «ενσωματώνει την πορεία της εξυπηρέτησης του χρέους». Ωστόσο, στην περίπτωσή μας, το ερώτημα είναι: επιτυχία για ποιον ακριβώς; Ο γερμανικός Τύπος (η Handelsblatt και η Die Welt) κατέγραψε την εύλογη απορία του: πώς είναι δυνατόν η υπερχρεωμένη Ελλάδα, που ήδη αδυνατεί να εξυπηρετεί τα χρέη της, να αντλεί πρόσθετο χρήμα από τις αγορές;
Ωστόσο, ο εκπρόσωπος του Σόιμπλε Γιουργκ Βάισγκερμπερ έσπευσε να τις καθησυχάσει: «το ελληνικό τεστ επέτυχε! Στόχος ήταν η χώρα να σταθεί στα πόδια της και από το 2018 να μπορεί μόνη της να εξυπηρετεί το χρέος της με άντληση πόρων από τις αγορές». Αυτή η δήλωση σημαίνει ότι όσο η Ελλάδα επιτυγχάνει να αντλεί πόρους από τις αγορές, τόσο η προοπτική ελάφρυνσης του χρέους απομακρύνεται.
Η διαμάχη ΔΝΤ-Σόιμπλε
Ενώ το ΔΝΤ υποστηρίζει σταθερά και αμετακίνητα ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι εξυπηρετήσιμο και επιβάλλεται αναδιάρθρωση και ελάφρυνση του, ο Σόιμπλε υποστηρίζει την εκ διαμέτρου αντίθετη εκτίμηση: ότι το ελληνικό χρέος παραμένει εξυπηρετήσιμο και δεν χρειάζεται καμία ελάφρυνση. Όπως επίσης ότι κάθε τέτοιο ενδεχόμενο θα συνιστούσε όχι μόνο παραβίαση των ευρωπαϊκών συνθηκών, αλλά και αδικία εις βάρος των Ευρωπαίων φορολογουμένων.
Στη διαμάχη μεταξύ ΔΝΤ και Σόιμπλε για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, εάν η έξοδος στις αγορές είχε αποτύχει, αυτό θα δικαίωνε την προσέγγιση της Λαγκάρντ και τις πιέσεις του ΔΝΤ για ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Ενώ, τώρα που εκτιμάται ότι επέτυχε, μπορεί να θεωρηθεί ότι δικαιώνει την δύσκαμπτη και «αντιπαραγωγική» γερμανική προσέγγιση. Αυτονόητη συνέπεια είναι να αποβαίνει περιττή κάθε συζήτηση για ελάφρυνση του χρέους.
Εκτός από τα παραπάνω, τίθεται το ερώτημα πώς βρέθηκαν τόσες προσφορές για τοποθέτηση χρημάτων στο ελληνικό ομόλογο. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που όχι μόνον παραμένει σε αδυναμία να εξυπηρετεί τα χρέη της, αλλά και στην οποία επισείεται ως «δαμόκλειος σπάθη» το ενδεχόμενο υποθετικής διαγραφής των δανειακών υποχρεώσεων της κατά το διάστημα που ακολουθεί τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017.
Κανένας απολύτως κίνδυνος
Η προφανής εξήγηση του αινίγματος είναι ότι με την «επιτυχή» έκδοση του νέου ομολόγου αποκλείονται αμφότερα τα δυσμενή για τους δανειστές ενδεχόμενα. Όταν η ελληνική κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευθεί για πρωτογενές πλεόνασμα ανώτερο του 3,5% του ΑΕΠ, αυτό ήδη μειώνει κατά πολύ τον ουτοπικό χαρακτήρα του 4,625% για την αποπληρωμή του νέου ομολόγου.
Όσον αφορά στο ενδεχόμενο κάποιας μερικής έστω διαγραφής χρέους, ποιος άραγε θα προσέφερε τα χρήματά του, εάν πράγματι αισθανόταν ότι υπήρχε στον ορίζοντα τέτοιο ενδεχόμενο; Αυτό που καθησυχάζει σήμερα τις αγορές έναντι της Ελλάδας, είναι κυρίως η βεβαιότητα ότι όσοι συμμετείχαν στην αγορά του ομολόγου δεν διατρέχουν κανένα απολύτως κίνδυνο ούτε περικοπής ούτε καν πρόσθετης περιόδου αναστολής των δικαιωμάτων τους στο μέλλον.
Όσο οι δηλώσεις εμπιστοσύνης επιτυγχάνουν τον στόχο τους, όσο πείθουν τις διεθνείς χρηματαγορές για το ελληνικό αξιόχρεο, τόσο το πρόβλημα του χρέους θα αφαιρείται από την ατζέντα. Ωστόσο, όσο η ελάφρυνση αγνοείται και δεν εγγράφεται στην ατζέντα, τόσο η Ελλάδα θα επιστρέφει στην «κανονικότητα»: να εκπληρώνει τις δανειακές υποχρεώσεις της έναντι των δανειστών, ματώνοντας στα βράχια, μετά πολλών πάντα επαίνων από τις αγορές.