Η επιστροφή του κεϋνσιανισμού και ο ευρωπαϊκός λήθαργος
25/04/2021Οι επιπτώσεις στη παγκόσμια οικονομία από την πανδημία του Covid-19, που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη είναι απροσδιόριστες και χαοτικές. Αν εξαιρέσει κανείς κάποιους επιμέρους τομείς, οι οποίοι ευνοήθηκαν και έχουν διπλασιάσει τα κέρδη τους, όπως για παράδειγμα οι ολιγάρχες που σχετίζονται με τις ψηφιακές υπηρεσίες, η πλειονότητα των υπολοίπων τομέων της οικονομίας βρίσκεται στο ναδίρ. Η δε εργασία δέχεται τεράστια πλήγματα σε όλα τα επίπεδα και ο κίνδυνος εκτόξευσης της παγκόσμιας ανεργίας, μετά την αντιμετώπιση της πανδημίας, είναι προ των πυλών.
Έτσι, η πανδημία του κορωνοϊού μετατράπηκε σε τιμωρό: αφενός της παγκοσμιοποίησης, αφού οι προηγηθείσες γεωπολιτικές αντιπαλότητες έχουν γιγαντωθεί και η περίοδος της λεγόμενης pax Americana, μετά τη κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989, φαντάζει μια μακρινή ανάμνηση και αφετέρου του παγκόσμιου καπιταλισμού ως συστήματος εκμεταλλευτικής ανάπτυξης, που διατηρούσε όμως την κοινωνική ταξική ισορροπία.
Έναντι αυτών των σοβαρών συνθηκών, που μπορούν να συνταράξουν συθέμελα, το ισχύον παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, στο οποίο κυριαρχούν φεουδαρχικού τύπου συνθήκες, φαίνεται ότι η επαναφορά του κευνσιανισμού, στην καθαρή μορφή, με την οποία είχε εμφανιστεί στην μεταπολεμική περίοδο πάνω στις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, αποτελεί την μοναδική αναγκαία λύση.
Το πακέτο Μπάιντεν για την οικονομία
Αυτό συνάγεται από την πολιτική που ήδη έχει εξαγγείλει και προωθεί ο Μπάιντεν στις ΗΠΑ. Ήδη έχει ανακοινωθεί ότι προωθούνται έργα υποδομών με αποκλειστικά δημόσιες επενδύσεις ύψους 2 τρις δολαρίων και πρόγραμμα κοινωνικών δαπανών ύψους 1 τρις δολαρίων, καθώς και αυξήσεις των μισθών. Αν σε αυτά προστεθούν και τα 5 τρις δολάρια που έχουν ήδη κατευθυνθεί ως απάντηση στην πανδημία, πρόκειται για το γιγαντιαίο ποσό των 8 τρις δολαρίων μέσω του οποίου η Μέκκα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος επιχειρεί να αποφύγει τη θανατηφόρα ύφεση και την πλήρη απώλεια της παγκόσμιας ηγεμονίας.
Για την κάλυψη αυτών των τεραστίων κρατικών δαπανών, η προεδρία του Μπάιντεν προωθεί παράλληλα την αύξηση της φορολογίας στα κέρδη των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, για πρώτη φόρα. Προτείνει σε όλη τη διεθνή κοινότητα ένα ενιαίο σύστημα φορολόγησης των μεγάλων πολυεθνικών κολοσσών με βάση το οποίο οι επιμέρους χώρες, όπου αυτοί δραστηριοποιούνται, θα μοιράζονται τα έσοδα που θα προκύπτουν από τη φορολόγηση τους. Συγκεκριμένα, προβλέπεται η φορολόγηση των μεγάλων πολυεθνικών, που έχουν πωλήσεις άνω των 20 δις δολαρίων, ανάλογα με τι πωλήσεις που πραγματοποιούνται σε κάθε επιμέρους χώρα.
Ανατροπή νεοφιλελεύθερου μοντέλου
Πρόκειται για πλήρη ανατροπή του κυρίαρχου νεοφιλελεύθερου παραδείγματος στο δυτικό κόσμο που καθιερώθηκε, κυρίως από τη δεκαετία του ’70 με πρωτεργάτες τη Θάτσερ και τον Ρήγκαν, και έχει δημιουργήσει τεράστιες ανισότητες μεταξύ των εθνών και των κοινωνιών, όπως και πληγές στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα, οι οποίες δεν μπορούν πλέον να αποκρυβούν.
Έτσι, επιστρατεύεται και πάλι το Κράτος, ως σωτήρας με επενδύσεις από δημόσιες δαπάνες. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι η αναγγελία αυτής της πολιτικής έχει επιφέρει έντονη κριτική από τους εκπρόσωπούς των μεγάλων επενδυτικών ομίλων, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τον Μπάιντεν οπισθοδρομικό για την επιλογή των αμιγώς δημόσιων δαπανών και όχι της σύμπραξης με τον ιδιωτικό τομέα, με μόχλευση δημοσίων και ιδιωτικών κεφαλαίων.
Δεν πρέπει όμως να ξεχνά κανείς, σε σχέση με αυτήν την όψιμη κριτική, ότι οι τεράστιοι δημόσιοι πόροι που μεταφέρθηκαν στις τράπεζες και στις μεγάλες πολυεθνικές για να μην καταρρεύσουν, κατά τη κρίση των τοξικών ομολόγων του 2008, όχι μόνο μετατράπηκαν σε χρηματιστηριακά προϊόντα και κέρδη των ολίγων, αφού δεν κατευθύνθηκαν στην πραγματική οικονομία, αλλά χρησιμοποιήθηκαν και ως εργαλείο επίθεσης των ιδιωτικών πιράνχας κατά των κρατών. Και αυτό, λόγω της αύξησης του δημοσίου χρέους, που ο ιδιωτικός τομέας είχε προκαλέσει.
Ευρωπαϊκός λήθαργος και γερμανικός εθνικισμός
Εάν δεν αλλάξει κάτι στην πορεία θα πρόκειται για επαναφορά της πραγματικής κεϋνσιανής λογικής, σύμφωνα με την οποία οι δημόσιες επενδύσεις δημιουργούν το απαραίτητο πλαίσιο εμπιστοσύνης και ισορροπίας στην οικονομία. Ένα πλαίσιο, το οποίο μεταφέρεται στη συνέχεια και στις ιδιωτικές επενδύσεις, ενταγμένες σε ένα ευρύτερο επωφελές πρόγραμμα ανάπτυξης. Δημιουργούνται δηλαδή εκείνες οι συνθήκες του λεγόμενου ενάρετου οικονομικού κύκλου, όπου το χρήμα περνάει στην παραγωγή και στην κατανάλωση, δημιουργώντας απασχόληση και εισόδημα στις πλατιές μάζες, και δεν μετατρέπεται σε εικονικό νεκρό πλούτο στα χέρα λίγων νεο-φεουδαρχών του σημερινού παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού καπιταλιστικού ζόμπι.
Παρά την τεράστια αυτή αλλαγή παραδείγματος, που προωθείται από τις ΗΠΑ αλλά και άλλους παγκόσμιους πόλους, όπως Κίνα, Ινδία, Ρωσία κλπ, η Ευρώπη παραμένει δέσμια στον αδιέξοδο και επικίνδυνο γερμανικό οικονομικό εθνικισμό, συρόμενη στις ράγες της καταστροφικής πλέον μονεταριστικής οικονομικής λογικής. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ταμείο Ανάκαμψης, το οποίο προβλέπει ελάχιστα χρήματα (750 δις ευρώ) σε σχ’εση με τα οκτώ τρισεκ. δολάρια των ΗΠΑ, παραμένει ουσιαστικά ανενεργό, έχοντας για μια ακόμα φορά εγκλωβιστεί στα δίχτυα του συνταγματικού δικαστηρίου της Γερμανίας (μόλις πριν μερικά εικοσιτετράωρα έδωσε το πραδινό φως).
Και αυτό την ώρα που οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βρίσκονται σε πλήρες αδιέξοδο, λόγω και της αποτυχημένης διαχείρισης της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας στο θέμα των εμβολίων κατά της πανδημίας, σε συνδυασμό με την προδιαγραφόμενη τεράστια οικονομική ύφεση. Πρόκειται για την επιτομή του ευρωπαϊκού λήθαργου, που απειλεί να μετατρέψει την Ευρώπη σε ουραγό και παρατηρητή των παγκόσμιων εξελίξεων.