Η επόμενη δεκαετία εγκυμονεί νέα οικονομική κρίση για την Ελλάδα
22/10/2019Η ελληνική οικονομία, κατά την προηγούμενη δεκαετία 2009-2019, με την εφαρμογή των μνημονίων και των πολιτικών της εσωτερικής υποτίμησης-λιτότητας, μεταμορφώθηκε, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, σε οικονομικό σχηματισμό μίας άλλης υποδεέστερης κατηγορίας περιθωριοποιημένης οικονομίας, στο πλαίσιο του διεθνούς και ευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας.
Στις συνθήκες αυτές σημειώθηκε σημαντική μείωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού, του επιπέδου παραγωγικότητας, του παραγόμενου πλούτου, των δημοσίων και κοινωνικών δαπανών, του μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους εργασίας, των επενδύσεων, του απασχολούμενου εργατικού δυναμικού. Μειώσεις που προφανώς αντιστοιχούν σε ένα παραγωγικό πρότυπο φτηνής εργασίας, τεχνολογίας και ανάπτυξης. Η οικονομική κατάσταση παραγωγής υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων κατά την επόμενη δεκαετία 2020-2030, επιτυγχάνεται μόνο με την εφαρμογή πολιτικών λιτότητας.
Παρόλα αυτά, σε πρόσφατες (18/10/2019) αντιφατικές δηλώσεις υψηλόβαθμου στελέχους του ΔΝΤ αναγνωρίσθηκε, δυστυχώς με καθυστέρηση, ότι «η δημοσιονομική εξυγίανση επιτεύχθηκε με ένα ιδιαίτερα αντιαναπτυξιακό μείγμα πολιτικής». Ταυτόχρονα, υποστηρίχθηκε η λανθασμένη θεωρητικά και πραγματολογικά σταθερή άποψη του ΔΝΤ ότι «οι περικοπές των συντάξεων και η μείωση του αφορολόγητου» στην ελληνική οικονομία θα ευνοήσουν, μεταξύ των άλλων, μεσομακροπρόθεσμα την ανάπτυξη της.
Παράλληλα, το τιτλοφορούμενο ως “αναπτυξιακό νομοσχέδιο”, το οποίο συζητείται τις τελευταίες ημέρες στο ελληνικό Κοινοβούλιο, αναζητεί μεταξύ των άλλων την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στις ιδιωτικοποιήσεις. Στόχος είναι η προσέλκυση (εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου της αποταμίευσης και της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας) άμεσων ξένων επενδύσεων με την περαιτέρω απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Αυτόι επιδιώκεται με την απορρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ιδιαίτερα των κλαδικών), σε όφελος των επιχειρησιακών και των ατομικών συμβάσεων εργασίας. Επίσης, με την θεσμοποιημένη απορρύθμιση και την αδράνεια της λειτουργίας και της δραστηριότητας των συνδικάτων, την διατήρηση του χαμηλού επιπέδου των μισθών, των συντάξεων και γενικότερα των κοινωνικών δαπανών.
Ξαναζεσταμένες οικονομικές συνταγές
Έτσι, η ελληνική οικονομία, κατά την επόμενη δεκαετία 2020-2030, υλοποιώντας τις προαναφερόμενες πολιτικές προσέλκυσης του ξένου κεφαλαίου, θα παγιδευτεί στο παραδοσιακό παραγωγικό πρότυπο της φτηνής εργασίας, τεχνολογίας και ανάπτυξης που την οδήγησε στην οικονομική κρίση και ύφεση του 2009. Παράλληλα, στις συνθήκες αυτές θα διατηρηθεί το δομικό και διαρκές χαρακτηριστικό του παραγωγικού και κοινωνικού ελλείμματος.
Κι αυτό, επειδή η δραστηριοποίηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος των ξένων επενδυτών (σύμφωνα με την βιβλιογραφική γνώση και την μακρόχρονη ιστορική εμπειρία) θα επηρεάσει τον προσανατολισμό της αναπτυξιακής πολιτικής της χώρας μας προς την κατεύθυνση των επενδυτικών επιλογών, κυρίως, έξι πεδίων οικονομικής δραστηριότητας: των υπηρεσιών, των δικτύων, του τουρισμού, του real state, της ενέργειας-υδρογονανθράκων και του διαμετακομιστικού εμπορίου.
Αυτό θα συμβεί, επειδή σε όρους οικονομικής ανάλυσης, η αύξηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων του τριτογενούς τομέα της οικονομίας (υπηρεσίες, εμπόριο) συμβάλλει στην επέκταση της πραγματοποίησης της προστιθέμενης αξίας. Αντιθέτως, στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα της οικονομίας συντελείται η επέκταση των παραγωγικών δυνατοτήτων με πολλαπλασιαστικά αναπτυξιακά-τεχνολογικά αποτελέσματα, η δημιουργία πλούτου και η παραγωγή της προστιθέμενης αξίας.
Κατά συνέπεια, ο πραγματικός και ουσιαστικός τομέας της οικονομικής δραστηριότητας αποτελεί η παραγωγή και η παραγωγική δυναμικότητα της οικονομίας. Αυτή δημιουργεί συνθήκες αύξησης της απασχόλησης, των εισοδημάτων. Αυτή ισχυροποιεί τη σύνδεση των παραγωγικών τομέων της οικονομίας με την ενδιάμεση ζήτηση της ελληνικής οικονομίας και δημιουργεί το παραγωγικό και κοινωνικό πλεόνασμα.
Ανησυχία για παγκόσμια ύφεση
Επιπλέον, σήμερα στην διεθνή οικονομία είναι έντονες και διάχυτες οι ανησυχίες για μία επερχόμενη ύφεση αβέβαιης διάρκειας και βάθους. Οι διεθνείς επενδυτικές επιλογές προσανατολίζονται, κατά βάση, στην ενέργεια και τον χρυσό. Όταν συμβαίνουν αυτά διερωτάται κανείς για το τι προσδοκίες μπορεί να δημιουργήσει η έντονη επενδυτική επίκληση του ξένου κεφαλαίου να επιλέξει την Ελλάδα;
Οι ίδιες ανησυχίες και αβεβαιότητες εκφράζονται και για την ευρωπαϊκή οικονομία για τρεις επιπλέον συγκεκριμένους λόγους:
- Πρώτον, την σημερινή προϋφεσιακή κατάσταση.
- Δεύτερον, το επερχόμενο Brexit.
- Τρίτον, τους πρόσφατα επιβαλλόμενους δασμούς σε εκτεταμένο αριθμό ευρωπαϊκών προϊόντων που εισάγονται στις ΗΠΑ.
Στις συνθήκες αυτές διαπιστώνεται ότι δεν πραγματοποιείται στην Ελλάδα ο σχεδιασμός και η υλοποίηση συγκεκριμένων μέτρων πολιτικής κινητοποίησης των εγχώριων επενδύσεων (δημόσιες και ιδιωτικές). Έτσι περιορίζεται ο ηγετικός ρόλος που αντικειμενικά μπορούν να αναλάβουν στην ελληνική οικονομία. Στην επενδυτική και αναπτυξιακή αυτή προοπτική της ελληνικής οικονομίας, θα αποδυναμωθούν, κατά την επόμενη δεκαετία (2020-2030) οι δυνατότητες για “εκτίναξη του ελατηρίου”.
Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τα απαιτούμενα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% μέχρι το 2060), θα περιορίσουν τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στο επίπεδο των ήπιων ή αναιμικών ρυθμών ανάπτυξης (1-2%), δεδομένου ότι θα πληγούν δύο κινητήριες δυνάμεις, μεταξύ των άλλων, της ανάπτυξης, η κατανάλωση και η αποταμίευση.
Παθογένειες της ελληνικής οικονομίας
Το ποσοστό αυτό (2%) υπολείπεται σε σημαντικό βαθμό από τον απαιτούμενο (3,5-4%) μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ, προκειμένου κατά την επόμενη δεκαετία να μειωθεί, ως ένα βαθμό, η βαριά κληρονομιά των μνημονιακών πολιτικών (παραγωγική καθίζηση, ανεργία, ανισότητες, φτωχοποίηση). Στην προοπτική αυτή, προβλέπεται (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, 2018) κατά την επόμενη δεκαετία 2020-2030, η συνέχιση της μετανάστευσης νέων ανθρώπων από τη χώρα μας και το ποσοστό ανεργίας μέχρι το 2030 να διαμορφώνεται στο επίπεδο του 11,4%, με δεσπόζουσα θέση τη flexi-ανασφάλεια της απασχόλησης.
Το εργατικό δυναμικό προβλέπεται να διαμορφωθεί το 2030 στο επίπεδο των 4,3 εκατ. ατόμων από 4,6 εκατ. Παράλληλα, στη βάση αυτών των προβλέψεων, ο πληθυσμός στην Ελλάδα προβλέπεται το 2030 να είναι 10,3 εκατ. άτομα από 10,7 εκατομ. άτομα το 2020 και ο αριθμός των συνταξιούχων προβλέπεται να διαμορφωθεί το 2030 στο επίπεδο των 2,6 εκατ. ατόμων από 2,3 εκατ. άτομα το 2020.
Επιπλέον, ο δείκτης της συνταξιοδοτικής δαπάνης ως ποσοστό του ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα μειωθεί από 13,4% του ΑΕΠ το 2020 σε 12% το 2030, γεγονός που αποδεικνύει την δημοσιονομική επιλογή της εμπροσθοβαρούς συρρίκνωσης της συνταξιοδοτικής δαπάνης σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώνουν τον δυσαναπτυσσόμενο χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας κατά την επόμενη δεκαετία 2020-2030. Μεταξύ των άλλων, εγκυμονούν και τον κίνδυνο επώασης των αιτίων απασφάλισης της επόμενης κρίσης και των δυσμενών συνεπειών της.